Τρείς του Ιούνη ήτανε, μέσα σαράντα ένα,
που οι Γερμανοί διαλέξανε, τους άνδρες ένα – ένα.
Ήτανε όλοι ικανοί, λεβέντες παλικάρια,
με θάρρος αντικρίσανε, τα άγρια λιοντάρια.
Παπά Καλλέργης, Πρασανός, και Αντωνογιωργάκης,
γείτονες ήτανε και οι τρείς, μαζί κι ο Σφακιανάκης.
Τουτουντζιδάκης ήτανε, ο Γιάννης κι ο Μιχάλης,
και από τη μεσοχωριά, ο Τερζιδομιχάλης.
Στην πάνω ρούγα του χωριού, έμενε ο Περακάκης,
και εις τη μέση του χωριού, ο Κώστας Παλιεράκης.
Λίγο πιο πάνω απ’ αυτόν, ο Ορφανουδομανώλης,
και εκείνος που επέζησε, ο Περακομανώλης.
Εις τη σειρά τους στήνουνε, στη θέση «Κατσιγιάννη»
τι θα συμβεί; Ειν’ ορατό, ο νους τους τούτο βάνει.
Τα πολυβόλα στήνουνε, απέναντι στο γύρο,
κι αρχίσανε και ρίχνανε, σώματα γύρω- γύρω.
Κανένα δεν λυπήθηκαν, του Χίτλερ οι φονιάδες,
αν και καλά το γνώριζαν, πως ζούσαν και μανάδες.
Ένας λοιπόν εγλίτωσε, του Γερμανού το βόλι,
οι άλλοι δέκα πέρασαν, στης ΔΟΞΑΣ το περιβόλι.
Γυναίκες μάνες κι ορφανά, ντυθήκανε στα μαύρα,
για να ταιριάζει η φορεσιά, με της καρδιάς τη λαύρα.
Κι όλη η Λούτρα ντύθηκε, στα μαύρα η καημένη,
γιατί απ όλο το χωριό, υπήρχαν σκοτωμένοι.
Στο τόπο της θυσίας τους, υπάρχουν κυπαρίσσια,
και μαρτυρούν πως πέσανε, κορμιά παλικαρίσια.
Πρέπει ακόμη να σας πω, και γι’ άλλους χωριανούς μας,
που σ’ άλλα μέρη πέσανε, είναι κι’ αυτοί στο νου μας.
Ο Μαθιουδάκης έπεσε, στο Ηράκλειο πιο πέρα,
γιατί η νάρκα που πιασε, έσκασε εις τη χέρα.
Και εις τη Γκιούμπρα τη σπηλιά, έπεσε ο Τερζιδάκης,
πολλοί εκεί κρυβότανε, μαζί κι’ ο Βαβαδάκης.
Εις τη Φορτέζα έπεσε, ο Βαβαδαναστάσης,
άχτι του είχαν οι Γερμανοί, γιατί ήτανε αντάρτης.
Κι από τους άλλους που ξεχνώ, να τους ονοματίσω,
Μ’ ευλάβεια υποκλίνομαι, συγνώμη να ζητήσω.
Κι άλλους η Λούτρα έδωσε, στου Έθνους τους αγώνες
θα μείνουνε ΑΘΑΝΑΤΟΙ, σε όλους τους αιώνες.
Εμείς δεν θα ξεχάσουμε, αυτή τους τη θυσία,
γιατί με αίμα γράψανε, ΕΝΔΟΞΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Παντελιδάκης Χαράλαμπος, πλοίαρχος Λ.Σ (ε.α)