Είναι Ρεθεμνιώτες που μπορεί να χρειάζονται σελίδες για να περιγράψεις τα έργα και τις ημέρες τους.
Είναι κι άλλοι που έμειναν στα χρονικά του τόπου για το χαρακτήρα και την καλή τους φήμη, που μερικές φορές συνοδευόταν κι από χαριτωμένα ευτράπελα.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Βασίλης Τζανιδάκης, ο επονομαζόμενος «Καναρίνης». Αυτόν μας τον διασώζει στη σειρά η «πόλη που δεν σβήνει» ο Κώστας Μαμαλάκης. Κι εμείς παρασυρθήκαμε από τη γραφή του, στη γνωριμία ενός ωραίου τύπου του Ρεθύμνου, που αγαπούσε τους πάντες, εκτός από τους …εγκάθετους του Μεταξικού καθεστώτος.
Ένας υπέροχος μποέμ
Σύμφωνα με τις αναφορές του γλαφυρού χρονογράφου ο «Καναρίνης», μια φύση χαριτωμένου μποέμ, έζησε χρόνια στο εξωτερικό δουλεύοντας σκληρά. Αδυναμία του τα ακριβά ρούχα και τα κομπολόγια, που άλλαζε σαν τα πουκάμισα.
Όταν επέστρεψε στο Ρέθυμνο εντυπωσίασε τους πάντες με την λεβεντιά και την ωραία του, πάντα προσεγμένη, εμφάνιση. Ασκούσε τόση γοητεία, που δεν ενοχλούσε στο παραμικρό τους έτοιμους να βαθμολογήσουν αυστηρά τη διαγωγή ενός εκάστου Ρεθεμνιώτες η αργκό που χρησιμοποιούσε με τη συμπαθητική, συρτή πάντα, μάγκικα τονισμένη φωνή του.
Κι όταν έβγαινε, στην τρίχα ντυμένος, όλοι τον καμάρωναν, ενώ εκείνος κεφάτος πάντα μονολογούσε «Απόψε θα το κάψουμε και θα πεθάνει ο χάρος…».
Πανέξυπνος και ετοιμόλογος
Ο Τζανιδάκης, ήταν από τους πιο ετοιμόλογους Ρεθεμνιώτες και λάτρης της πλάκας και του καλαμπουριού, στην πιο εξευγενισμένη του μορφή, από τους λίγους.
Στην αρχή νόμιζαν ότι θα μείνει ο αιώνιος εργένης. Κι όμως έγινε οικογενειάρχης από τους άριστους.
Όταν κάποιοι τον «έψεξαν» για την απόφασή του να «σκλαβωθεί» δια βίου, εκείνος με τη γνωστή του άνεση τους αποστόμωσε αμέσως.
«Εγώ, τζάνεμ, δεν έχασα την ελευθερία μου. Αντίθετα τη βρήκα». Και στη συνέχεια παίνευε τις χάρες και αρετές της γυναίκας του που άκουγε στο όνομα …«Ελευθερία».
Κοντά στις χαρές και στις λύπες
Ήταν συγκινητική η αφοσίωση και η αγάπη του Καναρίνη στους φίλους του και μεγάλη η συμπαράσταση σε κάθε πίκρα και χαρά συμπολίτη του.
Δεν έγινε κηδεία χωρίς να σηκώσει κι αυτός το «καδελέτο» του αναχωρητή.
Όσο μεγάλωνε η οικογένειά του τόσο η δουλειά του γινόταν πιο σκληρή. Δεν ήθελε να της λείπει τίποτα. Κι έπαιρνε όλο το βάρος πάνω του.
Πριν από την Κατοχή έκανε τον ταχυδρόμο Ρέθυμνο – Αθήνα, κουβαλώντας δέματα. Η βιοπάλη τον υποχρέωσε να προσαρμοστεί ενδυματολογικά. Τώρα φορούσε τραγιάσκα, χακί αμπέχονο και πανταλόνι κατάλληλο για μεταφορές.
Με της «Κυριακής το ξύπνημα» γινόταν και πάλι ο δανδής της πρώτης νιότης. Κομψότατος απολάμβανε τη σχόλη του οικογενειακώς.
Επισκέψεις που έδιναν κέφι
Με αφορμή τα ταξίδια στην Αθήνα έσμιγε και με Ρεθεμνιώτες που ήξερε κι εκτιμούσε κι ας μην είχε συγκεκριμένο λόγο να τους επισκεφθεί.
Από τους πιο αγαπημένους του και ο μετέπειτα χρονογράφος του Κώστας Μαμαλάκης.
