«Δύο σφαίρες στο Ντονιέτσκ»
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
[Εκδόσεις «Πορφύρα», Αθήνα 2014, σχ. 8ο (21 Χ 12,5), σσ. 88]
Του ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος, πέραν των άλλων αρετών και προτερημάτων του, είναι και ένας πολυγραφότατος συγγραφέας τριών, τουλάχιστον, δεκάδων βιβλίων. Είναι αυτός που με τα βιβλία του ανέδειξε και έκανε γνωστό ανά τον ορθόδοξο ελληνισμό τον σύγχρονο Ρώσο άγιο, τον Λουκά, Αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και Καθηγητή της ανατομίας και χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Από τα προαναφερθέντα βιβλία του ένδεκα αναφέρονται στον εν λόγω Άγιο και κυκλοφορούν, εκτός από την ελληνική και στη Γαλλική, Ρουμανική και Αλβανική γλώσσα. Γνωστή, ειδικά, επί του προκειμένου, είναι η «Συνοδοιπορία με τον Άγιο Λουκά» (τόμοι 3), στην οποία ο Μητροπολίτης Αργολίδος ακολουθεί τα βήματα του Αγίου και με τον οικείο και γλαφυρό του λόγο μας παρουσιάζει λεπτομερώς τα μέρη όπου έζησε, τους τόπους της εξορίας και δοκιμασίας του, αλλά και τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και έζησαν κοντά του. Από την άλλη, είναι πανελλήνια γνωστή η αυτοβιογραφία του Αγίου υπό τον τίτλο: «Αγάπησα το μαρτύριο» (η Ρωσία στα χρόνια της επανάστασης), στην οποία μιλεί και αυτοβιογραφείται ο ίδιος ο άγιος Λουκάς, ο διάσημος χειρουργός αλλά και κατάδικος και μάρτυς του σοβιετικού καθεστώτος. Τα γεγονότα που περιγράφει εξελίσσονται στο α’ μισό του 20ου αιώνα, ενώ το κείμενό του εμπλουτίζεται και με σπάνιες φωτογραφίες και έγγραφα από τα αρχεία της K.G.B.
Η αγάπη του αυτή προς τον άγιο Λουκά είναι που ώθησε τον φίλο Μητροπολίτη Αργολίδος να πραγματοποιήσει δεκάδες, μέχρι σήμερα, ταξίδια στην Ρωσία και να αγαπήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου, την πονεμένη Ουκρανία, όπως και την Ελλάδα, και να πονά, εννοείται, σήμερα και να θλίβεται και να συμπάσχει για τη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί σε αυτήν τη φίλη χώρα του Βορά. Η αγάπη του αυτή, στο παρουσιαζόμενο, με το παρόν σημείωμά μας, βιβλίο του, τον θέτει προ αμείλικτων φωτισμένων ερωτημάτων για το κατά πόσον, δηλαδή, ο πόλεμος αυτός, σήμερα, στην Ουκρανία, δικαιολογείται και για το ποιος, τελικά, έχει μαζί του το δίκιο.
Από την άλλη, η διχοτόμηση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 επηρέασε και την εκκλησιαστική ζωή της Ουκρανίας. Και διερωτάται, κι εδώ, ο φίλος Ιεράρχης για το πόσο τραγικό είναι αλήθεια η ειρήνη της παρουσίας του Χριστού να χτυπιέται από την αγριότητα των παθιασμένων ανθρώπων και η Εκκλησία στην Ουκρανία αντί να μείνει μακριά από εθνοφυλετισμούς, αντί να κρατήσει στην αγκαλιά της τον λαό, ως όφειλε, και να τον σώσει, ακολούθησε τον δρόμο του διχασμού, καταλύοντας την έννοια της καθολικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στήνει, λοιπόν, ο σεβασμιότατος μιαν ιστορία, ένα αφήγημα προβληματισμού γύρω από τον εθνοφυλετισμό, που αποτελεί τορπίλη θανάτου για την ενότητα, ειδικά, της Εκκλησίας. «Δύο σφαίρες στο Ντονιέτσκ» είναι ο τίτλος της αφήγησής του, που εκδόθηκε από τις γνωστές εκδόσεις «Πορφύρα». Πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη έκδοση, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την πολύπαθη ρωσική γη (περιοχή, ειδικά, του Ντονιέτσκ της ανατολικής Ουκρανίας, που, γι’ αυτό, και υπήρξε θέατρο πολλών πολεμικών επιχειρήσεων).
