Αυτή η εμφανής αδικία λέει πολλά, για εκείνον και τους άλλους γύρω του, που βλέπουν τα πράγματα με παρόμοιο τρόπο. Αυτή η εμφανής αδικία δημιουργεί επίσης αδιαφορία για τα λεγόμενα «ανώτερα» ζητήματα, αίσχος για την πολιτική, και στάση πληρωμών στα υπαρξιακά ή κοσμοθεωρητικά, αποθεματικά ταμεία κάθε ανθρώπου με πονεμένο μυαλό και καρδιά. Πώς να δημιουργήσει κανείς όταν όλα τριγύρω καταρρέουν; Γιατί να σκεφτεί και να ονειρευτεί κάποιος νέος τη «ζωή» εν ώρα απελπισίας και καθώς δίνει μάχη «επιβίωσης» σ’ έναν κόσμο πολύ μεγαλύτερο από προσωπικά ή οικογενειακά προβλήματα; Πόσο επιδεινώνεται μια τέτοια κατάσταση όταν η πλειοψηφία γύρω σου σκέφτεται έτσι; Στον ίδιο εκείνο φίλο, τον οποίο εκτιμώ και θαυμάζω για τα (λίγα, λακωνικά) λόγια του και τις (πολλές, συνεπείς) πράξεις του, υποσχέθηκα κάτι που ίσως βοηθήσει στο να απαντήσει κανείς (με πολύ καλή θέληση) τα παραπάνω δύσκολα ερωτηματικά: έστω και κατά προσέγγιση, για την ελπίδα και μόνο ρε γαμώτο…
Το να αναδημιουργήσει κανείς, όπως και το να αναδημιουργηθεί, δεν έχει να κάνει μόνο με ό,τι καταρρέει, μα πάνω απ’ όλα με όλα αυτά που μένουν όρθια, που επιζούν της καταστροφής. Το να σκεφτεί και να ονειρευτεί κάποιος νέος τη «ζωή» εν ώρα απελπισίας, και καθώς δίνει μάχη «επιβίωσης» σ’ έναν κόσμο πολύ μεγαλύτερο από προσωπικά ή οικογενειακά προβλήματα είναι αναμφισβήτητο σημάδι ζωής, μη-φλατ καρδιογραφήματος, προπομπός αντίδρασης ως πρωτότυπη δράση: όσο υπάρχει ευφυής μειοψηφία που σκέφτεται, πράττει και δεν απελπίζεται ή παραλογίζεται όπως δεν απελπίζει ή παραλογίζει, τόσο οι μέρες των άμυαλων κλεφτών που προδίδουν όρκους, συντάγματα και λαούς είναι μετρημένες. Ειδικά σε έναν κόσμο όπου κάθε γνώμη κατά κάποιον (μαγικό «ψηφιακό») τρόπο πάντα μετράει και αρχειοθετείται. Ο φίλος μου ζήτησε μια οποιαδήποτε πηγή πληροφοριών γι’ αυτά που συμβαίνουν, γι’ αυτά που δε λέγονται με κατανοητό τρόπο στον κόσμο από την κάθε ηγεσία και το κάθε medium, για «ειδήσεις» και «νέα» πυξίδες για την υποκειμενική του σκέψη και την αντικειμενική του αντίληψη της πραγματικότητας. Του υποσχέθηκα νέα: του έχω καλά και κακά νέα… Καμία πηγή πληροφόρησης δεν είναι αξιόπιστη, αλλά ούτε και αναξιόπιστη με τον ίδιο τρόπο: αθετώντας την υπόσχεσή μου λοιπόν, ουσιαστικά την κρατάω εξηγώντας γιατί την αθετώ και που βρίσκεται το τέχνασμα!