Ο Καναρίνης δεν παρέλειπε να περνά από το γραφείο του Μαμαλάκη και, έτσι στο πόδι, να του μεταφέρει τα νέα του Ρεθύμνου. Κι έπειτα γραμμή να προλάβει τον «Αρία» που καθώς έλεγε μπορεί να «καβάλησε» κάποτε τα βράχια της Φαλκονέρας αλλά κατά τ’ άλλα ήταν …καλοτάξιδο καράβι.
Κι ήρθε η κατοχή
Κι ήρθε η Κατοχή. Τώρα δεν υπήρχε πια πλοίο ούτε στις προδιαγραφές του «Αρία».
Καΐκια είχαν αναλάβει τη μεταφορά, που ήταν εκτεθειμένα στα κύματα και στα αεροπλάνα. Και το Ρέθυμνο, όπως αναφέρει ο Μαμαλάκης, στα ταξίδια αυτά είχαν θρηνήσει και θύματα.
Ο Καναρίνης ούτε και στις δύσκολες ώρες του ταξιδιού το έβαζε κάτω. Κι άκουγαν τα χωρατά του οι συνταξιδιώτες του και ξεχνούσαν το φόβο τους.
Κάποτε όμως έπεσε σε τόση φουρτούνα που τα χρειάστηκε κι αυτός.
Στριμωγμένος με τους άλλους στο αμπάρι, άρχισε τις προσευχές.
«Άγιε Νικόλα μου και γειτονάκι τση Φορτέτζας Αη Σπυρίδωνα. Γλίτωσέ μας από τούτη τη φουρτούνα».
Φορολογούνται τα κύματα
Η προσευχή του εισακούστηκε και βρέθηκε ανάμεσα στους αγαπημένους του. Δεν είχε καλά καλά προλάβει να τους εξιστορήσει την περιπέτειά του και του φέρνουν μια κατεπείγουσα ειδοποίηση «καταλογισμού φόρου» για πρώτη φορά στο επάγγελμά του.
Δεν χάνει όμως την ψυχραιμία του. Ντύνεται και πηγαίνει στην Εφορία.
«Μα έφορά μου λέει, μόλις παρουσιάζεται στο γραφείο του διευθυντή. Πες μου είσαι στα σύγκαλά σου; Φορολογούνται μωρέ τα κύματα και μάλιστα τα άγρια κύματα;».
Επιστήθιος φίλος του Τσουδερού
Από τους πολιτικούς που του είχαν μεγάλη αδυναμία ήταν ο Εμμανουήλ Τσουδερός.
Ήταν συμμαθητές από την πρώτη δημοτικού και μάλιστα κάθονταν στο ίδιο θρανίο.
Μια μέρα μάλιστα ο Τσουδερός έγινε και «ανέκδοτο» στην τάξη όταν ρώτησε ο δάσκαλος πόσο κάνουν «δύο επί δύο» κι αυτός απάντησε «εικοσιδύο».
Ο Καναρίνης αυτό το περιστατικό του θύμιζε συνέχεια. Και μόλις ξεστόμιζε το «πόσο κάνει δύο επί δύο Μανολάκη» λύνονταν και οι δυο στα γέλια.
Με τα χρόνια η φιλία τους έγινε τόσο στενή που όταν διορίστηκε ο Τσουδερός, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο μόνος που είχε δικαίωμα να τον βλέπει, εκτός ραντεβού, ήταν ο παλιός συμμαθητής του. Γιατί είχε τον τρόπο του να τον κάνει να ξεχνά κάθε του έγνοια.
Μια αξιοπρεπής στάση
Αν και ήξερε το προνόμιό του, πλησίαζε δειλά την πόρτα του διοικητή. Μισάνοιγε, έβαζε μόνο το κεφάλι του στην πόρτα και ρωτούσε με φωνή γεμάτη στοργή:
– Μανωλάκη μου πως τα πας; Για να σε δω καλά στέκεις.
– Βρε καλώς το Βασίλη απαντούσε ο Τσουδερός .Έλα μέσα κάθισε.
– Μην το συζητάς. Ήθελα να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι ότι είσαι καλά. Ε, Ωρα καλή τώρα κύριε διοικητά.
– Στο καλό Βασιλάκη μου.
Έκανε να φύγει ο Καναρίνης κι έπειτα πισωγύριζε.
– Α και με το παρντόν ξέχασα να σε ρωτήσω και κάτι.
Γέμιζε απορία το βλέμμα του διοικητή όσο το κεφάλι έβγαινε περισσότερο από την πόρτα.
– Δεν μου λες Μανωλάκη «δύο επί δύο» πόσο κάνουν; Μπέιλι ήταν από τότες, πως θα γινόσουνα μέγας οικονομολόγος!
