Το πνεύμα σου πλανάται πάνω από την πάλαι ποτέ «κραταιά κορωνίδα» των πόλεων, γεμάτο θύμησες και στοχασμούς.
Οι απόηχοι των λόγων του τελευταίου Αυτοκράτορα, «πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», σε γεμίζουν περηφάνια και μακαρίζεις τον εαυτόν σου που γεννήθηκες Έλληνας.
Αναβαπτίζεσαι στα Ελληνικά ιδεώδη και πλημμυρίζει η ψυχή σου από ελληνοχριστιανικό μεγαλείο.
Και όπως στέκονται γύρω γύρω από την Πόλη τα ερειπωμένα τείχη βουβά και άψυχα, θαρρείς στεφάνι αιώνιο και αμάραντο είναι, που δεν χάνεται, δεν μαραίνεται, αλλά διατηρείται λες και περιμένει το σάλπισμα του μαρμαρωμένου βασιλιά, σαν σταγόνες από νερό, για να ανατινάξει τα ερείπια και να ξαναβγεί πάλι η Πόλη των πόλεων λαμπροφορεμένη και δυνατή παίρνοντας εκδίκηση απ’ αυτούς που της κούρσεψαν το πνεύμα και της καταπάτησαν την ομορφιά της.
Το πνεύμα όμως δεν κουρσεύεται, μάλιστα όταν αυτό είναι Βυζαντινό, όταν είναι Ελληνικό, όχι, όχι, αλλά τρέχει από θάλασσα σε θάλασσα, από βουνό σε βουνό, από λαγκάδι σε λαγκάδι, από χώρα σε χώρα και διαλαλεί μέχρι τα πέρατα της οικουμένης ότι η Βασιλεύουσα λες και τώρα απλώς κοιμάται. Ότι ο κρυμμένος παπάς πίσω από το Άγιο Βήμα κρατά το Δισκοπότηρο έτοιμος να συνεχίσει τη λειτουργία.
Ότι ο μαρμαρωμένος βασιλιάς περιμένει την πνοή του ανέμου, την πνοή του Έλληνα στρατιώτη για να φυσήξει και να του δώσει πνοή και με αυτή την πνοή θα αδράξει το σπαθί, το κοντάρι και την ασπίδα και θα συνεχίσει την παράδοση του Μεγ. Αλέξανδρου και του Λεωνίδα.
Το μοιρολόι τόσων αιώνων γίνεται παιάνας, γίνεται χορός και φτερουγίζει, πάνω από Ζάλλογα και Αρκάδια και με το φτερούγισμά του αυτό στέλνει μήνυμα και κουράγιο και περιμένει πότε θα κάμει ξαστεριά για να ξαναφωλιάσει στ’ Άγια χώματα της εφτάλοφης Πόλης, η καρδιά του Βυζαντίου.
Η αετοφόρα σημαία καθώς προχωρείς, θαρρείς πως κυματίζει στα τείχη του Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου, νομίζεις πως ακούς στα στήθια του μαρμαρωμένου βασιλιά, την ανάσα του, που ούτε ο χρόνος, ούτε ο φόβος μπόρεσαν να σταματήσουν.
Βλέπεις ακόμα τα χελιδόνια να φτερουγίζουν πάνω από τον τρούλο της Αγιάς Σοφιάς. Ατενίζεις τον δικέφαλο αετό να διασχίζει τον ουρανό από το Φανάρι ως την Αγιά Σοφιά και διαγράφοντας κύκλους σαν να είναι έτοιμος να ορμήσει και να τυφλώσει εκείνους που νόμισαν ότι νίκησαν το ελεύθερο πνεύμα.
Βλέπεις τον δικέφαλο αετό να φτερουγίζει περήφανος έτοιμος να τυφλώσει εκείνους που νόμισαν ότι έσβησαν το ανέσπερο φως της χριστιανοσύνης, το φως που φώτισε την αλήθεια, το ελεύθερο, το καλό, που φώτισε τον κόσμο όλον.
