Για το αφιέρωμα στην Βαρβάρα Μαμαλάκη, μιας από τις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του παλιού Ρεθέμνου και μητέρα σημαντικών μας συμπολιτών που τίμησαν τον τόπο μας, διάλεξα σαν πρόλογο ένα απόσπασμα από τη νεκρολογία του αξέχαστου Γιάννη Δαλέντζα, που έγραψε σαράντα μέρες μετά το θάνατό της.
Δεν είναι μόνο για τη σπουδαία του λογοτεχνική αξία αλλά επειδή σκιαγραφεί με απόλυτη πιστότητα τον ψυχισμό και τη δράση μιας λαμπρής γυναικείας μορφής που δέσποσε στην κοινωνική και πολιτιστική μας ζωή με το πλούσιο σε δραστηριότητες έργο της.
«Είναι η ώρα η πικρή. Η βαθύτερη ώρα στην πορεία του ανθρώπου θλιβερά χτυπά, σ’ ένα κάλεσμα, σε μια περισυλλογή, σε μια δραματική ενατένιση του βίου. Οι επίγονοι δεν είναι μόνο για να θυμούνται να πονούν να αναδακρυώνουν στη θύμηση και στο ανακύκλωμα της ζωντανής παρουσίας. Είναι ακόμα να έχουν την συναίσθηση πως είχαν μια μάνα που έδωσε στο σπίτι της ζωή, πρεπιά, ευγένεια. Η ακτινοβολία της πλάτυνε έξω από τον κοινωνικό χώρο, όπου πρόσφερνε την βαθειά της μόρφωση, την καλλιεργημένη διάνοια. τη ζεστή δημιουργική διάθεση και πολιτιστική για το καλό του τόπου».
Κόρη πλούσιου εμπόρου
Η Βαρβάρα ήταν κόρη του καλού Ρεθεμνιώτη και δραστήριου εμπόρου Κανακάκη Τζαγκαράκη, του «Αδελιανού» με το όνομα. Το κορίτσι μεγάλωσε σ’ ένα αρχοντικό περιβάλλον, όπου της δόθηκε η ανάλογη αγωγή.
Οι καιροί όμως ήταν δίσεκτοι και ο κόσμος ζούσε μέσα στον τρόμο και την ανασφάλεια. Η κατάσταση έγινε χειρότερη με τον πόλεμο του 1897. Ανήσυχος ο πατέρας για την τύχη των παιδιών του, αναζήτησε χώρους για να ζούνε με ασφάλεια. Έτσι κάποια στιγμή η Βαρβάρα βρέθηκε στη Σύρο. Εκεί στην προσφυγιά η μικρή ωρίμασε πρόωρα κι άρχισε να βάζει θεμέλια ζωής με βασικά στοιχεία το θάρρος, την τόλμη και μια φιλοσοφική ερμηνεία κάθε συμφοράς.
Αυτά την ακολούθησαν και στην υπόλοιπη ζωή της όποτε αντιμετώπιζε δοκιμασίες που γονατίζουν την αντοχή.
Δίψα για μόρφωση
Ο καιρός πέρασε γρήγορα, καθώς και οι συμφορές. Και μια μέρα η Βαρβάρα βρέθηκε στο πλοίο της επιστροφής με την καρδιά της να πεταρίζει. Επιτέλους γύριζε στα πατρογονικά της. Θα έβλεπε φίλους παλιούς και γείτονες δεμένους με τις παιδικές της αναμνήσεις.
Σαν βρέθηκε στον ίσκιο της πολιτείας των Γραμμάτων η δίψα της για μόρφωση έγινε βασανιστική. Κι η έφεσή της στα γράμματα, που χαρακτήριζε και τ’ αδέλφια της, δεν πέρασε απαρατήρητη από τον διορατικό πατέρα της που καμάρωνε τη χαρισματική και πανέμορφη κόρη του.
Έτσι μετά τις εγκύκλιες σπουδές την έστειλε στο Αρσάκειο. Αυτό το πτυχίο ήταν και η καλύτερη «προίκα» για τις κοπέλες της εποχής που θεωρούσαν όλοι προνομιούχες. Η Βαρβάρα δεν κάθισε ούτε μια μέρα απροετοίμαστη στο θρανίο της. Έτσι σεμνή και φιλότιμη σπουδάστρια καθώς ήταν, είχε κερδίσει και την εκτίμηση όλων των καθηγητών της.
