Παρά τη μεγάλη πτώση των τιμών των ακινήτων που σε τοπικό επίπεδο ξεπερνά το 30% σε σχέση με το 2008 σύμφωνα με τους κτηματομεσίτες η ζήτηση για αγοραπωλησίες είναι πλέον μηδαμινή και το όποιο ενδιαφέρον περιορίζεται σε ακίνητα των οποίων η αξία δεν ξεπερνά τις 50.000 ευρώ.
Η γενικότερη οικονομική κατάσταση, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας έχουν προκαλέσει καθίζηση στον κλάδο.
Όπως αναφέρουν κτηματομεσίτες του Ρέθυμνου τα οικονομικά μέτρα και η αύξηση των φόρων οδηγούν πολλούς ιδιοκτήτες σε αδιέξοδο και αναγκάζονται να πουλήσουν το ακίνητο τους σε χαμηλή τιμή προκειμένου να γλιτώσουν τους φόρους και από την άλλη ο φόβος και η οικονομική ανασφάλεια για τις τραπεζικές καταθέσεις στρέφει υποψήφιους αγοραστές σε επενδύσεις ακινήτων η αξία των οποίων ωστόσο δεν ξεπερνά τις 50.000 ευρω, με στόχο να επωφεληθούν μισθώνοντας τα σε φοιτητές. Την ίδια στιγμή η έλλειψη ρευστότητας και η γενικότερη οικονομική κρίση λειτουργούν απαγορευτικά για τις επενδύσεις για την πλειοψηφία των πολιτών.
Στο Ρέθυμνο ωστόσο, η εικόνα είναι κάπως καλύτερη σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας, όπως εκτιμούν οι κτηματομεσίτες, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι προ κρίσης τα ακίνητα στη πλειοψηφία τους ήταν υπερτιμημένα και πλέον οι τιμές έχουν κατά κάποιο τρόπο επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα, ενώ η πτώση των τιμών είναι μικρότερη φτάνοντας το 30%.
Ειδικότερα, αν και σε γενικές γραμμές τα ακίνητα στο Ρέθυμνο δεν έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξία τους, ωστόσο όπως τονίζουν κτηματομεσίτες, η κρίση φέρνει και ευκαιρίες για υποψήφιους αγοραστές, που μπορούν να βρουν ακίνητο σε χαμηλή τιμή καθώς ορισμένοι ιδιοκτήτες για οικονομικούς λόγους, είτε επειδή δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις (ΕΝΦΙΑ κ.λπ.), είτε γιατί θέλουν ν’ αποπληρώσουν τα δάνεια τους, τα διαθέτουν σε τιμή κάτω του κόστους.
Χαρακτηριστικά μιλώντας στα Ρ.Ν. ο κτηματομεσίτης Ανδρέας Ανδρουλιδάκης τόνισε: «Συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα οι τιμές στο Ρέθυμνο είναι υψηλότερες. Από την άλλη μεριά όμως και δω υπάρχει πτώση των τιμών. Από το 2008 και μετά έχουν καταγράψει πτώση της τάξεως του 40% και εκτιμώ ότι η μείωση αυτή θα συνεχιστεί. Η αγορά έχει «μπλοκάρει» λόγω της βεβαρημένης φορολογίας των ακινήτων αλλά και με το θέμα που έχει προκύψει με την απόφαση του ΣΤΕ για τους οικισμούς. Αυτό δημιουργεί μια αναστάτωση και παγώνει η ανάπτυξη γιατί δεν πραγματοποιούνται αγοραπωλησίες. Η γενικότερη κατάσταση οικονομικοκοινωικοπολιτική επηρεάζει την αγορά ακινήτων. Αυτή την περίοδο οι αγοραπωλησίες έχουν περιοριστεί στο ενδιαφέρον μικρών ακινήτων άξιας έως και 50.000 ευρώ. Πρόκειται για καταθέσεις πολιτών τις οποίες θέλουν ν’ αξιοποιήσουν υπό τον φόβο να τις χάσουν».
Από την πλευρά της η κτηματομεσίτρια Αγγελική Παπαδάκη, ανέφερε: «Οι τιμές από το 2008 έχουν πέσει και στο Ρέθυμνο, τον τελευταίο χρόνο ωστόσο θα έλεγα ότι παρουσιάζουν μια σταθερότητα. Για ακίνητα έκτος πόλης η ζήτηση είναι ελάχιστη θα έλεγα ως μηδενική και το όποιο ενδιαφέρον αφορά στα αστικά ακίνητα. Γενικώς πάντως δεν υπάρχουν καλά ακίνητα και όποια υπάρχουν είναι προσημειωμένα. Ενδιαφέρον υπάρχει και από άλλες περιοχές της Ελλάδας ωστόσο σπάνια γίνεται αγοραπωλησία και ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχουν καλά ακίνητα γιατί η πλειοψηφία τους είτε είναι προσημειωμένα είτε παλιά και όσα είναι σε καλή κατάσταση τα κρατάνε οι ιδιόκτητες τους για να έχουν κάποιο επιπλέον έσοδο από τα μισθώματα. Δυστυχώς τα πράγματα είναι δύσκολα και εκτιμώ ότι η πτώση των τιμών των ακινήτων θα συνεχιστεί, ειδικά αν η φετινή τουριστική περίοδος δεν είναι καλή».
Τα στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδος
Τη συνέχιση των πτωτικών τάσεων στις τιμές, τόσο των οικιστικών, όσο και των επαγγελματικών ακινήτων και τα επόμενα τρίμηνα, αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό, προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος στη σημερινή της έκθεση.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η ενίσχυση των προοπτικών ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και τη σταθεροποίηση του φορολογικού πλαισίου, αναμένεται να συμβάλουν, ώστε η αγορά ακινήτων να εισέλθει σε μια περίοδο σταδιακής σταθεροποίησης των τιμών και ενίσχυσης του επενδυτικού ενδιαφέροντος, εξαιτίας, τόσο των χαμηλών τιμών, όσο και των υψηλών αποδόσεων των ακινήτων οι οποίες έχουν διαμορφωθεί, εκτιμά η ΤτΕ.
Από το 2008, όπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, καταγράφεται σταθερά επιδείνωση, τόσο στις εμπορικές αξίες και τα μισθώματα, όσο και στα επίπεδα ζήτησης οικιστικών και επαγγελματικών ακινήτων. Οι πιέσεις στις εμπορικές αξίες και τα μισθώματα των οικιστικών και των επαγγελματικών ακινήτων συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του 2016, αν και με μικρότερη ένταση, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.
Η δυσκολία σταθεροποίησης και ανάκαμψης της εγχώριας αγοράς ακινήτων μπορεί ν’ αποδοθεί κυρίως στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, στην επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων και στην έλλειψη ρευστότητας, στα υψηλά ποσοστά ανεργίας, στις αρνητικές προσδοκίες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και στην αστάθεια του φορολογικού πλαισίου.
Οι μοναδικοί τομείς οι οποίοι διαφοροποιήθηκαν και προσέλκυσαν επενδυτικό ενδιαφέρον ήταν αυτοί των τουριστικών ακινήτων και των ακινήτων εισοδήματος (γραφεία και καταστήματα) υψηλών προδιαγραφών.
Η αγορά των κατοικιών χαρακτηρίζεται από υπερβάλλουσα προσφορά, εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό συναλλαγών και πτωτική τάση των τιμών, αν και με πιο συγκρατημένους ρυθμούς, καθώς οι υψηλοί ρυθμοί μείωσης των τιμών που είχαν καταγραφεί το 2012 και το 2013, αμβλύνθηκαν από το 2014 και έπειτα, ενώ στη διάρκεια του 2016 παρατηρήθηκε τάση σταδιακής σταθεροποίησης των τιμών.
Ειδικότερα, βάσει των στοιχείων-εκτιμήσεων που συλλέγονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ονομαστικές τιμές των διαμερισμάτων υποχώρησαν το 2016, με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,2% (-4,2%, -2,5%, -1,5% και -0,6% το α’, β’, γ’ και δ’ τρίμηνο του 2016 αντίστοιχα), έναντι μείωσης 5,1% το 2015 και 7,5% το 2014. Σωρευτικά πάντως, από το 2008 έως το 2016, οι τιμές των διαμερισμάτων μειώθηκαν κατά 41,3% (σε ονομαστικούς όρους), ενώ κατά γεωγραφική περιοχή η υποχώρηση των τιμών εξακολουθεί να είναι εντονότερη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα: -43,6% και Θεσσαλονίκη: -45,5%), έναντι των άλλων μεγάλων πόλεων (-38,7%) και των λοιπών περιοχών (-37,4%).