Στη συναρπαστική ιστορία του Σεβασμιότατου εξετάζονται οι «παράλληλοι βίοι» τριών νέων. του Ουκρανού Ιγκόρ, του Ρώσου Γιούρι, από το Σουζντάλ (βορειοανατολικά της Μόσχας) και του π. Σεργίου, με πλούσιες θεολογικές σπουδές στην Αθήνα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλος ο θεολογικός (περί τον εθνοφυλετισμό κυρίως) προβληματισμός του βιβλίου. Αυτό που ζεσταίνει πιότερο τους ήρωες της ιστορίας, αλλά και τον ίδιο τον επίσκοπο συγγραφέα είναι, νομίζω, το παράδειγμα δύο Αγίων. ο ένας Έλληνας, που έζησε κι έδρασε ως Ρώσος στην Ουκρανία κι ο άλλος Ρώσος, που μόχθησε και κοπίασε για τη σωτηρία των Ελλήνων. Ο λόγος για τον δικό μας, τον Ρεθύμνιο, από την Αξό Μυλοποτάμου, Αθανάσιο Πατελάρο, τον προσαγορευόμενο και ως Έλληνα, τον καθήμενο, και ως νεκρός, επί θρόνου (στον άγιο αυτόν έχει, ως γνωστόν, αφιερωθεί το ημερολόγιο της Μητροπόλεώς μας του έτους 2015) και τον Άι- Γιάννη τον Ρώσο, τον Ομολογητή, που ευλογεί, σήμερα, και αγιάζει το Νέο Προκόπι της Ευβοίας. Ο Θεός τον έστειλε στην Ελλάδα, για να παρηγορήσει σε δύστηνους χρόνους δουλείας τους Έλληνες, όπως συνέβη και παλιότερα, στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά, και με τον άγιο Νίκωνα τον Μετανοείτε εδώ στην Κρήτη (αλλά και στην Πελοπόννησο) και ξανά αργότερα, στα χρόνια της Ενετοκρατίας, και πάλι εδώ στην Κρήτη, με τον άγιο Ιωάννη τον Ερημίτη.
Μέσα, λοιπόν, από τη συγκλονιστική ιστορία παρακολουθούμε τις σπουδές και την εξέλιξη των τριών αυτών βασικών ηρώων της αφήγησης, τα προβλήματα και τις αγωνίες τους, μέχρι που ο Ιγκόρ και ο Γιούρι, άγνωστοι, φυσικά, μέχρι τη στιγμή εκείνη του πολέμου, συναντιούνται, όλως συμπτωματικά και τυχαία, στο μέτωπο, όταν, ο δεύτερος -κάτω από την ασίγαστη και πιεστική ανάγκη του να βρει και να καπνίσει ένα τσιγάρο- έκανε ένα βήμα προς το μέρος του «εχθρού», στο λασπωμένο από την ακατάπαυτη βροχή ρωσικό έδαφος. «Ένα τσιγάρο φίλε…», απευθύνεται ο Ρώσος στον Ουκρανό Ιγκόρ (μα, οι εχθροί, αλήθεια, γίνεται να μιλούν την ίδια γλώσσα;). Ο Ιγκόρ συγκατανεύει και ο Γιούρι κάθεται δίπλα του, να προφυλαχθούν και οι δύο από τη βροχή που συνεχίζει να πέφτει ασταμάτητα. Κάνουν παρέα, καπνίζουν και συζητούν για τη βροχή.
– Πάσχα, αλήθεια, είναι αυτό; διερωτώνται.
