Μια ακόμα εμβληματική μορφή άμεσα συνδεδεμένη με τη Δημοτική Φιλαρμονική ήταν και ο Αχιλλέας Τσομπανάκης.
Ένας ευχάριστος άνθρωπος, που αποτελεί μέρος των παιδικών αναμνήσεων πολλών Ρεθεμνιωτών. Ο ίδιος όμως έζησε μια σκληρή πραγματικότητα της εποχής, που χωρίς πιστοποιητικά απόλυτης αφοσίωσης στα καθεστώτα, δεν πήγαινες μπροστά. Πόσο μάλλον όταν είχες και στην οικογένειά σου πρόσωπα ανεπιθύμητα στους κρατούντες.
Εκείνη την εποχή που αποτελεί τον «μεσαίωνα» της σύγχρονης ιστορίας, δεν μετρούσε η αξία ενός εκάστου. Δεν υπολογιζόταν το ήθος και οι άλλες του αρετές. Αν δεν είχες οικονομική επιφάνεια και αν δεν «έτρεχες» πίσω από τους ισχυρούς, για να πάρεις κάτι από τη δύναμή τους, δεν είχες μέλλον.
Ο Αχιλλέας Τσομπανάκης ήταν, χωρίς αμφιβολία, από τους θεμελιωτές της σύγχρονης Φιλαρμονικής, καθώς ενέπνεε την αγάπη για τη μουσική στη νεολαία μιας βασανισμένης εποχής, που ο αγώνας για το μεροκάματο και η αγωνία για την επιβίωση δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για άλλες ενασχολήσεις.
Κι ήταν καμάρι να τον βλέπεις στις παρελάσεις να ηγείται της Φιλαρμονικής δίνοντας ένα ιδιαίτερο χρώμα στην εορταστική ατμόσφαιρα.
Ο κ. Αχιλλέας όπως τον αποκαλούσαμε πάντα με σεβασμό, δεν ήταν ο άνθρωπος της προβολής, ούτε και των εντυπώσεων. Αφοσιωμένος στο λειτούργημά του, αλλά και στην όμορφη οικογένειά του, φρόντιζε να ζει στα πρότυπα του καλού οικογενειάρχη και να τιμά τον τόπο του με την καλλιτεχνική του προσφορά.
Από το αφιέρωμα μας στη Δημοτική Φιλαρμονική δεν θα μπορούσε να απουσιάσει ο σημαντικός αυτός άνθρωπος.
Γεννήθηκε στο Κινίκ Περγάμου το 1921 κι ήταν γιος του Σπύρου και της Παντούλας Τσομπανέλλη.
Με την καταστροφή ήρθε προσφυγάκι, ενός χρόνου στο Ρέθυμνο, με τους γονείς και τον αδελφό του Λάζαρο. Κι όταν κατάλαβε τον κόσμο γύρω του, ο φάρος και το λιμανάκι ήταν τα πρώτα σημεία που χαράχτηκαν στην παιδική του μνήμη, να του χαρακτηρίζουν τον τόπο του.
Μεγάλωσε στο περιβάλλον που κι ο πόνος κι η χαρά γίνονται τραγούδι που ξορκίζει τη μιζέρια.
Έμαθε να μην δίνει δικαιώματα να καταλάβει ο άλλος τις δυσκολίες που περνούσε. Έμαθε να αποκτά τα πάντα με τον προσωπικό του μόχθο, μαθαίνοντας από νωρίς ότι τίποτα δεν σου χαρίζεται.
Και το πιο σημαντικό, όσο κι αν η ζωή τον πίεζε, έμαθε να μην απλώνει ποτέ χέρι επαιτείας. Η αξιοπρέπεια ήταν πάνω από όλα. Ακόμα και από την ανάγκη για μια υποφερτή επιβίωση.
Στο Ρέθυμνο η οικογένεια Τσομπανέλλη, που πλέον λεγόταν Τσομπανάκη, μεγάλωσε με τον ερχομό και του Γιάννη ενός ακόμα αδελφού. Η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Ο πατέρας με το πηλοφόρι και το μυστρί πάλευε για το μεροκάματο. Κτίστης από τους καλούς, αλλά δεν ήταν και ο μόνος. Όσο για τις δουλειές, δεν έφταναν για όλους. Ωστόσο εκείνος πάλευε. Οι δυσκολίες όμως τον λύγισαν νωρίς. Και πέρασε στην αντιπέρα όχθη από μια πνευμονία που τον φιλοδώρησε η σκληρή δουλειά του.