Ο μεγάλος μας γλωσσολόγος Χατζηδάκης, που υπήρξε καθηγητής της, όταν μιλούσε γι’ αυτήν συνδύαζε τη φιλομάθεια και τις προόδους της με την πνευματική παράδοση του Ρεθύμνου. Κι όταν ήθελε να βάλει σε μια πρόταση κάτι το ευγενικό και ξεχωριστό, υποκείμενο του ρήματος ήταν πάντα η Βαρβάρα.
Επέστρεψε αριστούχος
Θριαμβεύτρια στον αγώνα της προόδου και αριστούχος επέστρεψε στον τόπο της. Ήταν όμως μια δύσκολη εποχή. Ο κόσμος μόλις σήκωνε κεφάλι από το βαρύ ζυγό. Η θέση της γυναίκας ήταν ακόμα πιο υποβαθμισμένη και η ποιότητα στη ζωή της ανύπαρκτη. Από την άλλη έβλεπε τα παιδάκια στερημένα από κίνητρα δημιουργίας και μάθησης, υποταγμένα σε παιδαγωγικά συστήματα που πλήγωναν την παιδική αξιοπρέπεια.
Έτσι η Βαρβάρα έκανε σκοπό της ζωής της να κάνει περισσότερα τα παιδικά χαμόγελα και να βοηθήσει τη γυναίκα να αποκτήσει την αυτοεκτίμησή της. Και κυρίως ν’ αποτινάξει από τον κοινωνικό ιστό τις προκαταλήψεις των πέτρινων χρόνων της τουρκικής κατοχής.
Έργο βαρύ
Η πρώτη έδρα που κάθισε ήταν στο Τούρκικο σχολείο. Το έργο της ήταν βαρύ και δύσκολο. Πώς να ξεριζώσει από τις παιδικές συνειδήσεις τ’ αγκάθια των συνεπειών μιας σκλαβιάς που δεν είχαν ξεριζωθεί στο πέρασμα των αιώνων αλλά γίνονταν όλο και πιο απειλητικά για τη σωστή διαπαιδαγώγηση που θα δημιουργούσε φωτισμένες κοινωνίες.
Εκεί που έδρεπε τους πρώτους καρπούς μιας πολύμοχθης προσπάθειας ήρθε η ώρα η καλή να δημιουργήσει οικογένεια.
Εκλεκτός της ο Γιώργης Μαμαλάκης που ξεκινούσε καριέρα Γραμματέως στο Πρωτοδικείο Νεαπόλεως. Αργότερα τοποθετήθηκε στο ίδιο πόστο του Εφετείου Κρήτης.
Σε μια δεκαπενθήμερη άδεια γνώρισε τη Βαρβάρα. Η γοητεία που του ασκούσε δεν μπορούσε παρά να τον υποχρεώσει σε ριζικές αποφάσεις, όπως συνηθίζουν όλοι οι ερωτευμένοι της γης. Παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του άνοιξε μια εμπορική επιχείρηση και παντρεύτηκε την εκλεκτή του.
Ιδανική σύζυγος και μητέρα
Η Βαρβάρα γρήγορα απέδειξε ότι είναι και μια ιδανική σύζυγος. Εκτός από άριστη οικοδέσποινα ήταν η γυναίκα που χάριζε στον άνδρα της την αίσθηση του απάνεμου λιμανιού. Στην ήρεμη κουβέντα τους εναπόθετε εκείνος κάθε του πρόβλημα, ζητώντας την άποψή της. Κι αυτή η ψυχική επαφή τους έφερε πιο κοντά.
Πρώτο της παιδί ο Κώστας ο μετέπειτα λαμπρός λογοτέχνης και χρονογράφος του Ρεθύμνου, που ζωντανεύουμε από τις γραπτές αναμνήσεις του πολλές σελίδες της τοπικής ιστορίας και ανασταίνουμε μορφές. Ακολούθησε ένα κοριτσάκι που δυστυχώς δεν έζησε. «Έφυγε» πριν καν ακούσει η μανούλα της τα πρώτα λογάκια. Η απώλεια του μωρού της προκάλεσε έντονη μελαγχολία μέχρι που ένα άλλο παιδί ήρθε να αποσπάσει την προσοχή και την φροντίδα της. Ήταν ο Σήφης ο μετέπειτα εκλεκτός έμπορος κι έπειτα ο Δημήτρης ο εξαίρετος που εξήντλησε και την ιεραρχία στο δικαστικό σώμα. Ακολούθησε ο Μαρίνος και μετά η Λιλίκα που ξανάφερε το χαμόγελο στα χείλη της μάνας, μια μεγάλη παρηγοριά που είχε τόσο ανάγκη μετά την απώλεια της πρώτης της κόρης. Ήρθε ο καιρός μετά να ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά.
