Τι ήταν το Ρέθυμνο το 1930; Μια παντέρμη πολιτεία. Σπάνιο το μεροκάματο και μόνο οι καλότυχοι είχαν τακτικότερα δουλειά. Κανένας δεν πληρωνόταν ανάλογα με τη δουλειά που έβγαζε, αλλά αν τολμούσε, ας διεκδικούσε περισσότερα.
Έτσι τα βράδια στις νεανικές παρέες οι έχοντες εντρυφήσει στο σοσιαλισμό ρίχνανε τον σπόρο. Μιλούσαν για δικαιώματα, για την ανάγκη των εργαζομένων για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Όσα έλεγαν βέβαια οι μορφωμένοι κάθε συντροφιάς δεν είχαν καμιά νομική κατοχύρωση. Αφήνουμε πως αποκτούσε ανεξίτηλη σφραγίδα …αντικοινωνικής συμπεριφοράς ο κάθε διαφωτιστής.
Ο Γιάννης Δαλέντζας στο βιβλίο του «Ντάρα Μανέλα», που επανέκδωσε το 1995, ο Μπάμπης Αγγελιδάκης, περιγράφει με τα μελανότερα σημεία τις συνθήκες ζωής εκείνη την εποχή.
Ανασφάλιστοι οι εργαζόμενοι, ωράριο δεν υπήρχε, ο εργοδότης έκανε ό,τι ήθελε και ο εργαζόμενος δεν εύρισκε το δίκιο του πουθενά.
Δίψα για ελπίδα
Οι νεανικές ψυχές διψούσαν για λίγη ελπίδα και ήταν όαση οι βραδιές που σμίγανε οι συντροφιές να ενώσουν τους προβληματισμούς τους και να ελπίσουν σε καλύτερες μέρες μέσα από κοινωνικούς αγώνες.
Από τους πιο σημαντικούς διαφωτιστές ήταν ένας νέος άνθρωπος, άριστος τεχνίτης και «καλό παιδί» κατά την εκτίμηση της τοπικής κοινωνίας χωρίς εξαίρεση Ήταν ο Βασίλης Πολιουδάκης.
Από την ιστορική οικογένεια
Γεννήθηκε το 1910 στο Αστέρι και ήταν γιος του Παναγιώτη του περίφημου Αναγνώστη που θα συναντήσουμε και στην πρώτη εκδήλωση αντίστασης το 1941 όταν άρχισαν οι Γερμανοί τα αντίποινα. Αγρότες ήταν οι γονείς του Βασίλη, αλλά οι ρίζες κρατούσαν από τις πηγές της ιστορίας. Μεγάλες οι περγαμηνές όλων των προγόνων στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.
Η τέχνη του μαραγκού τον κέρδισε, αλλά καθώς ήταν και φύση καλλιτεχνική, διέπρεψε στην ξυλογλυπτική. Άριστος τεχνίτης, σπουδαίος μάστορας και οι παραγιοί του τον λάτρευαν.
Νέος πολύ εντάχθηκε στο ΚΚΕ και με άλλους προοδευτικούς Ρεθεμνιώτες δημιούργησε την πρώτη συνδικαλιστική ομάδα στην πόλη μας αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Ειρωνείες και χλευασμοί
Στην αρχή όσοι δεν ήθελαν την επικράτηση προοδευτικών ιδεών αντέδρασαν με ειρωνείες και χλευασμούς. Ακολούθησαν βρισιές και φοβέρες. Κι όταν πια το πήραν απόφαση ότι κανένας δεν πτοείται, ακολούθησε η γνωστή διαδικασία του χαφιεδισμού και η προσπάθεια κοινωνικής απομόνωσης των «εχθρών» της τάξης.