Έμεινε πίσω η οικογένεια με τα τρία ορφανά σε μια εποχή που δεν υπήρχε καν μια κρατική μέριμνα. Οι πόρτες κλειστές. Ενδιαφέρον ελάχιστο από κάποιους αγγέλους καλοσύνης Και η πείνα μόνιμη συντροφιά.
Μα όπως κι όλοι οι άλλοι που βρίσκονταν στην ίδια μοίρα, η οικογένεια Τσομπανάκη δεν έσκυψε το κεφάλι. Αναζητούσε το μεροκάματο χωρίς επιλογές. Μια τίμια δουλειά, ας ήταν και ότι να ήταν.
Κοντά στη Φιλαρμονική
Καθένας με τον ιδρώτα του συνεισέφερε και παρά τη στέρηση κατάφερνε να ζει με μεγάλη αξιοπρέπεια. Ο Λάζαρος μάλιστα ο μεγαλύτερος αδελφός, δεν άργησε να ασχοληθεί με τη μουσική αξιοποιώντας τις δυνατότητες που έδινε η Φιλαρμονική.
Μαθήτευσε κοντά στον σπουδαίο αρχιμουσικό Νίκο Γκίνο και είχε ξεκινήσει να παίζει γκρανκάσα στην μπάντα. Ήταν ενθουσιασμένος και μιλούσε πάντα με αγάπη για το δάσκαλό του. Άκουγε ο Αχιλλέας και δεν έβλεπε την ώρα να πάει κι αυτός στο μουσικό φυτώριο της πόλης. Λάτρευε τη μουσική. Ο αδελφός του δεν μπορούσε να αδιαφορήσει βλέποντας την κλίση του μικρού και τον πήγε στο Γκίνο. Εκείνος με την εμπειρία που διέθετε, κατάλαβε πως ο Αχιλλέας ήταν γεννημένος μουσικός. Και τον πήρε από κοντά, όπως το συνήθιζε για κάθε παιδί με ταλέντο που συναντούσε. Το ένα όργανο διαδεχόταν το άλλο. Και ο μικρός δικαίωνε την εμπιστοσύνη του δασκάλου του, με άριστες επιδόσεις σε κάθε όργανο που διδασκόταν. Είχε μια μεγάλη άνεση στην εκμάθηση.
Η ζωή όμως φάνηκε πολύ σκληρή μαζί του από τα πιο τρυφερά του χρόνια. Ήταν 11 χρόνων όταν έχασε τον πατέρα του και υποχρεώθηκε να δουλέψει πιο σκληρά, για να φέρει ψωμί στο τραπέζι.
Γίνεται σερβιτόρος, κάνει θελήματα, αλλά ποτέ δεν αφήνει τις ταπεινώσεις να τον επηρεάσουν και να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα του. Γιατί όπως δείχνουν οι πηγές, στα παιδιά εκείνης της εποχής που τα δοκίμαζε η μοίρα, η κοινωνία δεν ήταν και ιδιαίτερα φιλική. Φιλάνθρωπη ναι, αλλά οι κοινωνικές διακρίσεις ήταν στο φόρτε τους.
Γι’ αυτό και μερικά από αυτά τα παιδιά, όπως ο Αχιλλέας, είχαν βρει το δρόμο τους κτίζοντας τη σχέση τους στο κοινωνικό σύνολο σε γερές βάσεις, αναδεικνύοντας με σκληρή προσπάθεια την προσωπική τους αξία.
Εφαλτήριο του Αχιλλέα για να πετύχει το στόχο του ήταν η μουσική.
Είναι η μουσική που τον έκανε να λησμονεί κάθε του πρόβλημα. Εκεί στη μπάντα ένοιωθε μοναδικός. Η μουσική τον ανέβαζε στα μεσούρανα. Γι’ αυτό και της αφοσιώθηκε με τόσο ζήλο, κάνοντας το δάσκαλό του περήφανο. Ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για το Νίκο Γκίνο που επιθυμούσε να δει τα στερημένα από ευκαιρίες παιδιά να προκόβουν .
Στο στρατό ήρθαν οι διακρίσεις
Όταν ήρθε ο καιρός κατατάχτηκε και ο Αχιλλέας να υπηρετήσει την πατρίδα.