Ο θρήνος τώρα και μισής χιλιετίας γίνεται καρπός που ωριμάζει και αγκαλιάζει τον πόθο όλων εκείνων που ξέρουν να ζουν μόνο με την ελευθερία, μία ελευθερία βγαλμένη από την ψυχή κάθε Χριστιανού, κάθε Έλληνα, κάθε ελεύθερου ανθρώπου.
Η Αγιά Σοφιά βαθιά θεμελιωμένη εκεί όπου η αύρα του Αιγαιοπελαγίτικου αγέρα, απαλά τη χαϊδεύει και της φέρνει το μήνυμα της καρτερίας από το Μεσολόγγι, τις Θερμοπύλες, το Δίστομο, τα Καλάβρυτα.
Τα τετρακόσια σήμαντρα κι οι εξηνταδυό καμπάνες περιμένουν βουβά το χέρι του παπά για να σημάνουν με τους ρυθμικούς ήχους τους κτύπους και τους ήχους της Βυζαντινής καρδιάς για να αντηχήσουν τη λήξη της μαύρης σιωπής.
Κι όταν βρεθείς μπροστά στο Άγιο Βήμα της Αγιά Σοφιάς, σταυρώνεις τα χέρια σου, ανατριχιάζεις και τα δάκρυα που κυλούν από τα μάτια σου, ποτίζουν τον ίδιο εκείνο χώρο που νιώθεις ακόμα να μυρίζει το αγνό αίμα των γυναικόπαιδων που οι άπιστοι με τα γιαταγάνια και σπαθιά τους έχυσαν, για να ικανοποιήσουν τη βάρβαρη δίψα τους και να κορέσουν τις ακόλαστες ορέξεις τους. Κι αν δεν υπάρχει ένα κηροπήγιο για ένα κεράκι, αισθάνεσαι στα στήθια σου να λαμπαδίζουν χιλιάδες κεριά. Κι αν δεν υπάρχει ένα λιβανιστήρι για να κάψεις λίγο λιβάνι για τις χαμένες ψυχές των χιλιάδων χριστιανών, ρίχνεις το βλέμμα σου στον τρούλο και δίνεις έναν όρκο, δίνεις μια υπόσχεση πως όσο ζεις το βλέμμα σου αντί για λιβάνι θα μείνει καρφωμένο στον κάθε τρούλο κάθε εκκλησίας, για να μη σβήσει το κεράκι της μνήμης που τρεμοσβήνει στο διάβα του χρόνου.
Και σαν έλθει η ώρα να φύγεις, τα γόνατά σου λυγίζουν έτοιμα να ακουμπήσουν μπροστά στην Ωραία Πύλη, όπου πριν από 560 χρόνια με χριστιανική ευλάβεια γινόταν η τελευταία λειτουργία.
Τι κι αν δεν βλέπεις τον παπά να κοινωνά τον Αυτοκράτορα, ακούς όμως τους απόηχους της λαϊκής λύρας, λες και χιλιάδες άγγελοι γύρω-γύρω απ’ όλα τα σημεία της εκκλησιάς ψέλνουν στην Παναγιά: Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικιά σας θα ‘ναι…
Έτσι ανάλαφρος και αναβαπτισμένος μισεύεις και εύχεσαι την άλλη φορά που θα ξαναπατήσεις τα Άγια χώματα της Άγιας Πόλης και έρθεις προσκυνητής της Άγιας Εκκλησίας της Αγιά Σοφιάς, να δεις να λαμπυρίζει στον τρούλο της, ο Σταυρός του Βυζαντίου και σκυφτός αφήνοντας πίσω σου την Αγιά Σοφιά και τη Βασιλεύουσα μονολογείς: Πόλεις πόλεων, προσκύνημα πιστών, ποιητών ποίημα, πολιτισμών πραγματικότητα. Πηγή ποτίζουσα προαιώνιους πόθους.
Πηγή πορφυρογέννητων. Πρυτανείο παιδείας. Παιάνες παιανίζουσα προγόνων πόθους.
Βασίλισσα Βασιλισσών.
Κόσμου Κυρία.
είναι συγγραφέας-
δημοσιογράφος