Αυτός ο Ρεθεμνιώτης θα έπρεπε να έχει μια ξεχωριστή θέση στο πάνθεον των προσωπικοτήτων της πόλης των Γραμμάτων και Τεχνών.
Και δεν συνηγορεί μόνο σ’ αυτό η μεγάλη του επίδοση στον τομέα της έρευνας που οδηγεί σε εφευρέσεις χρήσιμες στον άνθρωπο. Ούτε μονάχα η αξιόλογη συγγραφική του κληρονομιά στο πνευματικό μας γίγνεσθαι
Δεν μετράει μόνον ότι υπήρξε οδηγός τριών πρωθυπουργών.
Ο Βασίλης Χαριτάκης, γιατί σ’ αυτόν αφιερώνουμε σήμερα το οδοιπορικό μνήμης στο παλιό Ρέθυμνο, έκλεισε με το φωτογραφικό φακό του την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Η κινηματογραφική του μηχανή απαθανάτισε μοναδικές στιγμές από το λαϊκό μας πλούτο, όπως τη συγκομιδή δίκταμου στον Κάτω Πόρο. Ποιος ξέρει τι να έχει γίνει αυτός ο μοναδικός θησαυρός; Στο Βασίλη Χαριτάκη οφείλουμε τη διατήρηση της μνήμης μιας ονειρεμένης εποχής, κι όπως εύστοχα αναφέρει ο πρώην δήμαρχος κ. Δημήτρης Αρχοντάκης προλογίζοντας το φωτογραφικό λεύκωμα (έκδοση 1994), ο περίφημος αυτός άνθρωπος «ακούραστα κράτησε μορφές και σχήματα και χρώματα του παλιού Ρεθύμνου και μέσα απ’ αυτά κάτι από το πνεύμα και την ψυχή αυτής της πόλης…».
Ένας πραγματικός άρχοντας
Ψηλός, επιβλητικός παρά τη μεγάλη του ηλικία όταν τον γνώρισα διακρινόταν για την ευγένεια και αρχοντιά του. Κι εκείνο επίσης το γαλάζιο διαπεραστικό του βλέμμα που είχε καταφέρει και διεισδύσει στα μύχια της ομορφιάς και να προβάλλει τις χάρες της σε κάθε μορφής δημιούργημα. Με την πάροδο του χρόνου και με αφορμή διάφορα γεγονότα άνοιγε πότε πότε το βιβλίο της ζωής του γεμάτα από συνταρακτικές σε δράση και πλοκή σελίδες. Κι έτσι γνωρίζαμε καλύτερα τον μεγάλο αυτό ερευνητή και καλλιτέχνη.
Ο Βασίλης Χαριτάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1901. Τα Περιβόλια ήταν ο τόπος του και τον ύμνησε με μοναδικό τρόπο μέσα από φωτογραφίες κυρίως που έκλειναν τις παιδικές του μνήμες.
Έζησε και τα ξέγνοιαστα χρόνια της εφηβείας στον ονειρεμένο του τόπο κι εδώ από νωρίς εκδηλώθηκε το πάθος του για την έρευνα. Το «πως» και το «γιατί» κρατούσαν σε εγρήγορση τον προβληματισμό του.
Σκεπτόμενος πάντα επινόησε και κατασκεύασε το υδροποδήλατο, που αναγνωρίστηκε γρήγορα και απλώθηκε η φήμη του σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στη συνέχεια κατασκεύασε την υδρομοτοσυκλέτα που βρίσκεται σήμερα στο Ναυτικό Μουσείο Κρήτης. Ακολούθησε το Ιπτάμενο σκάφος που έμεινε δυστυχώς στα σχέδια. Δει δη χρημάτων και στην περίπτωση αυτή. Συνέχισε με την κατασκευή του ασφαλιστικού χειρομοχλού Γραμμοφώνων. Για όλες του τις εφευρέσεις πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
Αναμνήσεις που έγιναν βιβλίο
Κληρωτός της κλάσης του 21 κατατάχτηκε στο Έμπεδο Ρεθύμνου το 1920 και αποσπάστηκε στον κλάδο αυτοκινήτων, επειδή ένα χρόνο νωρίτερα είχε εργαστεί σε ένα λεωφορείο.
Από το Ρέθυμνο πήγε στον Όρχο Αυτοκινήτων Αθηνών και μετά ένα μήνα στον Όρχο Σμύρνης.
Εκεί υπηρετούσε ο αδελφός του και μαζί του είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τη μαγευτική πόλη με την υψηλή κουλτούρα και την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Περνούσε πολύ όμορφα. Ήταν νέος, όμορφος, ήξερε να ζει με ευπρέπεια και να απολαμβάνει με απόλυτο συναίσθημα ευθύνης κάθε χαρά της ζωής.
