Είναι αμέτρητοι οι κληρικοί που τίμησαν την πατρίδα και την ιεροσύνη τους με τη συμμετοχή τους στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες Έναν από τους σημαντικότερους, μας γνώρισε μέσα από τις σπουδαίες, σε στοιχεία και ιστορική τεκμηρίωση μελέτες του, ο ακούραστος λόγιος και ιστορικός μας ερευνητής κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης. Πρόκειται για τον Βασίλειο Μαρκάκη, που διακρίθηκε και για τον πατριωτισμό του, αλλά και για τη φιλανθρωπική του δράση. Αντλούμε λοιπόν από τη μοναδική αυτή και εγκυρότατη πηγή, στοιχεία για να συνθέσουμε τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα του λαμπρού Ιεράρχη.
Γεννήθηκε ανήμερα των Φώτων
Ήταν ξεχωριστά εκείνα τα Φώτα του 1872 για τον Κεραμέ Αγίου Βασιλείου. Είχαν γεννητούρια στο σπίτι του Εμμανουήλ Μαρκάκη και της Μηλιάς, το γένος Καλαϊτζιδάκη. Ένα χαριτωμένο αγοράκι ήρθε στον κόσμο, που αργότερα του έδωσε το όνομά του ο μοναχός Ιλαρίωνας Φραγγεδάκης. Το ονόμασε Βασίλειο.
Από νωρίς φαινόταν ότι το παιδί αυτό ήταν ξεχωριστό. Μετά το Δημοτικό σχολείο, συνέχισε στο Ελληνικό, που εκείνη την εποχή λειτουργούσε στη Μύρθιο και τέλειωσε το Γυμνάσιο στο Ρέθυμνο. Επηρεασμένος από τις παραδόσεις, με τις οποίες γαλουχήθηκε, είχε μια αφοσίωση στα θεία. Και με την ευλογία όλων, στις 5 Σεπτεμβρίου 1890 χειροτονήθηκε μοναχός, από τον τότε επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο Ξηρουδάκη. Η άριστη επίδοση του στα Γράμματα και η άσβεστη δίψα του για ευρύτερη μόρφωση, του εξασφάλισε μια υποτροφία της Μονής Πρέβελη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Έδειξε κι εκεί τον καλύτερο εαυτό του τιμώντας την εμπιστοσύνη των ανθρώπων, που ενίσχυαν την πρόοδό του. Και το πτυχίο του, από τη σχολή αυτή που τέλειωσε τον Ιούνιο του 1896, κοσμούσε ένα επιβλητικό «Άριστα».
Αναγκάστηκε όμως να παραμείνει στην Αθήνα για τρία χρόνια ακόμα, επειδή η Κρήτη φλεγόταν από μια ακόμα επανάσταση. Η τάση του να γεμίζει δημιουργικά το χρόνο του, τον έφερε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να παρακολουθήσει, κατά διαστήματα, μαθήματα στη Νομική Σχολή. Στο διάστημα αυτό υπηρέτησε ως διάκονος και ιεροκήρυκας στους Ιερούς Ναούς Αγίου Φιλίππου στην Αθήνα και Αγίου Κωνσταντίνου στον Πειραιά.
Διευθυντής στη Σχολή Αγίου Πνεύματος
Όταν ηρέμησαν τα πράγματα στην Κρήτη και η ζωή απέκτησε τον καθημερινό της ρυθμό, ο Βασίλειος επέστρεψε για να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες, ως διευθυντής στη Σχολή του Αγίου Πνεύματος, που είχε καταστεί μια πνευματική κυψέλη μεγάλου κύρους, χάρις στο διδακτικό της προσωπικό. Ακολούθησαν γεγονότα από αυτά που καταστρέφουν σημαντικές δομές και ταλαιπωρούν προσωπικότητες που επιθυμούν να διατηρούν την αξιοπρέπειά τους.