Μια ζωή αφιερωμένη στο Λύκειο
Το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου ήταν μια μοναδική διέξοδος για να διοχετεύσει το πάθος της για κοινωνική προσφορά.
Άριστη μάνα, ενεργή πολίτις η Βαρβάρα Μαμαλάκη διακρινόταν για την πραότητα και την ευγένειά της. Σε δυο περιπτώσεις μόνο θύμωνε. Όταν της έλεγαν ψέματα κι όταν κάποιος προκαλούσε κάποια φθορά στα πράγματα του Λυκείου. Κι ένα μαντήλι ακόμα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με προσοχή και σεβασμό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η Βαρβάρα ήταν αυστηρά κατηγορηματική.
Η ανιδιοτέλειά της φαίνεται και από αυτά τα απλά περιστατικά.
Στο γραφείο της, σαν Γραμματέας του Λυκείου Ελληνίδων που ήταν, είχε πάντα επιστολόχαρτα εξαιρετικής ποιότητας που ήταν βέβαια πρόκληση για τα παιδιά της. Ας τολμούσε όμως να τ’ αγγίξει κανείς. Ο Δημήτρης που είχε μια παιδική εμμονή με τα κομψά εκείνα χαρτιά ρωτούσε καμιά φορά δειλά δειλά:
-Θα μπορούσα μητέρα να πάρω ένα;
– Όχι παιδί μου δεν μας ανήκουν, του έλεγε κι εκείνος δεν τολμούσε να επιμείνει. Από τις βασικές αρχές της διαπαιδαγώγησης που ακολουθούσε η Βαρβάρα ήταν ο σεβασμός στην ξένη περιουσία. Ακόμα και με το απλό επιστολόχαρτο θα έπρεπε να τηρηθεί ο κανόνας αυτός.
Καλλιγραφημένα πρακτικά
Ήταν επίσης υποδειγματική στα καθήκοντα της Γραμματέως. Αυτό φαίνεται και στα κείμενα που περιείχαν απολογισμό δράσης και παρουσίασε η τότε πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Ιουλία Πετυχάκη, δέκα χρόνια μετά την ίδρυση του ιστορικού σωματείου.
Πλούσια δράση που συμπεριελάμβανε υφαντουργείο και σχολή κοπτικής ραπτικής για άπορα κορίτσια και κυρίως προσφυγοπούλες.
– Λειτούργησε επίσης τμήμα μουσικής και εκμάθησης οργάνων κυρίως πιάνου. Μια πολύτιμη προσφορά στη νεολαία της εποχής. Χαρακτηριστική ήταν μια φράση του καθηγητού Ευστάθιου Πετρουλάκη που είπε, σε μια διάλεξη περί μουσικής, «Και μόνο για την πρωτοβουλία του αυτή το Λύκειο Ελληνίδων είναι άξιον της εθνικής μας ευγνωμοσύνης».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσω, ότι τα στοιχεία που παραθέτω μου είχε δώσει τον Ιούλιο του 1978 ο αείμνηστος Μαρίνος Μαμαλάκης, γιος της Βαρβάρας, που κρατούσε μέρος του αρχείου της με θρησκευτική ευλάβεια. Ακόμα θυμάμαι την εξαιρετικά καλλιγραφική της αποτύπωση των πρακτικών του σωματείου και των άλλων δραστηριοτήτων του ιστορικού μας φορέα.
Εκείνη την εποχή το Λύκειο εστερείτο στέγης. Η Βαρβάρα είχε επιδοθεί σε μια ατέλειωτη αλληλογραφία με προσωπικότητες ζητώντας συνδρομή. Από τους αποδέκτες του αιτήματος ο Ελευθέριος και η Έλενα Βενιζέλου.
Στα γράμματά της αυτά έδειχνε να εκπροσωπεί το Λύκειο. Μήπως όμως το αίτημά της δεν ήταν όνειρο όλων των μελών; Η Βαρβάρα Μαμαλάκη θήτευσε και σε άλλα σωματεία αλλά το Λύκειο είχε ταυτιστεί με την ύπαρξή της.
Και δεν υπήρξε τίποτα πολυτιμότερο γι’ αυτήν από τη διάκριση που έλαβε το 1967 από το Λύκειο που γιόρταζε τα πενήντα χρόνια δράσης του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της υπέφερε από διάφορα προβλήματα υγείας. Όλα όμως τα αντιμετώπιζε με την αξιοπρέπεια που τη διέκρινε.
Πέθανε τον Ιούνιο του 1973 αφήνοντας μνήμη αγαθή και μαθήματα ζωής για τις νεότερες με κυρίαρχο το καθήκον της κοινωνικής προσφοράς.