Κάθε ωραίο έχει όμως και ημερομηνία λήξης. Κάποια στιγμή λοιπόν και ο Βασίλης πήρε απόσπαση στην 26η μεταγωγική Διμοιρίας Ελαφρών Φορτηγών Αυτοκινήτων που είχε έδρα τη Νικομήδεια.
Μαρτύριο μέσα στο κρύο
Στις 18 Οκτωβρίου του 1920 έφυγε με το τρένο για την Πάνορμο. Το τρένο όμως τερμάτιζε στο Σώμα κι έτσι αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει εκεί. Συμβαίνει κάποιες φορές μια νύχτα να σημαδεύει τη ζωή σου. Κι εκείνη η νύχτα ήταν μαρτυρική για τον Βασίλη. Το κρύο ήταν αφόρητο. Αν και αρκετά σκληραγωγημένος και ψύχραιμος στις κακουχίες, από τότε που ήταν μικρό παιδί, αφού βίωσε στην οικογένειά του τις αυστηρότερες μεθόδους διαπαιδαγώγησης, εκείνο το βράδυ ένοιωθε πως δεν θα αντέξει. Έτρεξε σαν τρελός στο φυλάκιο του σταθμού. Μια μεγάλη φωτιά, που είχαν ανάψει οι φαντάροι, σκορπούσε τη γλυκιά θαλπωρή της. Ο Χαριτάκης πλησίασε τόσο που κάποιοι έσπευσαν να τον απομακρύνουν, λίγο, από φόβο ότι θα καεί. Από τη λαχτάρα του και το κρύο που τον βασάνιζε, κόντευε να πέσει μέσα στις φλόγες.
Εκείνο το βράδυ απέκτησε τα πρώτα προβλήματα υγείας που δεν έπαψαν δυστυχώς να τον απασχολούν στην υπόλοιπη ζωή του.
Μια ωραία γνωριμία
Στη Νικομήδεια τον περίμενε και μια σημαντική γνωριμία.
Η διμοιρία του ήταν εγκατεστημένη σε ένα πολύ παλιό διώροφο κτίριο στη μέση ενός μεγάλου ταρσανά. Το κτίριο ήταν χωρισμένο σε τρεις μεγάλους θαλάμους, τρεις επάνω και τρεις κάτω.
Μαζί με το Βασίλη είχαν φτάσει και τρεις νεοσύλλεκτοι που είχαν αποσπαστεί μαζί αλλά δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Το βράδυ γύρω από τη μεγάλη φωτιά έγινε η γνωριμία.
Κάποια στιγμή φάνηκε κι ένας λεβεντόκορμος φαντάρος με στραβό το δίκοχο, στάθηκε στην πόρτα και με πολύ κέφι άρχισε να αυτοσυστήνεται.
– Ορέστης Μακρής του γειτονικού συνεργείου που φτιάχνει απ’ όλα ακόμα και σαμάρια για όλα τα μπόγια και ήρθα να καλωσορίσω τους νεοφερμένους και να μάθω νέα από την Αθήνα μου.
Γελάσανε και τον καλέσανε στην συντροφιά τους. Από τότε γίνανε φίλοι και πολλές φορές έλεγαν τα όνειρά τους. Και ποιο ήταν το μεγάλο όνειρο του Ορέστη;
– Να γίνει ηθοποιός του μελοδράματος!!!
Αυτές οι εικόνες έρχονταν πολλές φορές στο νου του Βασίλη όταν καμάρωνε αρκετά χρόνια μετά στην οθόνη και στη θεατρική σκηνή τον καλό του φίλο που είχε καταφέρει να εκπληρώσει το όνειρό του και να γίνει ο μέγας Ορέστης Μακρής από τους μέγιστους καλλιτέχνες.
Ένας πανέξυπνος νέος
Ο κοφτερός νους του Χαριτάκη τον έσωζε πολλές φορές από δύσκολες καταστάσεις.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς κι όσο προλάβαιναν οι θαλαμοφύλακες κρατούσαν τη φωτιά ζωηρή. Συχνά όμως η φωτιά έσβηνε τη νύχτα και η ατμόσφαιρα πάγωνε αφόρητα. Μια νύχτα από αυτές το κρύο δεν άφηνε το Βασίλη να κοιμηθεί. Κι εκεί που στριφογύριζε του ήρθε η ιδέα.