Ο Βασίλειος ,ιερέας πλέον, διδάσκει Θρησκευτικά στο Γυμνάσιο ,Διδασκαλείο, Ελληνικό Σχολείο και Παρθεναγωγείο Ηρακλείου.
Επίσκοπος στα 28 του χρόνια
Όταν στα 1900 εχήρευσε η Μητρόπολη Αρκαδίας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης πρότεινε τον Βασίλειο για νέο Επίσκοπο, αν και ήταν μόλις 28 ετών. Έτσι, μετά τη χειροτονία του εγκαταστάθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1902 στη νέα έδρα του Επισκόπου Αρκαδίας στους Αγίους Δέκα της Μεσσαράς. Εκεί άρχισε το έργο του με προτεραιότητα στις ανάγκες που υπήρχαν.
Εκτός από τα θρησκευτικά του καθήκοντα ο Βασίλειος διακρίθηκε και σε κοινωνικό έργο προσφέροντας μεγάλες υπηρεσίες στον παραγωγικό τομέα. Προσπαθούσε να θεραπεύσει μια μεγάλη ανεπάρκεια σε γνώσεις των χωρικών, που είχαν όμως να διαχειριστούν ένα εξαιρετικά γόνιμο έδαφος Ο ίδιος προσωπικά ο Βασίλειος, επιδόθηκε στη διδαχή ώστε να βοηθήσει τους γεωργούς να επωφεληθούν τα μέγιστα από την ευλογημένη τους περιοχή.
Ήταν χάρμα ιδέσθαι ο Επίσκοπος, μετά από το φλογερό του κήρυγμα, να κάθεται κοντά με τους γεωργούς και να τους μιλά αποδεικνύοντας την απλότητά του και την επιθυμία του, να μην δημιουργεί αποστάσεις από το χριστεπώνυμο πλήρωμά του. Έδινε μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη της Γεωργίας και προσπαθούσε να αναβαθμίσει ακόμα περισσότερο τις γνώσεις των απλών γεωργών. Η συνεχής αναφορά του πόθου του αυτού. βρήκε σύντομα ανταπόκριση και με τη βοήθεια του Επισκόπου Πέτρας, πέτυχε τη δημιουργία το 1917, της Πρακτικής Γεωργικής Σχολής στο πλουτοπαραγωγικό τμήμα του μετοχίου Βροντησίου της Αγίας Παρασκευής, που με εισήγηση του Πέτρας παραχώρησε η Μοναστηριακή Επιτροπή Ηρακλείου. Το αποτέλεσμα της τεράστιας αυτής προσπάθειας δικαίωσε τους πόθους του Βασιλείου και την εμπιστοσύνη εκείνων που έδωσαν πνοή στα σχέδιά του.
Εκτός από τη γεωργία, τον ενδιέφερε και η περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής ευθύνης του. Και το πέτυχε με τη φιλοξενία επιφανών προσωπικοτήτων, περιηγητών και άλλων που είχαν τη δυνατότητα να αναδείξουν μέσα από τα κείμενά τους μια από τις πιο σημαντικές και ιστορικές γωνιές της Κρήτης.
Η αξιοσύνη του ωστόσο του ανοίγει και άλλους δρόμους ιεραρχικής ανόδου. Το 1941 εκλέγεται Μητροπολίτης Κρήτης.
