Ήταν ένα Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1966, όταν περαστικοί εντόπισαν ένα πτώμα στη θαλάσσια περιοχή πίσω από το κτήριο της Νομαρχίας στο ύψος του Αγίου Σπυρίδωνα, να επιπλέει σε πρηνή θέση. Δεν άργησε να διαπιστωθεί ότι επρόκειτο για την Αιμιλία Λαρίου ετών 75.
Επί τόπου μετέβη ο τότε Λιμενάρχης Καραγιάννης με λιμενικά όργανα, ανέσυραν το πτώμα και το μετέφεραν στο Νεκροτομείο για ιατροδικαστική εξέταση.
Ενώ προχωρούσε η θλιβερή διαδικασία, η τοπική κοινωνία αναστατωμένη από το γεγονός, δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη σε γεγονότα του είδους, σχολίαζε το θέμα και η ενημέρωση του τύπου «σπασμένο τηλέφωνο» οργίαζε.
Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι η άτυχη γυναίκα υπέφερε από χρόνια, αντιμετωπίζοντας σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Και η κατάστασή της είχε επιδεινωθεί ζώντας σε άθλιες συνθήκες χωρίς καμιά περίθαλψη, χωρίς μια ευκαιρία να βγάζει με αξιοπρέπεια το καθημερινό. Η κυρά Αιμιλία όπως ακουγόταν εξασφάλιζε το καθημερινό της από το Φιλόπτωχο Ταμείο, που ανέλαβε και τα έξοδα της κηδείας και ταφής.
Κάποιοι θυμήθηκαν να πουν ότι υπήρχε και στενός συγγενής που την είχε εγκαταλείψει και έμενε μόνιμα στην Αθήνα χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί για την τύχη της.
Έτσι έκλεισε ο κύκλος ζωής μιας γυναίκας που δεν έλειψε από κανέναν.
Κι όμως λίγες μέρες αργότερα ο αξέχαστος μεγάλος αγωνιστής Γιάννης Κυριακάκης δημοσιεύει στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» τα παρακάτω:
ΛΙΓΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
«ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΚΙΑΧΤΗΚΑΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΝΙΑ»
ΑΙΜΙΛΙΑ ΛΑΡΙΟΥ
Αυτές τις μέρες ζήσαμε ένα τραγικό γεγονός που κρατεί σε συγκίνηση ολόκληρη την κοινωνία του Ρεθύμνου.
Η Αιμιλία Λαρίου μια ονομαστή νοικοκυρά, μια ανθρώπινη ύπαρξη που πόνεσε πολύ στη ζωή της και που τα βάσανα και οι πίκρες ήταν γι’ αυτήν ατέλειωτα, βρέθηκε προχθές το πρωί πνιγμένη στην κάτω του Εθνικού Γυμναστηρίου της πόλεώς μας θαλάσσια περιοχή.
Μπροστά σ’ αυτή την τραγικότητα που τη συνοδεύει ο πόνος και η οδύνη, είμαστε υποχρεωμένοι να ανοίξουμε τις πόρτες της μνήμης και να βρεθούμε στην περίοδο που οι Χιτλερικοί μόλυναν τα ιερά χώματά μας στις δύσκολες αυτές και υπεύθυνες ώρες που μετριούνται με την αφειδώλευτη προσφορά και αγάπη προς την πατρίδα και η εθνική συνείδηση και αγάπη προς την ελευθερία.
Για να δούμε πως η πολυδιαβασμένη αυτή γυναίκα Αιμιλία Λαρίου στάθηκε μια άξια Ελληνίδα, μια πραγματική πατριώτισσα αντάξια των αγώνων και των παραδόσεων του Λαού μας. Γιατί τις ρητές απαγορευτικές διαταγές των Γερμανών για την παροχή ασύλου στους πατριώτες η κυρά Αιμιλία με άμεσο κίνδυνο της ζωής της, αψηφούσα τα πάντα, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του σπιτιού της για να φιλοξενήσει τους φτασμένους αγωνιστές του Λαού μας, Νίκο Μανουσάκη με το ψευδώνυμο Γαλάνης, Μιχάλη Βιτζατζάκη, Μιχάλη Κλεάνη το γνωστό μας κουμπάρο, οι οποίοι με άλλους αγωνιστές κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τα νησιά του θανάτου που τους είχε ρίξει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, και να φτάσουν στο νησί μας για να οργανώσουν την αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Μοιράστηκαν σε ομάδες και σκορπίστηκαν σε όλους τους νομούς της Κρήτης.