Σηκώθηκε με προσοχή και πήγε στη γωνιά που ήταν τα σαμάρια. Πήρε ένα μεγάλο κι ένα μικρό. Κάθισε στο κρεβάτι του, τύλιξε τα πόδια του με την κουβέρτα κι έβαλε πάνω το μικρό σαμάρι. Έπειτα ξάπλωσε κι έριξε πάνω του το μεγάλο. Δεν άργησε να ζεσταθεί και να τον πάρει ένας γλυκός ύπνος. Είχε όμως το νου του να ξυπνήσει νωρίς για να μην τον δουν οι άλλοι με τα σαμάρια κι αρχίσει η καζούρα. Κάποιος άλλος όμως που επίσης δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το κρύο, είδε τη «πατέντα» του συναδέλφου του και βρήκε την ιδέα καλή. Περίμενε να κοιμηθεί ο Βασίλης και μετά σηκώθηκε πήρε κι αυτός δυο σαμάρια και βολεύτηκε.
«Δεν μπορώ να σου πω πόσο ευχαριστήθηκα έλεγε αργότερα ο Χαριτάκης, όταν θυμόταν το γεγονός. Από μια απλή ιδέα πέρασαν καλά τόσοι άνθρωποι απαλλαγμένοι από το μαρτύριο του κρύου. Η ιδέα να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου με έκανε να ασχοληθώ τόσο με την έρευνα και να πετύχω κάποιες ευρεσιτεχνίες…».
Αναμνήσεις σε βιβλίο
Αυτές και άλλες αναμνήσεις ο Βασίλης Χαριτάκης συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Άγνωστες σελίδες από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την Επανάσταση του 1923».
Μια θαυμάσια βιβλιοκριτική του Μιχάλη Τρούλη διαβάσαμε στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» (9/1988).
Και οι δικές μας εντυπώσεις από το βιβλίο είναι άριστες. Γιατί μας μεταφέρει με γλαφυρότητα στα γεγονότα μιας δύσκολης εποχής γεμάτης περιπέτειες για τη χώρα μας.
Κοντά σε προσωπικότητες
Από το Βασίλη Χαριτάκη δεν έλειψαν οι ευκαιρίες να βρεθεί κοντά με προσωπικότητες.
Όταν βρισκόταν στην Προύσα πήρε μια μέρα διαταγή να συνοδεύσει ένα επιτελικό αυτοκίνητο φορτώνοντας στο δικό του αποσκευές. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους κατάλαβε από την απόδοση τιμών και την εμφάνιση του υψηλού επισκέπτη, ότι συνόδευε το βασιλέα Κωνσταντίνο που είχαν επαναφέρει από την εξορία.
Ο Βασίλης Χαριτάκης ήταν τελικά οδηγός τριών πρωθυπουργών. Διετέλεσε κατά σειρά οδηγός του Στυλιανού Γονατά, του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Γεωργίου Καφαντάρη.
Για την θητεία του κοντά στο Βενιζέλο που λάτρευε αναφέρει στο βιβλίο του.
«Ένα βράδυ μετά την επιστροφή μας ο Βενιζέλος μου είπε:
«Βασίλη καθώς ξέρεις το αυτοκίνητο αυτό ανήκει στον εκάστοτε πρωθυπουργό και πρωθυπουργός τώρα είναι ο κ. Καφαντάρης. Αύριο το πρωί λοιπόν θα πας στον κ. Καφαντάρη και θα του πεις ότι τον ευχαριστώ θερμά, αλλ’ επ’ ουδενί λόγο δέχομαι να παραμείνει το αυτοκίνητο σε μένα.
Μετά κοιτάζοντάς με στα μάτια μου είπε:
«Εάν επανέλθω θα σε πάρω και πάλι να είσαι βέβαιος».
Συγκλονισμένος με σεβασμό του φίλησα το χέρι και με δακρυσμένα μάτια έφυγα…».
Ένας ανώτερος άνθρωπος
Ο Βασίλης Χαριτάκης δέχτηκε αρκετά χτυπήματα από την ανθρώπινη ματαιοδοξία που θέλει να επωφελείται από τον ξένο μόχθο. Αλλά ποτέ δεν υπέκυψε σε παρορμήσεις της στιγμής και δεχόταν το κάθε τι με ψυχραιμία χωρίς να πάψει να διεκδικεί το δίκιο του.
Κάποτε προσπάθησε κάποιος να οικειοποιηθεί την ευρεσιτεχνία του, το υδροποδήλατο. Η δικαιοσύνη αποκατέστησε το Χαριτάκη και μάλιστα επιδίκασε κι ένα ιλιγγιώδες ποσό για την εποχή ως αποζημίωση. Μόνο που ποτέ δεν πήρε αυτά τα χρήματα ο Ρεθεμνιώτης εφευρέτης, αφού ο αντίδικος δεν είχε στον ήλιο μοίρα.
Αυτή η ταλαιπωρία αντί να τον αποθαρρύνει γιγάντωσε τη θέλησή του για κάτι πιο σημαντικό. Στην Αγγλία είχαν ήδη κατασκευάσει υδροποδήλατο. Έτσι προχώρησε στην υδρομοτοσυκλέτα για την οποία πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις 14 Μαΐου 1930.