Η στρατιωτική του θητεία στην V Mεραρχία του δίνει και την ευκαιρία να διακριθεί σε ένα μουσικό διαγωνισμό, όπου έρχεται πρώτος στο ευφώνιο. Ήταν μια καλή ευκαιρία γι αυτόν να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και παράλληλα να εξασφαλίσει την επαγγελματική του αποκατάσταση, αν τον δέχονταν στην στρατιωτική μπάντα μόνιμο.
Και γιατί όχι, αφού πληρούσε όλες τις προδιαγραφές; Έτσι νόμιζε τουλάχιστον αρνούμενος αυτός, ο ακέραιος χαρακτήρας, να δεχθεί τη λογική της μισαλλοδοξίας που πρυτάνευε παντού.
Μια δυσάρεστη λοιπόν έκπληξη τον περίμενε όταν προσπάθησε να κυνηγήσει το όνειρό του. Και τι έδωσε την αφορμή;
Είχε από τα 22 του χρόνια, ενώσει τη ζωή του με μια προσφυγοπούλα από τα Βουρλά, τη Σεβασμία Γύπη, που είχε γεννηθεί στην Κυριάννα. Κρατούσε υποχρεωτικά το γάμο μυστικό, γιατί εκείνη την εποχή ο στρατιωτικός χωρίς την «ευχή» της υπηρεσίας, δεν είχε το δικαίωμα να κανονίσει τη ζωή του. Ιδιαίτερα αν δενόταν με οικογένεια χωρίς τα αναγκαία πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης.
Δυστυχώς για όλους η οικογένεια της νεαρής κοπέλας ανήκε στους αρνητές της υποταγής σε καθεστώτα που δεν τους εκφράζανε πολιτικά. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Κανένας δεν υποψιαζόταν πως ο Αχιλλέας έχει οικογένεια. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως στις περιπτώσεις αυτές, κάποιος «Εφιάλτης» θα φέρει την καταστροφή. Έτσι έγινε και με το όνειρο του Αχιλλέα, που χάθηκε για πάντα κι ο ίδιος βρέθηκε στο δρόμο αναζητώντας τρόπους να ζήσει την οικογένειά του.
Είχε ήδη έξι παιδιά και δεν θα τα άφηνε για τίποτα στον κόσμο να πεινάσουν. Έκανε λοιπόν τη νύχτα μέρα ο τρυφερός πατέρας, δεν έλεγε ποτέ όχι στη δουλειά, ότι και να βρισκόταν στο δρόμο του κι έτσι εξασφάλισε την αξιοπρέπεια του ίδιου και της οικογενείας του. Και να δεις που αυτό εκτιμήθηκε και με το παραπάνω από τους Ρεθεμνιώτες.
Σε μια κοινωνία που όλα περνούσαν από το κόσκινο καταγωγής, η οικογένεια Τσομπανάκη έχαιρε πάντα του σεβασμού και της αγάπης όλων. Και τα έξι παιδιά μεγάλωσαν με τις ηθικές αξίες που τους έδωσαν οι γονείς τους, γι’ αυτό κι έγιναν στη συνέχεια εκλεκτά μέλη της κοινωνίας μας κι όλα αξιαγάπητα.
Δυο από αυτά μάλιστα ο Δημήτρης και ο Σπύρος του έδειξαν από νωρίς το ταλέντο τους στη μουσική και ασχολήθηκαν κι αυτά με τη μπάντα.
Η Φιλαρμονική ήταν πάντα για τον Αχιλλέα το καταφύγιό του. Σεβόταν κάθε αρχιμουσικό και πρόθυμα αναλάμβανε το δύσκολο αυτό έργο, όταν η απουσία τους δημιουργούσε κενό. Δεν ζητούσε τίποτα για τον εαυτό του. Δεν επιβουλευόταν κανένα, προκειμένου να εξασφαλίσει προνόμια.
Επιτέλους ο δήμαρχος Στυλιανός Ψυχουντάκης αναγνωρίζει την προσφορά του και εκτός από την Φιλαρμονική του αναθέτει με σύμβαση εποχής, κάποιες άλλες αρμοδιότητες σε υπηρεσίες του δήμου.
Μέχρι που έρχεται η χούντα των συνταγματαρχών και ο κ. Αχιλλέας μένει και πάλι στο δρόμο.