Και γινόταν καπνός ικανοποιημένος που άκουγε το γέλιο του Τσουδερού μέχρι το διάδρομο.
Ποτέ δεν ζήτησε τίποτα
Ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδος ήταν φυσικό να έχει αδυναμία στο φίλο του.
Εκτιμούσε το χαρακτήρα του Καναρίνη και το γεγονός ότι ενώ ήξερε την συμπάθεια στο πρόσωπό του, δεν ζήτησε ποτέ το παραμικρό. Και μια μέρα μάλιστα του έκανε την παρατήρηση…
– Μα τόσες φορές σε παρακάλεσα δεν θα καταδεχτείς από μένα ρουσφέτι;
– Μανωλάκη μου, απάντησε ο Καναρίνης στο παράπονο του Τσουδερού. Αν δεχτώ κι ένα πράσινο φύλλο από σένα θα μαγαρίσω τη φιλία μας την ιερή…
Ένας νομάρχης σατράπης
Επί δικτατορίας Μεταξά και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, τοποθετήθηκε νομάρχης στο Ρέθυμνο, κάποιος, που και σατράπης ωχριούσε μπροστά του. Ακριβές πρότυπο της Μεταξικής Δικτατορίας. Και δεν έφτανε ο ίδιος ακολουθούσε κατά πόδας και η γυναίκα του, που είχε αναλάβει τις οργανώσεις νεολαίας.
Το τι περνούσαν οι Ρεθεμνιώτες από τους δυο αυτούς, δεν περιγράφεται. Σε μια εποχή που το μακρύ παντελόνι ήταν για τα ενδυματολογικά δεδομένα των ενηλίκων απόλυτη ένδειξη σοβαρότητας, υποχρέωναν, ασκώντας ψυχολογική βία, ευυπόληπτους νομαρχιακούς υπαλλήλους να κυκλοφορούν επικεφαλής των μεταξικών οργανώσεων, με κοντά παντελονάκια και να παρελαύνουν κιόλας.
Κάθε ελεύθερος άνθρωπος αγανακτούσε με την όλη κατάσταση και φυσικά ο Καναρίνης δεν αποτελούσε εξαίρεση του κανόνα.
Φωνή Καναρίνη οργή λαού
Όταν κατέβηκε ο Τσουδερός στο Ρέθυμνο, ως πρωθυπουργός, ο λαός βρήκε ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί κι αυτό πήγε να διαμηνύσει ο Καναρίνης στον φίλο του.
Που να πλησιάσει όμως; Με το που σίμωσε στην πόρτα της Νομαρχίας, πήγαν οι φρουροί να τον εμποδίσουν. Μάταια ο Τζανιδάκης τους προειδοποιούσε για τις συνέπειες αυτής της απαγόρευσης.
Από τις φωνές πήρε χαμπάρι ο Τσουδερός και πράγματι, γεμάτος οργή, διέταξε να περάσει αμέσως ο φίλος του στο γραφείο.
Εκείνος με την ίδια μέθοδο βάζει πάλι το κεφάλι στη μισάνοιχτη πόρτα και λέει στον πρωθυπουργό:
«Μανωλάκη. Δυο κουβέντες. Καιγόμαστε… Νομάρχης «γιάλα» (δηλαδή να φύγει, να εκδιωχθεί).
Ο Τσουδερός δεν ήθελε και πολύ να καταλάβει.
Ένας υπέροχος άνθρωπος
«Φωνή Καναρίνη οργή λαού» είπε στους υπασπιστές του και ζήτησε αμέσως να συνταχθεί το σχετικό «απολυτήριο» του νομάρχη, το οποίο και υπέγραψε αμέσως.
Για την ιστορία να σημειώσουμε κι αυτή την υποσημείωση του Μαμαλάκη. Ο περίφημος εκείνος νομάρχης με εξαιρετική ευκολία πέρασε στην αντιπέρα όχθη κατά τη διάρκεια της Κατοχής κι έφτασε αισίως εκεί που βρισκόταν να γίνει και μέραρχος του ΕΛΑΣ!!!
Όσο για τον Καναρίνη, για τον οποίο υπάρχουν και πολλά άλλα χαριτωμένα, έμεινε στα χρονικά του τόπου σαν ένας ανιδιοτελής, αξιοπρεπέστατος άνθρωπος, που ήξερε ακόμα και την μιζέρια να διακωμωδεί και να προσφέρει στο συνάνθρωπο μέχρι το τέλος της ζωής του. Κυρίως να χαρίζει γέλιο κι αισιοδοξία στις δύσκολες στιγμές. Αξιαγάπητος και πολύτιμος πάντα.