Στόχος για πιο αποτελεσματικό εκφοβισμό ήταν το γραφειάκι της συντροφιάς που μαζεύονταν και τα έλεγαν στο διάλειμμα της δουλειάς κι άλλοι πάλι διάβαζαν σύγχρονη λογοτεχνία. Με εράνους είχαν μαζέψει βιβλία και πάνω στο θέμα τους έκαναν πολύωρες γόνιμες συζητήσεις. Στο γραφειάκι αυτό βρήκαν να ξεσπάσουν την οργή τους οι συντηρητικοί της πόλης. Όταν δεν κατάφεραν τίποτα με απειλές και φοβέρες έκαναν πλατειά χρήση του νόμου περί ιδιωνύμου.
Μια ιστορική Πρωτομαγιά
Όπως μας ενημερώνει ο Γιάννης Δαλέντζας στο βιβλίο του «Ντάρα Μανέλα», μια Πρωτομαγιά πάνω στην κορφή του Καμπαναριού, στον τρούλο, κυμάτιζε μια κόκκινη σεντόνα, όπως είπαν στην αρχή. Αυτό έκανε τον κόσμο να παραξενεύεται. Οι καλοί αστοί ακάτεχοι κάνανε το σταυρό τους και περνούσαν βιαστικά. Χάζευαν πολλοί έγινε φασαρία. Διαδόθηκε στην πόλη πως είναι σημαία μπολσεβίκικη κι έχει στη μέση και σφυροδρέπανο. Και την έβαλαν τα «κομμούνια» για να γιορτάσουνε τη μέρα της εργατιάς. Χάλασε ο κόσμος. Αναζητούσαν τους κατάλληλους για να κατεβάσουν τη σημεία. Αλλά δεν ήταν εύκολο. Γλιστρούσε το καμπαναριό. Τελικά με γάντζους κατάφεραν μέχρι το βράδυ να ξεσκίσουν και να ρίξουν τη σημαία. Και ακολούθησε επιχείρηση για τον εντοπισμό και σύλληψη των δραστών.
Επειδή δεν ήταν κι εύκολο να τους βρούνε κυνήγησαν σαν πρωτεργάτη τον Βασίλη. Κι εκείνος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αθήνα.
Μια ηρωική παρέμβαση
Στο μεταξύ στο γραφειάκι σημειώθηκαν τέρατα και σημεία από ανθρώπους ψυχωμένους. Όπως ο Μανόλης Δρυμάκης γιατρός εξαιρετικός και πονόψυχος, ανθρωπιστής και γενναίος.
Μόλις είδε τους ασφαλίτες να εισβάλουν σαν θεριά στο γραφείο, μπήκε μέσα αστράφτοντας και βροντώντας και μπροστά στα μάτια τους πήρε μια δεμένη βαλίτσα.
«Εδώ είναι τα φάρμακα μου τους είπε. Αν σας βαστάει ελάτε να την πάρετε. Θα έχετε να κάνετε μαζί μου…».
Ήταν τόσο το κύρος του γιατρού, που όλοι έκαναν πίσω. Κι ο Βασίλης γλίτωσε από πρόσθετες κατηγορίες, αν έπεφτε στα χέρια της ασφάλειας το περιεχόμενο της βαλίτσας.
Δημιουργός έργων τέχνης
Στην Αθήνα συνέχισε να εργάζεται πάνω στην τέχνη του και με μεγάλη επιτυχία. Κάθε του έπιπλο ήταν κι έργο τέχνης. Ειδικότητά του τα βαριά έπιπλα. Και οι πλουσιότερες οικογένειες έσπευδαν να τα προμηθευτούν. Έτσι άνοιξαν οι δουλειές του και σύντομα βρέθηκε να διευθύνει εργοστάσιο επίπλων. Οι παραγγελίες από όλη την Ελλάδα έπεφταν βροχή. Είχε καταφέρει να αποκτήσει τη φήμη σπουδαίου τεχνίτη και ξυλογλύπτη, δημιουργού αριστουργημάτων. Η επιτυχία, ωστόσο, δεν θόλωσε το νου του. Παρέμεινε ο αγνός ιδεολόγος που εφάρμοζε όσα πρέσβευε η σοσιαλιστική του συνείδηση. Μέχρι που ήρθε ο πόλεμος ….
