Για σοβαρή κοινωνική παθογένεια κάνει λόγο σε γραπτή δήλωση του ο τομεάρχης υγείας του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Ρεθύμνου Ανδρέας Ξανθός με αφορμή το περιστατικό βιαιοπραγίας εναντίον διασώστη του ΕΚΑΒ.
Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Το πρόσφατο περιστατικό βιαιοπραγίας από ομάδα νεαρών «νταήδων» εναντίον διασώστη του ΕΚΑΒ στη Νέα Αλικαρνασσό Ηρακλείου, αναδεικνύει κατ’ αρχήν μια πολύ σοβαρή κοινωνική παθογένεια (την καταφυγή μιας όχι και τόσο ευκαταφρόνητης μερίδας της κοινωνίας στον τραμπουκισμό και στη βία «δι’ ασήμαντον αφορμήν») η οποία προφανώς χρειάζεται συνολικότερη αντιμετώπιση. Ταυτόχρονα όμως, ο πρόσφατος ξυλοδαρμός του διασώστη επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη «θωράκισης» του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και των ανθρώπων του από συμπεριφορές που θέτουν σε κίνδυνο ακόμα και τη σωματική ακεραιότητα όσων εμπλέκονται στη λειτουργία του ΕΣΥ και ιδιαίτερα ζωτικών και ευαίσθητων τμημάτων όπως το ΕΚΑΒ και τα ΤΕΠ. Η αυξημένη συχνότητα τέτοιων περιστατικών τα τελευταία χρόνια και οι εύλογες αντιδράσεις των εκπροσώπων των γιατρών και των υπόλοιπων εργαζομένων στα νοσοκομεία, τα ΚΥ και το ΕΚΑΒ, οδήγησαν το υπουργείο Υγείας στην προετοιμασία μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας που θα αυστηροποιούσε το θεσμικό πλαίσιο με στόχο την παραδειγματική τιμωρία των δραστών. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση την οποία εισηγήθηκε η προηγούμενη διοίκηση του ΕΚΑΒ, δεν προχώρησε λόγω της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες και έμεινε σε εκκρεμότητα. Με αφορμή την τελευταία πράξη ωμής και εγκληματικής βίας κατά εργαζόμενου του ΕΚΑΒ και με δεδομένο ότι ο σημερινός υπουργός Υγείας κ. Κικίλιας έχει δεσμευτεί δημόσια για την ανάγκη θεσμοθέτησης πρόσθετων μέτρων προστασίας των εργαζομένων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, θεωρούμε ότι τώρα είναι η ώρα να επανέλθει μια τέτοιου τύπου ρύθμιση για ψήφιση στη Βουλή. Είναι υποχρέωση της πολιτείας απέναντι στους επαγγελματίες Υγείας και το λοιπό προσωπικό του ΕΣΥ που μοχθούν καθημερινά και υπό αντίξοες συνθήκες για την καλύτερη δυνατή φροντίδα των πολιτών, να στηρίξει έμπρακτα το έργο τους διασφαλίζοντας περιβάλλον ασφάλειας και αξιοπρέπειας για τους ίδιους και για τους ασθενείς».