– Οι καιροί άλλαξαν, συμφωνούν κι οι δυο, έχουν τρελαθεί. Ξαφνικά, τα μεσάνυχτα, φωτοβολίδα περνά ανάμεσά τους η λήξη της ανακωχής! Στο βάθος ακούγονται προστακτικές φωνές, πυροβολισμοί, προβολείς που ξεσκίζουν απειλητικά τον βαρύ πέπλο του σκοταδιού. Ο Γιούρι συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι βρισκόταν σε «ξένο», σε ουκρανικό, έδαφος. Οι διαταγές στο θέμα αυτό ήταν ξεκάθαρες! Μονομιάς, αυτοί που πριν ο ένας ζέσταινε τον άλλο με το χνώτο τους, που ακουμπούσαν στον ίδιο κορμό δένδρου και προφυλάσσονταν από τη βροχή μαζί κάτω από την ίδια πυκνή φυλλωσιά, τώρα ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο. Όμως, γιατί; Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε, τη στιγμή εκείνη, να δώσει την απάντηση στο αμείλικτο, στο καταματωμένο αυτό «γιατί»;
Ο Γιούρι σηκώνεται αστραπιαία κάνοντας μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια να πατήσει στο «δικό» του, το ρωσικό, έδαφος. Ο Ιγκόρ προλαβαίνει και πατά ασυναίσθητα τη σκανδάλη. Μεμιάς δείχνει να… μετανιώνει! Ήταν, όμως, αργά, πολύ αργά, για να αλλάξει την τροχιά της η σφαίρα. Ο Γιούρι νιώθει τη φωτιά να περνά άπονα και να του κεντά μέσα βαθιά τα σπλάχνα. Ο Ιγκόρ πλησιάζει δειλά τον «ανθρώπινο στόχο» που είχε μπροστά του. Ναι, φαινόταν, αλήθεια, καλό παιδί, συλλογίζεται, μα αν δεν προλάβαινα εγώ να τραβήξω πρώτος τη σκανδάλη, δεν θα γινόταν, σίγουρα, το αντίθετο;… Έτσι, τον είχαν διδάξει στον στρατό. Ο Ιγκόρ κάλεσε όλες τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει μέσα του, επιστράτευσε όλη την προσοχή του… Το παγωμένο του δάκτυλο βρήκε λίγη ζεστασιά στη σκανδάλη του όπλου που είχε στα χέρια του και χάιδευε απαλά. Την πάτησε ασυνείδητα (ή γιατί όχι, προσθέτω εγώ, συνειδητά) και η σφαίρα πέτυχε τον Ιγκόρ στο στήθος. Ο Ιγκόρ πέφτει κάτω, δίπλα στον Γιούρι. Οι τελευταίες αναπνοές τους συναντιούνται. Οι ψυχές τους φεύγουν αγκαλιασμένες, να πουν ο ένας στον άλλο κάτι από αυτά που δεν πρόλαβαν να πουν, γιατί στο μεταξύ έληξε η ανακωχή.
Τα φέρετρά τους σκεπάστηκαν με τη σημαία. Στις κηδείες τους όλοι φώναζαν, κλαίγοντας ότι τα παλικάρια αυτά έπεσαν «ήρωες» για την πατρίδα! Και ο Σεβασμιότατος, στο σημείο αυτό, θέτει τραγικό, αδυσώπητο το ερώτημα. «αυτά τα παλικάρια, αλήθεια, έπεσαν υπέρ πατρίδος;»…
Η διήγηση αυτή του φίλου Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Νεκταρίου, στη οποία σκόπιμα, για το ενδιαφέρον της, πιότερο εστίασα, αποτελεί, σαφώς, όλην την πεμπτουσία του παρουσιαζόμενου βιβλίου, ενός βιβλίου κήρυκα -χωρίς, πάντως, και να το αναφέρει πουθενά- της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών. Είναι, ακριβώς, αυτό που με συνεκίνησε και με ώθησε να προβώ στην παρουσίαση αυτήν.
Την εγκυρότητα του βιβλίου εγγυώνται η θερμουργός πίστη του συγγραφέα του στην Εκκλησία και το επίγειο έργο της και ο κατ’ επίγνωσιν ένθεος ιεραποστολικός ζήλος του. Ο συγγραφέας γράφει απλά και ταπεινά από το περίσσευμα και τον ιερό ενθουσιασμό της «φλεγόμενης καρδίας του» και επιτυγχάνει με τον φιλειρηνικό λόγο του να αναθερμάνει τις ψυχές των αναγνωστών του και να δονήσει τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς τους, δημιουργώντας, με τον τρόπο αυτόν τις αναγκαίες ψυχολογικές προϋποθέσεις, ώστε να καταστούν τα γραφόμενά του μόνιμο βίωμα αυτών.
Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αργολίδος και εκλεκτό φίλο κ. Νεκτάριο και του ευχόμαστε να έχει δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη και δημιουργική παρουσία του στον χώρο της Εκκλησίας και της Παιδείας, όπου η μέχρι σήμερα συμβολή του είναι μεγάλη.