Από τους πρώτους στην Αντίσταση
Η κατοχή τον βρήκε από τους πρώτους στην αντίσταση. Αδιαφορώντας για τις απαγορεύσεις δεν έλειπε από καμιά συγκέντρωση και δεν αρνήθηκε ποτέ καμιά αποστολή όσο κι αν ήταν επικίνδυνη. Όσο φιλήσυχος και αφοσιωμένος στην τέχνη του φαινόταν τις μέρες, τις νύχτες μεταμορφωνόταν σε ένα αποφασισμένο θηρίο να αγωνιστεί, για να ξαναφέρει το φως σπάζοντας τις αλυσίδες της σκλαβιάς του.
Σύντομα αναδείχτηκε καπετάνιος του 11ου Συντάγματος της 3ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο καπετάν Άλκης Β’. Προηγούμενα υπηρέτησε στο 22-39 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με στρατιωτικό διοικητή τον ταγματάρχη Αρέθα και καπετάνιο τον καπετάν Θωμά (Χατζηπαναγιώτου). Πήρε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ στη Ρούμελη και στο Μωριά. Και διακρίθηκε παντού για την παλληκαριά του και τις εξαιρετικές στρατιωτικές και ηγετικές του ικανότητες.
Εκδίκηση για τους αναίτια νεκρούς
Τι έβαζε φτερά στην άγρια αποφασιστικότητα του να πολεμήσει τον εχθρό;
Τα ίδια γεγονότα που έκαναν συγγραφέα τον ανιψιό του Μάρκο Πολιουδάκη σπουδαίο και αξεπέραστο ερευνητή των γεγονότων της Μάχης της Κρήτης και μοναδική αξιόπιστη πηγή για κάθε μελετητή.
Ο αδελφός του Βασίλη, Γιώργης, πατέρας του Μάρκου, είχε σκοτωθεί από τους Ναζί 1 Ιουνίου 1941. Δυο μέρες αργότερα κι ενώ η χαροκαμένη μάνα η Ευαγγελία ετοίμαζε το κόλλυβο του παιδιού της, μπήκαν Γερμανοί στην αυλή για πλιάτσικο. Η θέα τους γέμισε οργή τη μάνα του Βασίλη. Όρμησε μι ένα ξύλο να χτυπήσει το Γερμανό που κλώτσησε το πιάτο με το κόλλυβο του παιδιού της. Μια ριπή την έριξε νεκρή και της άνοιξε τις πύλες της αθανασίας.
Ήταν η πρώτη πράξη αντίστασης μετά την κατάληψη της Κρήτης. Ίδια μοίρα είχε και ο πατέρας του Βασίλη που έτρεξε να βοηθήσει τη γυναίκα του. Μέχρι και το σκυλί σκότωσαν οι ναζί για να μην υπάρχει μάρτυρας της θηριωδίας τους.
Κόχλαζε η οργή για τους θανάτους αυτούς στο αίμα του καπετάνιου. Και σε κάθε μάχη έκανε το δικό του μνημόσυνο στους ήρωες νεκρούς του.
Γάμος μέσα στη θύελλα
Ήταν όμως και νέος. Ο έρωτας δεν κοιτάζει συνθήκες κι εποχές. Μέσα στη θύελλα της Αντίστασης γνώρισε και παντρεύτηκε μια εξαιρετική πατριώτισσα την Τούλα (Παναγιώτα Αυγερινού) που ήταν τότε φοιτήτρια Νομικής, γόνο μεγάλων αγωνιστών. Ξάδελφος της ο μετέπειτα υπουργός Παρασκευάς Αυγερινός.
Όπως μας περιγράφει ο Γιάννης Δαλέντζας ο Βασίλης παντρεύτηκε την καλή του σ’ ένα ξέφωτο της ελεύθερης Ελλάδας, μέσα σε μπαρούτι για λιβάνι και την κλαγγή των όπλων σαν γαμήλια μελωδία.
Τίμημα η εξορία
Ο Βασίλης Πολιουδάκης έκανε το χρέος του στο ακέραιο χωρίς ποτέ να αρνηθεί τα πιστεύω του. Αν και ήρωας της Εθνικής Αντίστασης κυνηγήθηκε σκληρά για τα πιστεύω του. Καμιά δίωξη και καμιά εξορία δεν κατάφερε να τον λυγίσει.