Μητροπολίτης Κρήτης
Από τη θέση του αυτή συνεχίζει το πολυσήμαντο έργο του. Είναι όμως η χαλεπέστερη των καιρών με την Κρήτη να στενάζει κάτω από τη χιτλερική μπότα. Ο Βασίλειος από την έναρξη του πολέμου, δεν σταμάτησε να ανεβάζει το αγωνιστικό φρόνημα του λαού με το πύρινο λόγο του και κανένας ενορίτης δεν έφευγε για το μέτωπο, χωρίς την προσωπική του ευλογία και θερμή προσευχή. Με εγκύκλιό του καθημερινά τελούσαν και στο μικρότερο ξωκλήσι παρακλήσεις, υπέρ των νέων που πολεμούσαν στο μέτωπο. Ο ίδιος γύριζε από χωριό σε χωριό και επόπτευε την συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης, για την αποστολή στο μέτωπο. Δεν δίστασε επίσης να διαθέσει και τα δύο του άλογα για τις ανάγκες του στρατού, σε μια εποχή μάλιστα που δεν είχε άλλο τρόπο άνετης μεταφοράς, για τις ανάγκες του ποιμαντικού του έργου. Άλλωστε ποτέ δεν επιδίωξε ανέσεις. Συνέχιζε να μένει σε ένα χώρο, που θύμιζε καλογερικό κελί με αναλόγιο, όπου υπήρχαν παλιά λειτουργικά βιβλία για να διαβάζει καθημερινά πρωί και βράδυ της ακολουθία της κάθε μέρας.
«Πρώτος στις επάλξεις…»
Στις 20 Μαΐου 1941, ημέρα που έπεσαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, μετά το τέλος του εσπερινού που τέλεσε στον Άγιο Μηνά, ο ίδιος με τους ιερείς αναφώνησε: «Όλοι μαζί εναντίον των Ούννων».
Δεν δίστασε να βγει και στους δρόμους για να παροτρύνει άνδρες, γυναίκες και παιδιά να πάρουν μέρος στον αγώνα. Μαζί δε με τους παπά Μηνά και παπά Γιώργη Κυπρωτάκη, όπλισαν όσους ακολουθούσαν και στη συνέχεια ανέβηκαν πάνω στο μπεντένι, κοντά στη Χανιώπορτα. Εκεί πήραν θέσεις μάχης και εμπόδισαν τους Γερμανούς να μπουν στην πόλη. Ήταν βιβλική η εικόνα του φλογερού Ιεράρχη να αναρριχάται ανασκουμπωμένος στα ενετικά τείχη και κτυπώντας την πατερίτσα του στη γη να εμψυχώνει τους υπερασπιστές του Μεγάλου Κάστρου.
Εντάσσεται στο πρώτο αντάρτικο και δεν σταματά με εγκυκλίους και πύρινους λόγους να καλεί το λαό για νέο αγώνα. Μετερίζι γίνεται ο άμβωνας του Αγίου Μηνά. Μετά από κάθε λειτουργία το «Δι ευχών» συνοδεύεται από την ευχή «Καλή λευτεριά» και μετά από κάθε μεγάλη γιορτή «Και του χρόνου ελεύθεροι».
Μετά από κάθε εκτέλεση πατριωτών, η οργή του γίνεται πύρινος λόγος συγκλονιστικά επαναστατικός καταγγέλλοντας κάθε θηριωδία χωρίς φόβο αλλά με μεγάλο πάθος.
Στο δρόμο της εξορίας
Ήταν παραμονή Ευαγγελισμού του 1942, όταν ο νομάρχης Ηρακλείου τηλεφώνησε στο Βασίλειο για να του μεταφέρει μια εντολή της Γερμανικής αρχής κατοχής. Να μιλούσε την επομένη στο κήρυγμά του υπέρ των Γερμανών.
Έγινε θηρίο στην απαίτηση αυτή ο Βασίλειος. «Όχι κύριε Νομάρχα» απάντησε γεμάτος θυμό. «Δεν θα μιλήσω υπέρ των Γερμανών αλλά κατά…».
«Σεβασμιότατε λυπάμαι πολύ αλλά θα το μετανιώσετε» τον προειδοποίησε ο Νομάρχης».
Όπως το είχε πει ο λόγος του Βασιλείου, την επομένη μετά τη Θεία Λειτουργία, ήταν ένας ύμνος για την ελευθερία και ένας χείμαρρος οργής, κατά του κατακτητή, που δεν άργησε να περάσει στην αντεπίθεση.