Η πίστη του όμως δεν τον εγκαταλείπει. Και μετά από τρία σκληρά χρόνια η τύχη αρχίζει να του χαμογελά όταν ο Χάρης Σαριδάκης, που διηύθυνε τότε το Ορφανοτροφείο αποφασίζει να κάνει μια μπάντα.
Ο Αχιλλέας ήταν ο ιδανικός για το καθήκον του δασκάλου. Τα παιδιά τον λάτρευαν. Εκεί βρίσκει δουλειά και ο γιος του Δημήτρης.
Με τη διάλυση του Ορφανοτροφείου ο Τσομπανάκης επέστρεψε στο δήμο υπηρετώντας με το βαθμό του γραφέα.
Ήταν ακόμα χούντα και ο Στυλιανός Παττακός συνήθιζε τους αιφνιδιασμούς ακόμα και στη γενέτειρα. Ένα πρωινό κάνοντας «έφοδο» στο δήμο, συναντά τον Αχιλλέα που πήγαινε πάντα πρώτος στο καθήκον.
Με το «γλυκανάλατο» ύφος που τον διέκρινε, θέλησε να επαινέσει τον υπάλληλο για το ζήλο του. Ο Αχιλλέας όμως με το σθένος που διέθετε και το συνδικαλισμό να «βράζει» στο αίμα του γύρισε την κουβέντα όπως ήθελε και περιγράφοντας στον Παττακό τη δεινή θέση των μουσικών, του ζήτησε να τους εξασφαλίσει μια σταθερή καταβολή μισθού. Το είπε κι έγινε, με τη Νομαρχία να έχει την ευθύνη της πληρωμής των μουσικών.
Η Φιλαρμονική στις πλατείες
Ο Αχιλλέας Τσομπανάκης εκτός από άριστος δάσκαλος ήταν και υπέρμαχος της άλλης αποστολής, μιας Φιλαρμονικής να ψυχαγωγεί την κοινωνία που ζούσε. Και οι πλατείες ήταν ο ιδανικός τόπος για την αποστολή αυτή.
Οι εμφανίσεις αυτές της Φιλαρμονικής σε κεντρικά σημεία της πόλης, άφησαν εποχή και έκαναν ακόμα δημοφιλέστερο τον κ. Αχιλλέα.
Στον απολογισμό της περιπετειώδους ζωής του αξέχαστου αυτού μουσικού, υπάρχει και η ορχήστρα του. Μια εποχή, που κυριαρχούσε στα γλέντια η παραδοσιακή μουσική, ο Αχιλλέας Τσομπανάκης είχε κάνει μια ορχηστρούλα με «ευρωπαϊκό» ρεπερτόριο που συμπλήρωνε μια διασκέδαση.
Είχε με όλα αυτά καταφέρει να δεθεί με την τοπική κοινωνία. Ήταν φιλικός, δοτικός, ευγενικός. Σου προκαλούσε βαθύ σεβασμό. Τον έβλεπες πάντα περιποιημένο. Η σκληρή ζωή που έζησε, είχε αφήσει σημάδια μόνο στο πρόσωπό του που έλαμπε από τη γεμάτη ειλικρίνεια ματιά του. Αυτός ήταν ο αγαπημένος κ. Αχιλλέας δεκάδων Ρεθεμνιωτών.
Έφυγε το Μάιο του 1996 σε ηλικία 75 χρόνων.
Και η νεκρολογία του Γιάννη Χαλκιαδάκη στη δεύτερη σελίδα των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» άφησε εποχή:
Ο αποχαιρετισμός του Γιάννη Χαλκιαδάκη
Έγραψε ο αείμνηστος ιδρυτής της εφημερίδας μας στην στήλη του που θεωρείται ιστορική :
«Με το πνευστό στο στόμα (ευφώνιο) παιανίζοντας εμβατήρια, ο Αχιλλέας Τσομπανάκης περπατά με ρυθμικό βήμα τη στράτα που είναι μονόδρομος, και πίσω δεν γυρνάει.
Ο Αχιλλέας που ήρθε από την Ελληνική Ιωνία στο Ρέθυμνο, ενός έτους παιδάκι και μεγάλωσε σαν βασιλικάκι και ρίζωσε μαζί με τα άλλα δυο αδελφάκια του και τους γονείς του στο Ρέθυμνο και που τόσο αγαπήθηκε έφυγε προχθές για την αιωνιότητα.