Η τελειότητα που επιδίωκε πάντα ο Χαριτάκης στις εφευρέσεις του φαινόταν και από το γεγονός ότι οι πλωτήρες της υδρομοτοσυκλέτας ήταν χωρισμένοι σε οκτώ στεγανά διαμερίσματα. Έτσι σε περίπτωση βλάβης η μοτοσυκλέτα δεν μπορούσε να βυθιστεί.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ενθουσιώδη σχόλια όταν η εφεύρεση του Βασίλη έκανε τη θριαμβευτική της εμφάνιση στο Έντεν του Παλαιού Φαλήρου.
Αυτή η υδρομοτοσυκλέτα χάρισε πολύ δόξα στο δημιουργό αλλά και αφάνταστη πίκρα.
Δημιουργήθηκε η προοπτική να πουλήσει το προνόμιο αυτής της εφεύρεσης στην Αίγυπτο.
Η πρώτη επαφή με το κοινό όταν η υδρομοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε στο Αμπουκίρ πραγματικά ήταν εντυπωσιακή.
Ο Βασίλης Χαριτάκης όμως φύση ηθικός και έντιμος άνθρωπος, επιμένοντας να μην έχει σχέση με καιροσκόπους ήθελε να προχωρά με δικές του δυνάμεις, χωρίς να επιδιώκει στήριξη με ανταλλάγματα. Η ευρεσιτεχνία του φαινόταν να έχει μέλλον στην Αίγυπτο. Δυστυχώς όμως ο απροσδόκητος θάνατος ομογενούς που θα του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος έδιωξε τη μεγάλη ευκαιρία.
Η μόνη του ικανοποίηση ήταν ότι με την υδρομοτοσυκλέτα του έκαναν αργότερα περίπατο ο Φαρούκ και η Φαρίντα.
Κάποια στιγμή απογοητευμένος στράφηκε στο φακό που τον λύτρωσε τελικά. Γύρισε όλη την Ελλάδα απαθανατίζοντας ομορφιές με την Μαρίκα του, πάντα μαζί, την υπέροχη γυναίκα του.
Σπάνιος άνθρωπος η Μαρίκα. Η ιδανική σύντροφος για έναν τόσο χαρισματικό άνθρωπο.
Αξέχαστες οι βραδιές στα Περιβόλια, όπου επώνυμοι και ανώνυμοι συμπολίτες απολάμβαναν αβραμιαία φιλοξενία και πνευματική τροφή απολαμβάνοντας δημιουργίες του Βασίλη στην οθόνη.
Μια από τις βεγγέρες αυτές περιγράφει σε δημοσίευμά του ο κ. Λεωνίδας Καούνης με τρόπο μοναδικό. Διαβάζουμε και ξαναζούμε εκείνες τις ωραίες στιγμές.
«Δεν μετανιώνω»
Είχα την ευτυχία να συζητώ για ώρα με το Βασίλη Χαριτάκη. Και να μαθαίνω τόσα πολλά.
«Θα μπορούσα να έχω πολλά χρήματα, μου είπε κάποτε. Δεν πειράζει. Δεν μετανιώνω. Δεν παραπονιέμαι. Κέρδισα αλλού. Είμαι ευτυχής για τα δώρα του Θεού που απέκτησα. Μου φτάνει η οικογένειά μου. Δεν κράτησα κακία για όσους με πίκραναν. Δεν αξίζει τον κόπο να χαλάς την καρδιά σου με πράγματα που δεν έχουν ουσία.
Βρήκα στην τέχνη την καλύτερη διέξοδο. Κι ευχαριστώ τη ζωή γι’ αυτό…».
Πέρασαν τα χρόνια, κανένας δεν θυμάται πια το Βασίλη Χαριτάκη. Ευτυχώς που υπάρχει ένα λεύκωμα φωτογραφιών, έκδοση του Δήμου Ρεθύμνου, με θέμα τις ομορφιές, για να έχουμε κάτι από τον καλλιτέχνη.
Αρκετές φορές όμως αναρωτήθηκα τι έγινε το περίφημο εκείνο υλικό του που τόσες φορές απολαύσαμε. Εκεί κρυβόταν ένα άγνωστο Ρέθυμνο. Οι ταινίες του Βασίλη Χαριτάκη αποτελούν σπάνιο αρχείο της παραδοσιακής μας κληρονομιάς. Να υπάρχουν άραγε; Και που να βρίσκονται;
Αν υπάρχουν, πάντως, πρέπει να αξιοποιηθούν. Το οφείλουμε στον σπουδαίο αυτό άνθρωπο που τίμησε τον τόπο μας και τον πολιτισμό μας με το έργο του.