Στις 26 Μαρτίου, πρωί πρωί εισβάλουν στο γραφείο του άνδρες της Γκεστάπο και τον συλλαμβάνουν Το εκτελεστικό απόσπασμα θα ήταν ο τελικός του προορισμός, αν δεν μεσολαβούσε με συγκινητικό ζήλο ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Εμμ. Λουλακάκης. Κατάφερε με μύριες δυσκολίες να πείσει το Γερμανό Γενικό Διοικητή Κρήτης Dr.Alexinat, ότι αν τουφεκιστεί ο Μητροπολίτης Κρήτης θα ξεσηκωθεί όλο το νησί για να εκδικηθεί. Δεν ήταν εύκολο Με τα πολλά όμως ο Alexinat δέχτηκε να του χαρίσει τη ζωή, αλλά την ίδια κιόλας μέρα θα έφευγε από το νησί. Η ποινή του θανάτου είχε μετατραπεί σε εξορία.
Ο Λουλακάκης ακόμα και μετά την μετατροπή της ποινής δεν ησύχασε, παρά μόνο όταν είδε ότι ο Βασίλειος θα πήγαινε στην Αθήνα ασφαλής.
Την ευεργεσία αυτή δεν ξέχασε ο Μητροπολίτης, όταν μετά την κατοχή κατηγορήθηκε ο Λουλαδάκης για δοσίλογος με ποινή θανάτου και ανταπέδωσε με το κύρος του αξιώματός του.
Γέρος κι άρρωστος στην εξορία
Οι Γκεσταπίτες έσυραν τον Βασίλειο στο αεροδρόμιο και τον έβαλαν σε ένα στρατιωικό αεροπλάνο που τον οδήγησε στο Τατόι. Εκεί τον εγκατέλειψαν μόνο, γέροντα ταλαιπωρημένο με ένα μπογαλάκι στον ώμο. Ο εξόριστος Μητροπολίτης δεν έχασε το θάρρος του. Πήρε το δρόμο με τα πόδια για την Αθήνα. Για καλή του τύχη περνούσε από εκεί ένα κάρο, που μετέφερε πέτρες. Ο καραγωγέας πρόθυμα τον πήρε μαζί του. Στην Αθήνα ο Βασίλειος βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός ανιψιού του. Ακόμα κι εξόριστος όμως, ο Βασίλειος δεν σταματά να εμψυχώνει το ποίμνιό του με τον αγωνιστικό του λόγο, με όποιο μέσον εύρισκε πρόσφορο.
Οι διάφορες κακουχίες και η πείνα δεν άργησαν να υποσκάψουν σοβαρά την υγεία του. Νοσηλεύτηκε για μεγάλο διάστημα στον «Ευαγγελισμό» χωρίς καμιά βελτίωση Στο μεταξύ το ποίμνιό του δεν έπαψε να τον αναζητά.
Συγκινητική υποδοχή
Ο Βασίλειος κατάφερε να επιστρέψει στο Ηράκλειο το 1945. Αν και είχε παρακαλέσει να μη γίνει τίποτα ιδιαίτερο για την υποδοχή του κανένας δεν υπάκουσε. Μια λαοθάλασσα συγκεντρώθηκε να τον επευφημήσει. Εκείνος κλαίγοντας, μόλις το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε, έφτασε στην εκκλησία, κατέβηκε με κόπο, γονάτισε, φίλησε το χώμα κι έπειτα μπήκε στον Άγιο Μηνά για την πανηγυρική δοξολογία.
Με σοβαρά προβλήματα υγείας προσπάθησε να εκτελεί τα καθήκοντά του, όσο καλύτερα μπορούσε. Μετά από μια πενταετία, μαρτυρική για τον ίδιο, η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε.
Τελευταία Πρωτοχρονιά
Πρωτοχρονιά του 1950 μια ελαφρά, γριππώδης πνευμονία ανησύχησε το γιατρό του, που του συνέστησε επιτακτικά να μείνει στο κρεβάτι. Εκείνος δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Με κόπο αλλά αποφασισμένος, πήγε στην εκκλησία, λειτούργησε και μετά τη Δοξολογία δέχτηκε τις ευχές του κόσμου και για τη γιορτή του.