Και δεν βρήκαν μόνο άσυλο στο σπίτι της κυρίας Αιμιλίας, αλλά μια ζεστή γωνιά που τους επέτρεψε να οργανώσουν μαζί με τους αξέχαστους αγωνιστές Γιάννη Μαθιουδάκη, καθηγητή, Μανούσο Πορτάλιο, Σήφη Μανωλεσάκη και άλλους πολλούς πατριώτες απλούς ανθρώπους και προσωπικότητες του Νομού μας, το Λαό του Νομού Ρεθύμνης μέσα στις γραμμές του Εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου.
Ένας πυρετός οργανωτικής προετοιμασίας, μια πολύπλευρη εργασία που αφορούσαν την οργάνωση και επιτυχία του αγώνα μελετούνται στο σπίτι της κυρά Αιμιλίας και έφθαναν μετά μέχρι το τελευταίο σημείο του νομού μας. Οι σύνδεσμοι αλώνιζαν την ύπαιθρο και πήγαιναν και έξω από το Νομό μας.
Και να ο κίνδυνος ήταν άμεσος και ενέδρευε πάντοτε όμως όχι μόνο δεν ακούστηκε από το στόμα της κερά Αιμιλίας ούτε η ελάχιστη μεμψιμοιρία αλλά σήκωνε περήφανα και εθελοντικά το βάρος αυτού του αγώνα και συμπεριφερόταν απέναντι στους αγωνιστές σαν και πραγματική μάνα που απλώνει τα φτερά της για να τα προστατεύσει από το βάρβαρο κατακτητή.
Εθεώρησαν χρέος μου να χαράξω αυτές τις λίγες γραμμές για να τονίσω τη συμβολή της ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΛΑΡΙΟΥ αλλά και αυτών που φιλοξένησε για την απελευθέρωση της πατρίδας μας και συγχρόνως να αποτίσω φόρο τιμής απέναντι σ’ αυτούς τους αφανείς ήρωες που δεν έσκυψαν το κεφάλι και δεν τους φόβισε η καταχνιά και η φοβέρα αλλά στάθηκαν άξια τέκνα της πατρίδας, πραγματικοί αγωνιστές της Αλήθειας και της λευτεριάς μας που η μνήμη τους θα μένει αιώνια και παράδειγμα για όλους εμάς.
Ας είναι ελαφρό το χώμα που σε σκέπασε πολυβασανισμένη και πονεμένη κερά Αιμιλία».
Αυτά έγραψε ο Γιάννης Κυριακάκης τονίζοντας την προσωπικότητα μιας άγνωστης ηρωίδας, που αν δεν νεκρολογούσε ο ίδιος κανένας δεν επρόκειτο να ασχοληθεί. Ενώ ο τύπος εκείνων των ημερών κατακλύζεται από δημοσιεύσεις για άλλους επιφανείς νεκρούς, από ευχαριστήρια των οικογενειών τους, για την Αιμιλία δεν περίσσεψε από άλλον ούτε μια φράση συμπαθείας, καθώς ήταν φτωχή και άσημη, χωρίς ένα στήριγμα στη ζωή.
Αυτά για την εποχή μας ίσως να ακούγονται μελοδραματικά αλλά τη σημαντικότητα των υπηρεσιών που προσέφερε στην πατρίδα της η Αιμιλία θα εκτιμήσουμε μόνο αν σκεφτούμε τις συνθήκες εκείνης της εποχής που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα.
Θυσίες για τη λευτεριά
Αν ρωτήσεις σήμερα εγγόνια εκείνων των υπέροχων ανθρώπων, που είναι πια υπερήλικες, θα σου πουν ότι ήταν σύνηθες να μειώνεται η μερίδα και των παιδιών για να φάνε οι αντάρτες, που τύχαινε να βρεθούν στο σπίτι. Τόση ήταν η πίστη των απλών ανθρώπων στον αγώνα και στις δυνατότητες των αγωνιστών της λευτεριάς. Και μ’ αυτό τον τρόπο βοηθούσαν κι αυτοί, κάνοντας αντίσταση με το δικό τους τρόπο…
Στον Πρινέ εξάλλου, στην Αρχαία Ελεύθερνα είδαμε το σπίτι του Μίνωα Αποστολάκη που ήταν πια το καταφύγιο κάθε κυνηγημένου και χωρίς να ζητάει την άδεια του ιδιοκτήτη. Εκεί ξεκουραζόταν κι εύρισκε φαγητό.