Έγραφε στον Μάρκο Πολιουδάκη από τον Κουντουμά Ικαρίας στις 12 Σεπτεμβρίου 1947.
Αγαπημένε μου ανιψιέ Μάρκο
Σου γράφω κι ο ήλιος δεν έχει ακόμα προβάλει στον ορίζοντα. Γύρω στο νησί της Ικαρίας, βράχια γρανίτη, μαύρα κι απόκρημνα, γλιστερά, αυλακωμένα με τη ολοένα φουρτουνιασμένη θάλασσα του Αιγαίου. Και μέσα σε τούτο το σίγουρο περίφραγμα, σφίγγεσαι και χτικιάζεις και δυσκολανασαίνεις σε μια στενή λουρίδα στεριάς. Το νησί της Ικαρίας. Όμορφο νησί μα για μας είναι τόπος εξορίας. Τόπος κόλασης. Τόπος που πνίγεσαι και αφανίζεσαι από τις πιέσεις και στερήσεις κάθε ικμάδας ζωής. Λαχταράς τη θάλασσα. Θέλεις να τρέξεις από κάβο σε κάβο. Ν’ ανεβείς στις κορφές. Ν’ αφήσεις το βλέμμα στο άπειρο. Να γευτείς ως τα κατάβαθα το αγέρι της αυγής. Να καμαρώσεις την ανατολή. Να χαρείς τη δύση. Να ονειροπολήσεις στου φεγγαριού το φως. Να ενθουσιαστείς με του πελάγου τις φουρτούνες και το βουητό του αέρα. Κι όμως σε κάθε απόπειρα ο πόθος η νοσταλγία σαν μυτερό τρυπάνι μπαίνει βαθιά στην καρδιά και σε παγώνει. Απάνω εδώ καρφωμένη η ζωή πάντα ίδια κυλά. Οι μέρες η μια κοντά στην άλλη φεύγουν και γεμίζουν μήνες. Έξω στα πέτρινα σοκάκια του χωριού βροντερά τα βήματα των πολιτικών εξορίστων δίνουν ένα σίγουρο ρυθμό σ’ ένα καλοστιχουργημένο τραγούδι. Ένα τραγούδι που βγαίνει από τρεις χιλιάδες στόματα. Ένα απλό τραγούδι που βροντά και φωνάζει και μιλά για χαρά για ζωή για Λευτεριά κι αγώνες. Και κάθε γερή πατημασιά στο πέτρινο σοκάκι λες κι είναι μια κλωτσιά στη μοίρα.
Όταν αργότερα θα διαβάζεις την αληθινή ιστορία και θα μαθαίνεις τους λόγους για τους οποίους χιλιάδες άνθρωποι έδωσαν την ζωή τους για κάτι που λέγεται λευτεριά, τότες δεν θα ξανακλάψεις ποτέ για τον χαμό του πατέρα σου όπως κι εγώ δεν κλαίω πια γιατί έμαθα πως τα δάκρια θολώνουν το μυαλό, σκοτίζουν τη σκέψη και γινόμαστε άβουλοι. Τότε θα καταλάβεις γιατί ο θείος σου ο Βασίλης χουβαρντάδικα σκορπά τη ζωή του στα νησιά του θανάτου. Και θα χαρείς τότε ακόμα κι αν θάχω πεθάνει και δεν θα ξανακλάψεις.
Σε φιλώ Βασίλης.
Αυτός ήταν ο ήρωας Βασίλης Πολιουδάκης άγνωστος στους πάντες σήμερα που έφυγε στις αρχές της δεκαετίας του 70 και σίγουρα αξίζει κάθε μνημόσυνη αναφορά. Γιατί χαλάλισε ζωή στα πεδία της τιμής και στα πλατιά αλώνια της ιδεολογίας που έχει πάντα επίκεντρο τον άνθρωπο, χωρίς ποτέ να διεκδικήσει τιμές και διακρίσεις.