Όταν επέστρεψε σπίτι του ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Καθημερινά χειροτέρευε. Με ανακούφιση δέχτηκε τη θεία κοινωνία από τον Λάμπης Ευμένιο. Δεν σταμάτησε στιγμή να προσεύχεται και να υπομένει στωικά την ταλαιπωρία του. Ακόμα κι όταν έπεσε σε λήθαργο τον έβλεπαν να κινεί τα χείλη σαν να συνέχιζε την προσευχή του. Κάποια στιγμή κατάφερε να ψιθυρίσει «Ευρίσκομαι με τον Χριστόν».
Έφυγε στις 13 Ιανουαρίου 1950 ημέρα Παρασκευή. Η επίγεια ζωή του έκλεινε στα 78 του χρόνια μετά από αρχιερατεία 48 ετών. Κι όπως μαρτυρούν επίσημα χείλη κηδεύτηκε με «μπαλωμένα ράσα» Ένα οίκημα, μοναδική του περιουσία, το διέθεσε στην υπηρεσία τουρισμού της περιοχής του . Η χρηματική του περιουσία ήταν ανύπαρκτη επειδή ποτέ δεν έδωσε σημασία στα υλικά αγαθά, μοιράζοντας πάντα τα όποια του έσοδα σε φιλανθρωπίες. Τα παράσημά του, από τους πολέμους συνοδευόμενα από σχετικό δίπλωμα υπογεγραμμένο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ως υπουργό Στρατιωτικών, φυλάσσονται στο μουσείο της Ιεράς Μονής Πρέβελη.
Τοποτηρητής μετά το θάνατό του, ορίστηκε ο Ρεθύμνης Αθανάσιος, επειδή ο Διονύσιος Μαραγκουδάκης που είχε σειρά ήταν άρρωστος.
Ακένωτη πηγή προσφοράς
Ο Βασίλειος διακρίθηκε για τον πατριωτισμό και τη φιλανθρωπία του. Δεν άφηνε κανένα επισκέπτη του να φεύγει χωρίς να του δώσει κάτι μαζί του. Κυρίως όταν ήταν φτωχός. Ο μακαριστός Θεόδωρος διηγήθηκε στον κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που το αναφέρει και στο βιβλίο του, ότι μια φορά που ο Βασίλειος δεν βρήκε τίποτα να φιλέψει τον επισκέπτη του, έβγαλε και του έδωσε το μαντήλι του. «Πάρε το να με θυμάσαι» του είπε.
Και ποτέ δεν ξέχασε μονές, που τον ευεργέτησαν, όπως του Πρέβελη, που κατάφερε να ανακουφίσει σε μια περίοδο μεγάλης δοκιμασίας του μοναστηριού.
Ένα έργο μεγάλης ιστορικής σημασίας
Ο Βασίλειος Μαρκάκης παρέμενε άγνωστος παρά τη μεγάλη του προσφορά, αρκετές δεκαετίες μετά την εκδημία του εις Κύριον, μέχρι που βρέθηκε ο κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης να μας δώσει μια πληρέστατη αυτοτελή βιογραφία του Επισκόπου, με σπάνια ιστορικά ντοκουμέντα που αποδεικνύουν πολύμοχθη έρευνα υψίστης επιστημονικής σημασίας. Έχουμε και άλλες αναφορές από έγκριτους ιστορικούς αργότερα, αλλά καμιά δεν έχει την πληρότητα της εργασίας, που υπογράφει ο κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης και τον ευγνωμονούμε γι’ αυτό. Θα ήταν εγκληματική αδιαφορία να χαθεί στη λήθη μια τόσο σημαντική μορφή ρασοφόρου πατριώτη, όπως ήταν ο Βασίλειος Μαρκάκης.
Σημ. Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη «Βασίλειος Μαρκάκης» (1872-1950).