Από μικρό παιδί, μαθητούδι του δημοτικού με το μουσικό ταλέντο μέσα του, πήγε στη μπάντα του Ρεθύμνου, που έπαιζε ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Λάζαρος και σιγά-σιγά άνοιξε τα φτερά του κι έπαιζε τις νότες σαν κομπολόι.
Ο μαέστρος της μπάντας αυτής, ο αξέχαστος Γκίνος, είδε τον Αχιλλέα ορεξάτο και ταλαντούχο, τον βοήθησε όσο μπορούσε και το παιδί τελειοποιήθηκε.
Τον Γκίνο διαδέχτηκε ο Άκης Σμυρναίος και ο Αχιλλέας από κοντά, πολύτιμο στέλεχος της μπάντας στο ευφώνιο.
Μετακατοχικά τον βρίσκουμε στρατιώτη στην μπάντα της 5ης Μεραρχίας στα Χανιά απ’ όπου και έλαβε μέρος σε Πανελλήνιο διαγωνισμό πνευστών και πήρε την πρωτιά.
Ο Αχιλλέας μετά την απόλυσή του μπήκε στη θέση του Σμυρναίου. Έγινε αρχιμουσικός του Δήμου Ρεθύμνης και είχε μεγάλο καύχημα το γεγονός ότι οι Νίκος Μαμαγκάκης, Χαράλαμπος Πραματευτάκης και Κ. Αποστολάκης, πήραν κάτι απ’ αυτόν στο πρώτο τους ξεκίνημα.
Η μπάντα του δήμου επί Αχιλλέα Τσομπανάκη, ανέβηκε σε ψηλά σκαλοπάτια και όχι μόνο αυτό, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει και δεύτερη μπάντα μέσα στο Ορφανοτροφείο τότε, με ορφανά παιδιά αποκλειστικώς.
Ο Αχιλλέας δημιούργησε λαμπρή οικογένεια φέροντας στον κόσμο τρεις γιους και τρείς κόρες, παιδιά άριστα αποκατεστημένα σήμερα που τιμούν το όνομά τους.
Τα «Ρ.Ν» συλλυπούνται την οικογένεια του Αχιλλέα, του ρεθεμνιώτη που αγαπήθηκε όσο λίγοι στον τόπο αυτό και εύχονται να είναι ελαφρό το χώμα που τον σκέπασε…».
Και μόνο που ο ίδιος ο Γιάννης Χαλκιαδάκης θέλησε από τη στήλη του να αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα Τσομπανάκη, αυτό δείχνει τι σήμαινε ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος για τον τόπο.
Κι ας μην τον τίμησε στην κηδεία του η Φιλαρμονική στην οποία είχε αφιερώσει τη ζωή του. Οι δημοτικοί υπάλληλοι τον τίμησαν μετά θάνατον σε μια σεμνή τελετή. Κάτι μπροστά στο τίποτα από πλευράς της πόλης, που όφειλε τόσα στον Αχιλλέα Τσομπανάκη.
– Είναι πολλά για τα οποία θα πρέπει η ιστορία να εγκαλέσει τοπικούς παράγοντες. Γεγονότα που μόνο ντροπή προκαλούν. Όπως αυτό στην περίπτωση του αείμνηστου αρχιμουσικού. Πολλοί από τους νεότερους θα αναρωτηθούν. Είναι ποτέ δυνατόν να σε αγνοήσει ο φορέας που έχει συνδεθεί με την παρουσία και το όνομα σου;
Κι όμως στο Ρέθυμνο όλα μπορεί να συμβούν.
Ακόμα κι αυτή η απαράδεκτη πράξη να αγνοηθεί ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος. Ας όψονται οι αίτιοι και οι υπαίτιοι γι αυτό, όπου κι αν βρίσκονται.
Πηγές:
«Ρεθεμνιώτικα Νέα» Μάιος 1996.
Μάνου Γοργοράπτη: Αχιλλέας Σπ. Τσομπανάκης ένας μουσικός παντός καιρού.
Οικογένεια Αχιλλέα Τσομπανάκη.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της οικογένειας Τσομπανάκη Ευχαριστούμε την κα Σέμη Τσομπανάκη για την πρόθυμη συνεργασία της