Στην ερμηνεία, φίλε μου. Αν, καλώς ή κακώς η εποχή της πληροφορίας, της μηχανοργάνωσης και του stalking βασίζεται στην αξία της γνώσης και της εμπειρίας, στους απίθανους τρόπους με τον οποίο αυτή μπορεί να μεταμορφώνεται και να δικαιολογείται συνεχώς και διάφανα σε κάθε σύγχρονο πολιτικό, κοινωνικό, εργασιακό, επαγγελματικό και καλλιτεχνικό δίκτυο, καθετί «νέο» στα «πρωτοσέλιδα» που διευρύνει ορίζοντες είναι πιθανόν να είναι τέτοιο αν κανείς δεν αναγνωρίζει τίποτε προηγούμενο που να θυμίζει διαχρονικό λάθος. Εκείνος που δε γνωρίζει τι συνέβη στο παρελθόν (Ιστορία λοιπόν) πρέπει να καλύψει εκείνο το κενό στην πρόγνωση του μέλλοντος και στην ερμηνεία/ αντίληψη του παρόντος όπως ακριβώς καλύπτει την ανάγκη οικονομίας και μη-σπατάλης με το να απαρνείται εξόδους και είδη «πολυτελείας»: πρέπει να απαρνηθεί διανοητικής οκνηρίας και βολικής αδράνειας (κωματώδους ύπνου), τουλάχιστον λόγω επιβίωσης με σκοπό τη ζωή ως ξύπνιο λογισμό, ως παλμό στο καρδιογράφημα. Εκπαίδευση λοιπόν, συνεχής και συνεπής, αλλά και αυτόνομη, εθελούσια, δραστήρια: να μια πρώτη λύση. Τι να το κάνω επομένως, ως ενήλικας το smartphone μου, όταν είναι το μοναδικό smart πράγμα πάνω μου, γιατί το έχω μάθει σαν πρόβατο χωρίς να το έχω ποτέ πραγματικά «χρησιμοποιήσει» όπως τα πιο πολλά απ’ όσα διδάχτηκα (ή δίδαξα στον εαυτό μου) να μη διδάσκομαι στα σχολικά ή φοιτητικά μου χρόνια; Πόσες φορές έχω κάνει το αντίθετο για ό,τι θεώρησα εκάστοτε «σωστό» και «καλό»; Πόσες φορές απέδωσε;
Απ’ αυτή και μόνο την απλή σκέψη πολλές διεργασίες και σενάρια ξεκινούν: όλα μέσα στην ηθική φαντασία, εμένα και του φίλου μου. Ας αναμορφωθούμε λοιπόν μέσω μόρφωσης, μέσω φανταστικής εμπάθειας: όσο πιο πολύ «φίλος» γίνεσαι με τον άλλο, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να τον «κλέψεις», να τον «χτυπήσεις», να τον «καταστρέψεις». Φιλία όμως δε σημαίνει μόνο αριθμοί στα κινητά, στα ηλεκτρονικά κοντέρ των προφίλ και τις προσκλήσεις των γάμων, σημαίνει σχέση εξαιρετικής ποιότητας, οικειότητας, γνωριμίας, γνώσης. Πώς να γίνει κανείς φίλος/ η με την πολιτική, την κοινωνία, τους ανθρώπους, τα κοινά, τους οργανισμούς, το κράτος; Γνωρίζοντάς τα όσο εκείνα γνωρίζουν εκείνον/ η. Όπως μας θυμίζουν οι αξέχαστες ασπρόμαυρες Ελληνικές ταινίες (όαση στο υπερέρημο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο), ακόμα και αν δεν έχουμε λεφτά, έχουμε τάξει ως Έλληνες τη μοίρα μας στον ήλιο, το φιλότιμο, τη λατέρνα και τη ντομπροσύνη. Αυτά φτάνουν (μαζί με Ελληνικά της προκοπής -μιλάμε μια τόσο σπουδαία γλώσσα…) για να καταλάβει κανείς τι διαβάζει, τι βλέπει, τι ακούει, μα πάνω απ’ όλα τι δεν περίμενε (ή δε σκεφτόταν) να διαβάσει, να δει, να ακούσει.
Κριτική σκέψη σημαίνει για τον νέο ελπίδα ανατροπής και αναδημιουργίας. Για τον παλιό σημαίνει επίγνωση της αλλαγής και στήριξη στα βλαστάρια του: αγάπη. Μες στην απελπισία και την κρίση θέλουμε πατέρες και μητέρες στα σπίτια του μόχθου τη στιγμή που πατέρες και μητέρες αγνοούνται στα παλάτια της εξουσίας, εκεί όπου οι πατέρες και οι μητέρες του μόχθου γίνονται πάλι παιδιά και οικογένεια υπό την «πρόνοια», την «προστασία», ή την «ανοχή» του Κράτους. Κριτική σκέψη, για τον παλιό και τον νέο, σημαίνει λοιπόν ότι ως παιδιά των γονιών μας και ως γονείς των παιδιών μας «θέλουμε πατέρες και μητέρες που μέσα από τη δύναμη των κρατικών δομών θα ξαναδώσουν δύναμη στα παιδιά και τους γονείς του μόχθου, προνοώντας και προστατεύοντας εκείνους που ήδη ξέρουν πολλά, αλλά κι εκείνους που αρχίζουν να μαθαίνουν πώς είναι να μαθαίνουν, και να γνωρίζουν, να καταλαβαίνουν καλύτερα. Θέλουμε οικογένειες λοιπόν, φίλε, δυνατές ακόμα και όταν η «κοινωνία» ή η «κατοχή» παίζουν τα βρώμικα παιχνίδια τους πάνω στα τομάρια τους. Θέλουμε αξίες φίλε μου, δυνατές, κοινές, πολιτικές και πολιτισμένες, από κείνες που διαμορφώνουν ηγέτες ακόμα και όταν η «αντικοινωνική πρόνοια» ή η «τρόικα» στηρίζουν τα υποκειμενικά προγραμματικά και «ναρκωτικά» τους οικοδομήματα, πάνω σε πλίνθους «φτηνής» αντικειμενικής λιτότητας, κόντρα στις ηθικές πυξίδες των καιρών: θυμήσου εκείνο τον πωλητή που μια μέρα του 1996 είπε σ’ εμένα κι εσένα, δεκαπέντε χρονών τότε και με αγοραστικές προθέσεις στο μαγαζί του, «τι να το κάνετε μωρέ το μόντεμ;»…έλα ντε!
(Συνεχίζεται με την Ανατολή…)
Για όσους ενδιαφέρονται: <http://www.youtube.com/watch?v=kbvgUwTdjXw> και <http://www.youtube.com/watch?v=FLDusDYY3jc>
των Media Σχολή Τεχνών και Κοινωνικών Επιστημών – Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