Για τη σκληρή αντιμετώπιση των φιλόξενων ανθρώπων από τον κατακτητή έχουμε αρκετά ενδιαφέροντα και στην έκθεση Καζαντζάκη όταν περιόδευσε με τον Κακριδή την Κρήτη για να καταγράψει τα αποτελέσματα των αντιποίνων. Χαρακτηριστική η αναφορά στη γριούλα που έχασε δυο γιους επειδή είχαν δώσει φαγητό σε αντάρτες…
Ένας ήταν ο Χαρίδημος
Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Χριστοφοράκης, μπορεί παντού να είχαν οι αντάρτες κάποιον θερμό και γενναίο προστάτη, αλλά ο ίδιος ξεχώριζε έναν λεβέντη από τον Κισσό Αγίου Βασιλείου. Ήταν ο Χαρίδημος Σμυρνάκης. Μέχρι τα βαθιά τους γεράματα οι αντάρτες είχαν το όνομά του στα χείλη τους και μάλιστα με απέραντο σεβασμό. Γιατί αυτό το όνομα συμβόλιζε τον ανόθευτο λαϊκό αγωνιστή. Ένα σύμβολο που δεν αμαύρωσε τη φήμη του μέχρι τα βαθιά του γεράματα…
Η έναρξη της Αντίστασης βρήκε τον Χαρίδημο σχεδόν πενηντάρη. Έναν αγρότη με στιβαρά κι εργατικά χέρια κι ένα χαρακτήρα διαμάντι. Από την πρώτη στιγμή είχε εκδηλωθεί και μάλιστα έμβλημά του ήταν «Όλοι κι όλα για τον αγώνα».
Δεν υπολόγιζε ούτε βιός, ούτε αγαθά μπροστά στην επιθυμία του να δει τον τόπο του ελεύθερο.
Λέγεται μάλιστα ότι στην πρώτη σύναξη στελεχών που έγινε στο σπίτι του στον Κισσό, τότε που ξεκινούσε η οργάνωση του λαού κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ, ο Χαρίδημος διέθεσε ένα ολόκληρο βόδι.
Δεν ήταν πλούσιος. Είχε όμως τεράστια περιουσία σε αισθήματα και λεβεντιά.
Μια πόρτα πάντα ανοικτή
Κι από τότε η πόρτα του σπιτιού του έμενε ανοικτή. Το σπίτι βόλευε αφάνταστα μια και ο Κισσός ήταν στο κέντρο της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου, αλλά όπως είναι ψηλά στις πλαγιές του Κέντρους το χωριό επέτρεπε σε ώρα κινδύνου τη διαφυγή στο βουνό. Απ’ έξω έδειχνε τόσο παλιό που θεωρούσες ότι ήταν ακατοίκητο. Κανένας ξένος περαστικός δεν θα του έδινε σημασία.
Μπαίνοντας όμως σε τύλιγε η ανθρώπινη ζεστασιά που σκορπούσε η άξια σύντροφος του Χαρίδημου η κυρά Βαγγελιώ… Ακούραστη γυναίκα, διαρκώς είχε και μια απασχόληση, κυρίως να προετοιμάζει φαγητό καθώς όλο και κάποιο «παιδί» θα κατέληγε στο σπίτι… Πότε ξεκουραζόταν αυτή η γυναίκα κανένας δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Και πάντα με το χαμόγελο. Ποτέ δεν την άκουσε κανένας να διαμαρτύρεται Ακόμα κι όταν η κούραση ξεπερνούσε τις αντοχές της.
Μόνιμο στέκι ανταρτών
Μόνιμο στέκι ανταρτών λοιπόν το σπίτι του Χαρίδημου. Και τι δεν γινόταν εκεί… Συναντήσεις, συνεδριάσεις, ό,τι μπορούσε να βοηθήσει από στρατηγικής πλευράς τον αντιστασιακό αγώνα
Ο Χαρίδημος που φημιζόταν και για την διακριτικότητά του, με το που υποδεχόταν τους αγωνιστές κι αφού τους έδινε ό,τι μπορούσε για να «στυλωθούν», εξαφανιζόταν κάπου εκεί γύρω, περισσότερο για να προσέχει και να ειδοποιήσει σε περίπτωση που θα έκαναν ξαφνικά την εμφάνισή τους Γερμανοί. Έδειχνε πατρική αγάπη σε κάθε αντάρτη Ίσως επειδή δεν είχε τότε ακόμα αποκτήσει παιδιά.
«Μάτια» και στην πλάτη
Είχε σπάνια αντανακλαστικά, μπορούσε να αντιληφθεί το παραμικρό κι ας συνέβαινε σε απόσταση από αυτόν. Είχε αυτό που λέει κι ο απλός λαός μας «μάτια στην πλάτη».
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μιχάλης Χριστοφοράκης:
«Από τις πολλές φορές που περνούσα από τον Κισσό, μερικές θέλοντας να τον αιφνιδιάσω φρόντιζα να τον πλησιάσω γιατί τάχα δεν με είχε αντιληφθεί.
Ο μπαρμπαΧαρίδημος ωστόσο ενώ έδειχνε απορροφημένος στο ζευγάρισμα λόγου χάρη, χωρίς καν να στρέψει το βλέμμα του, μ’ αιφνιδίαζε ο ίδιος λέγοντάς μου:
«Καλώστονε, κάτσε δέκα λεπτά να ξεκουραστείς μέχρι να τελειώσω τούτη τη σπορέ, μα επαέ δεν φοβάσαι κανένα». Σαν να μην συνέβαινε τίποτα τελείωνε ο Χαρίδημος τη δουλειά του μια κι ήξερε πως έπρεπε να υπάρχει και ζαερές (τρόφιμα) όπως έλεγε. Κατόπτευε τα γύρω της περιοχής, χωρίς να δίνουν υποψίες οι κινήσεις και το βλέμμα του και ξεκινούσαμε για το σπίτι του…».
Ο Χαρίδημος ήταν τόσο αφοσιωμένος στον αγώνα που μερικές φορές η παρορμητικότητά του έφθανε τα όρια της αποκοτιάς.
Καρδιά «περιβόλι»
Ο Χαρίδημος ήταν για την εποχή του ένα φωτεινό άστρο, μια όαση, γιατί πρόσφερε συστηματικά τη βοήθειά του, μέχρι το τέλος της κατοχής, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, αν τον έπιαναν οι Γερμανοί.
Όσο για το χιούμορ του, δεν τον εγκατέλειπε και στην πιο δύσκολη ώρα. Όταν έμπαινε σπίτι του κι έβλεπε στρωμένους πέντε δέκα νοματέους να τρώνε, έπαιρνε το ανάλογο ύφος κι έβαζε δήθεν τις φωνές:
«Πάλι τρώτε, μα εσείς μωρέ κοπέλια θα με κάνετε φτωχό. Σάικα (ασφαλώς) δεν ψήνουνε στα σπίθια σας…».
Κι έπειτα, καθώς μας περιγράφει ο Μιχάλης Χριστοφοράκης, γύριζε στη γυναίκα του:
«Βαγγελιώ βάλε να φάει καθένας όσο θέλει, βάλε να φάω κι εγώ κι αν περισσέψει θα φας κι εσύ… Και να κατέχεις πως επαέ θέλει κάθε βούι και την παχνέ του».
Εννοούσε φυσικά την όρεξη για φαγητό και τις διαστάσεις του κάθε αγωνιστή…
Ο μοναδικός αυτός άνθρωπος, φαίνεται πως έφθασε στα βαθειά γεράματα. Γιατί στο βιβλίο του ο Μιχάλης Χριστοφοράκης (έκδοση 1984) αναφέρει πως στα 90 του χρόνια, εκείνη την εποχή, ο Χαρίδημος περίμενε πότε θα του στείλουν τα έντυπα της Εθνικής Αντίστασης και του Κ.Κ.Ε., που τον τόνωναν ψυχικά και του παρέτειναν τη ζωή…
Δυστυχώς δεν βρήκα περισσότερα για το τέλος της ζωής του σημαντικού αυτού ανθρώπου. Σημασία έχει ότι αξιώθηκε να δει το χάραμα της λευτεριάς, για την οποία πρόσφερε τόσα πολλά στον αγώνα και χωρίς ποτέ να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα.