Tο ευρωπαϊκό μπάσκετ υποκλίθηκε ενώπιον του Νίκου Γκάλη και ο Άρης ευχαρίστησε τον μεγάλο άσο για την προσφορά του στον σύλλογο και στον ελληνικό αθλητισμό, σε μια βραδιά που την περίμεναν όλοι εδώ και 20 χρόνια.
«Νick Galis Hall» είναι από προχθές το όνομα της κεντρικής σάλας του Αλεξανδρείου Μελάθρου, καθώς το γνωστό ως Παλέ Ντε Σπορ, μετονομάζεται πλέον με απόφαση της Πολιτείας, όπως ανακοίνωσε ο υφυπουργός Αθλητισμού Γιάννης Ιωαννίδης. Το «όνομα» της σάλας είναι ένα από τα πολλά δώρα που έλαβε χθες ο μεγάλος άσος, στην αξέχαστη βραδιά προς τιμήν του. Ισως το συγκεκριμένο δώρο δεν είναι ανάλογο της προσφοράς του στον ελληνικό αθλητισμό και στην κοινωνία ευρύτερα, αλλά η απόφαση έρχεται να καλύψει κενό πολλών ετών.
Ακολούθως αποκαλύφθηκε η επιγραφή (Νick Galis Hall) σε κίτρινο φόντο με μαύρα γράμματα μπροστά από τον χώρο της γραμματείας.
«Καλορίζικο» ευχήθηκε ο παρουσιαστής της εκδήλωσης, για να ακολουθήσει το αποκορύφωμα της βραδιάς με την ανάρτηση της φανέλας με το Νο 6 στην οροφή του Αλεξανδρείου, δίπλα στα 21 λάβαρα – ισάριθμα με τους εγχώριους και ευρωπαϊκούς τίτλους του τμήματος μπάσκετ.
Τη συγκινητική διαδικασία προλόγισε ο πρόεδρος της προσωρινής διοίκησης της ΚΑΕ Θανάσης Αρβανίτης: «Η φανέλα του Νίκου Γκάλη παίρνει και τυπικά τη θέση που της αξίζει στο γήπεδο που δοξάστηκε.
Βασική προτεραιότητά μας ως διοίκηση ήταν να αποκαταστήσουμε την ιστορία και να απoδώσουμε τις κατάλληλες τιμές. Aρχίσαμε από τον Νίκο Γκάλη.
Η πληγή αιμορραγούσε από τις 29 Σεπτεμβρίου 1995, όταν ο Νίκος (Γκάλης) ανακοίνωσε και τυπικά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Ως πρόεδρος της ΚΑΕ Αρης οφείλω να ζητήσω δημοσίως συγγνώμη. Έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να γίνει το αυτονόητο». Ο Γκάλης δέχθηκε τη συγγνώμη, η φανέλα αναρτήθηκε σε κατανυκτική ατμόσφαιρα και επιτέλους η «πληγή» έκλεισε.
Από το παρκέ του «Παλέ», παρέλασαν σπουδαίοι παίκτες του παρελθόντος, για να χειροκροτήσουν τον Νίκο Γκάλη, πριν από το συμβολικό φιλικό με τη Λιμόζ του Παναγιώτη Γιαννάκη.
Οι Ντίνο Μενεγκίν, Ντίνο Ράτζα, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Ντόρον Τζάμσι, Στεφάν Οστρόφσκι, Ρισάρ Ντακουρί, Φρεντερίκ Φορτέ, Αλεξάντερ Βολκόφ, Τζόρντι Βιγιακάμπα, Οντι Νόρις, Παναγιώτης Φασούλας, Νίκος Φιλίππου, Γιώργος Σιγάλας, Μπάνε Πρέλεβιτς, Αργύρης Καμπούρης, Νάσος Γαλακτερός, Κώστας Παταβούκας, Λευτέρης Κακιούσης, Μέμος Ιωάννου, Βασίλης Λυπηρίδης, Λευτέρης Σούμποτιτς, Μιχάλης Ρωμανίδης, Μάνθος Κατσούλης, Χάρης Παπαγεωργίου, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Ντέιβιντ Στεργάκος, Στιβ Γιατζόγλου, Tζον Κόρφας ήταν εκεί για «τον πρώτο των πρώτων».
O τελειομανής και πάντα προσηλωμένος στον επόμενο στόχο Νίκος Γκάλης δήλωσε ολοκληρωμένος και διαθέσιμος να σταθεί αρωγός στο εγχείρημα για την ανάκαμψη του Αρη.
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη στιγμή. Δεν υπάρχει πλέον επόμενη στιγμή, μεγαλύτερη, αυτή είναι η τελευταία», είπε ο μεγάλος άσος σε ερώτημα του παρουσιαστή της επιβλητικής εκδήλωσης Βασίλη Σκουντή, όντας απολύτως καλυμμένος από τις τιμές αυτοκράτορα του μπάσκετ που γνώρισε χθες στο Αλεξάνδρειο.
Και πώς να μην νιώσει ικανοποιημένος, αφού στο Παλέ παρέλασαν η πρωταθλήτρια ομάδα μπάσκετ του 1979, οι πρωταθλητές Ευρώπης του 1987, αντίπαλοι που ταλαιπώρησε με τα κόλπα του και η αφρόκρεμα του ευρωπαϊκού μπάσκετ της γενιάς του.
«Σας αγαπώ πολύ», είπε στους φιλάθλους από το κέντρο του γηπέδου φορώντας κοστούμι πρώτη φορά, αντί για αθλητική περιβολή. «Το ήξερα ότι πάντα με αγαπούσαν», πρόσθεσε και όταν στριφογύρισε την μπάλα στο δάχτυλό του το κοινό παραληρούσε και φώναζε: «Τι την έκανε την μπάλα ο θεός. Είσαι θεός μοναδικός».
Οι φίλαθλοι ζήτησαν από τον Γκάλη να κάνει έστω ένα σουτ, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο άσος προτιμούσε χθες τον διάλογο από μικροφώνου: «Εδώ είναι το σπίτι μου. Πρώτη φορά νιώθω έτσι από τότε που γεννήθηκε η κόρη μου. Είμαι συγκινημένος».
Ο δείκτης συναισθημάτων έδειξε υψηλές θερμοκρασίες όταν ο Γκάλης πήγε προς τους φιλοξενούμενους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασπάστηκε άπαντες, έσφιξε δυνατά τον Στόγιαν Βράνκοβιτς, βγήκε αναμνηστικές φωτογραφίες και στη συνέχεια έσφιξε το χέρια των μελών της αποστολής της Λιμόζ, που έπαιξε ολιγόλεπτο χαλαρό διπλό με την ομάδα του Βαγγέλη Αγγέλου.
«Καλύτερα αργά, παρά ποτέ», συνέχισε για την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση.
Η εκδήλωση άρχισε με το βιογραφικό του Νίκου Γκάλη. Στη συνέχεια ο Μιχάλης Γιαννουζάκος θυμήθηκε: «Οταν ήρθα στον Αρη ο Νικ φορούσε τη φανέλα με το Νο7, όπως και εγώ στις προηγούμενες ομάδες μου. “Μπορώ να πάρω εγώ το Νο7;» του είπα και αυτός αμέσως μου απάντησε: «πάρ’ το». Αυτός ήταν ο Νικ και θα πρέπει να ξέρετε ότι σε άλλη περίπτωση δεν θα φορούσε το Νο6».
Εμφανώς συγκινημένος ο Παναγιώτης Γιαννάκης είπε προς τους φιλάθλους: «Έχουμε ανατριχιάσει. Εσείς κάνατε το μπάσκετ ελκυστικό σε όλη την Ευρώπη. Τώρα πρέπει να βοηθήσετε την ομάδα».
Τέλη της δεκαετίας του 1970. Ενας κοντός για τα δεδομένα του μπάσκετ (1,83 μ.) μαυριδερός πιτσιρικάς από το Νιου Τζέρσεϊ, ο (πρώην) Νικόλαος Γεωργαλής με καταγωγή από τη Ρόδο, γνωστός ως Νικ Γκάλης, ο γιος ενός τσαγκάρη, παίκτη του μποξ και μετέπειτα ιδιοκτήτη diner, προσπαθεί να αποδείξει πως ξέρει μπάσκετ. Δεν έπαιξε ποτέ επαγγελματικά μποξ – «αλλά πήρα μαθήματα από τον πατέρα μου» – φλέρταρε με το αμερικανικό ποδόσφαιρο και το χόκεϊ, κατέληξε όμως στο μπάσκετ γιατί «αυτό ένιωθα να ξέρω καλύτερα».
Η αλήθεια είναι ότι έκανε καλή επιλογή. Περνάει την εξώπορτα του Σίτον Χολ με τα εύσημα του πρώτου σκόρερ του NCAA. Θέλει να παίξει στο ΝΒΑ, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ο ίδιος διηγείται: «Σε ένα τουρνουά στο Λας Βέγκας έπαιξα με τον Λάρι Μπερντ. Βγήκα πρώτος στις ασίστ. Μετά, ακολούθησε άλλο ένα τουρνουά, στη Χονολουλού. Και πάλι τα πήγα καλά. Με επέλεξαν οι Σέλτικς, αλλά ήμουν κάτω από τον Λάρι Μπερντ. Διάλεξαν αυτόν. Ο μάνατζέρ μου τότε ήταν ο Μπιλ Μάντεν. Ηταν ο καλύτερος στην πιάτσα και γι’ αυτό εξαιρετικά πολυάσχολος. Εκείνη την εποχή είχε αναλάβει την Ντόνα Σάμερ και προσπαθούσε να κλείσει συναυλίες σε όλον τον κόσμο. Δεν με πρόσεξε. Πιστεύω πως αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα θα είχα μείνει στο ΝΒΑ και δεν θα έπαιζα ποτέ στην Ελλάδα». Το απωθημένο του ΝΒΑ τού έχει μείνει ακόμη και σήμερα που βρίσκεται στον προθάλαμο του αμερικανικού Hall of Fame. Σπάνια δηλώνει θαυμαστής του αμερικανικού πρωταθλήματος, αν και έχει κρατήσει μια φωτογραφία δίπλα από τον πιτσιρικά Μάικλ Τζόρνταν που είχε εμφανιστεί σχεδόν άγνωστος το 1982 στη Θεσσαλονίκη για το τουρνουά «Δημήτρια». Ο Γκάλης φοράει τζιν, ο Τζόρνταν φόρμα και ο Ελληνας χαμογελάει σαν να νιώθει πως είναι το αφεντικό. Πριν από λίγα χρόνια ο Γκάλης έλεγε: «Δεν με ενθουσιάζει ιδιαίτερα ο Τζόρνταν…».
Η πόρτα του ΝΒΑ έκλεισε, η προοπτική της Ευρώπης άνοιξε. Ο Αρης τον ήθελε, το ίδιο και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός. Ο Αρης, όμως, έκανε το κάτι παραπάνω για να τον αποκτήσει. Λάδωσε. Ο τότε έφορος της ομάδας, Γιώργος Τσιλιγγερίδης, θυμάται: «Είχα πάει στην Αμερική με την εντολή του προέδρου να φέρω τον Γκάλη πάση θυσία. Ο αμερικανός δικηγόρος, όμως, ήταν σκληρός στις διαπραγματεύσεις. Του έδωσα σε έναν φάκελο 5.000 δολάρια, χωρίς να το δει ο Γκάλης. Από στρυφνός, έγινε χαρούμενος. Την επόμενη ώρα, είχαμε συμφωνήσει».
Ο Γκάλης εμφανίζεται στο αεροδρόμιο Μακεδονία, φορώντας μια καμπαρντίνα, με πονόδοντο και λίγη όρεξη. Είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Ελλάδα. «Θα βάζω σε κάθε παιχνίδι 40 πόντους» μουρμουρίζει προτού πάει στον οδοντίατρο- η πρώτη του ελληνική εμπειρία ήταν η καρέκλα ενός γιατρού. Η δήλωση κρίνεται υπερφίαλη από τις εφημερίδες της εποχής, που δεν γοητεύονται από τον «κοντό με την καμπαρντίνα» όπως έγραψε κάποιος. Η δήλωση κρίθηκε ρεαλιστική λίγο αργότερα.
Εκείνη την εποχή, το μπάσκετ ήταν χόμπι. Λίγοι παίκτες, κακή υποδομή, ακόμη λιγότεροι θεατές. Σταδιακά όλο αυτό άρχισε να αλλάζει. Ο Γκάλης, τη δεκαετία του ‘80, γίνεται μια ηλεκτρική, σαρωτική μόδα, μια νέα αθλητική κουλτούρα που αναγκάζει ακόμη και τους κινηματογράφους να αλλάξουν την ημέρα που παίζουν άλλη ταινία από Πέμπτη σε Παρασκευή, καθώς οι Πέμπτες είναι αφιερωμένες σε αυτόν. Η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει μια ξεκάθαρη αθλητική υπεροχή σε σχέση με την Αθήνα, με όλη τη σημασία που έχει αυτό για την τοπικιστική εμμονή της πόλης. Ο Αρης γίνεται ευρωπαϊκό σημείο αναφοράς. Το 1985 φτάνει στα ημιτελικά του Κόρατς με την ιταλική Τσάο Κρεμ Βαρέζε. Το 1987 αποκλείεται στο Κύπελλο Πρωταθλητριών από την Τρέισερ Μιλάνου με περίεργο τρόπο. Με δικούς του 44 πόντους κερδίζει στο πρώτο παιχνίδι με 98-67. Στον επαναληπτικό, με τον ίδιο αγνώριστο, ο Αρης αποκλείεται με το 83-49. Πολλά ακούστηκαν για αυτό το παιχνίδι, τίποτε δεν αποδείχθηκε. Από το 1988 μέχρι το 1990 ο Γκάλης οδηγεί την ομάδα σε τρία Final Four (Γάνδη, Μόναχο και Σαραγόσα), αλλά τίτλο δεν καταφέρνει να πάρει. «Ποτέ δεν με ένοιαξε μόνο αυτό. Θα ήθελα να έχω πάρει ευρωπαϊκό τίτλο, αλλά δεν με κυνηγάει κάποιο απωθημένο» δηλώνει ο ίδιος. Τα αποτελέσματα από μόνα τους δεν έχουν τόση σημασία όσο η ιδιότυπη κουλτούρα που δημιουργεί σταδιακά ο Αρης. Τα γλέντια στη Μαρινέλλα μετά τις ευρωπαϊκές νίκες είναι μυθικά, τραγούδια γράφονται, μύθοι χτίζονται, χρήματα εμφανίζονται. Ο λιγομίλητος, στα όρια του αντικοινωνικού, Γκάλης γίνεται ένα σύμβολο της πόλης. Το 1980 γνωρίζει σε μια εκδήλωση του Αρη την Τζένη Ρήγα με την οποία παντρεύεται αρχικά το 1984 με πολιτικό γάμο στην Αμερική και έπειτα με μια λαμπρή τελετή το 1985, ένα κοσμικό γεγονός της πόλης. Η αντικοινωνικότητά του, λένε άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά, δεν ήταν σνομπισμός. «Ηταν περισσότερο φόβος προς την υπερβολική έκθεση. Μακριά από τις κάμερες έκανε πλάκες, γελούσε και συμμετείχε κοινωνικά σε παρέες. Αρκεί να σε γνώριζε. Διαφορετικά, φορούσε το προσωπείο “Γκάλης”» λέει άνθρωπος που μεγάλωσε μαζί του.
Λίγα χρόνια μετά, η αντικοινωνικότητα γίνεται πιο έντονη. Τον Μάιο του 1988, η Τζένη Γκάλη χάνει τη ζωή της σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο 447ο χλμ. της Εθνικής οδού Αθήνας – Θεσσαλονίκης. Το Renault 5 που οδηγούσε ξέφυγε από τον έλεγχό της παρασύροντας στον θάνατο και άλλους δύο ανθρώπους. Είχε προηγηθεί ο χωρισμός τους το 1987, ο εγκλεισμός της σε ψυχιατρείο και η έντονη ενασχόληση του Τύπου με την ιστορία του ζευγαριού και τις παρεμβάσεις της διοίκησης του Αρη στη σχέση. Ο Γκάλης εμμέσως κατηγορείται πως είχε ευθύνη για την ψυχολογική κατάρρευση της πρώην συζύγου του, καταθέτει στον εισαγγελέα για την υπόθεση του εγκλεισμού της συζύγου του σε ψυχιατρείο, αλλά δεν μιλάει ποτέ δημόσια για το θέμα.
Η ιστορία γράφεται εκεί που δεν το περιμένεις. Στη διαδρομή του Γκάλη ως παίκτη, το τέλος γράφτηκε ένα ανύποπτο απόγευμα σε ένα μικρό κλειστό γυμναστήριο με θέα στην Ακρόπολη. Ηταν 18 Οκτωβρίου του 1994. Ο Παναθηναϊκός παίζει με τους Αμπελοκήπους στο Μετς. Ο Κώστας Πολίτης, ο προπονητής που κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ του 1987, έχει προσληφθεί στον Παναθηναϊκό, σύμφωνα με τους ανθρώπους του Γκάλη, ύστερα από παρέμβαση του ίδιου. Ο Γκάλης είναι μπερδεμένος, κακόκεφος και καθόλου ικανοποιημένος. Είναι 37 χρόνων, έχει συνηθίσει αλλιώς στον Αρη, δεν είναι πλέον πρωταγωνιστής, δεν του αρέσει και το δείχνει. Σε εκείνο το παιχνίδι, όμως, ο Πολίτης αποφασίζει να τον χρησιμοποιήσει όταν η διαφορά είναι στους 24 πόντους. Μια μικρή αθλητική ταπείνωση για τον άνθρωπο που ήταν βασιλιάς. «Δεν έχω όρεξη να παίξω» απαντά και φεύγει από το γήπεδο. Η τελευταία φορά που πέρασε ως επαγγελματίας την πόρτα ενός γηπέδου ήταν αυτή. Οι συζητήσεις με τις δύο πλευρές ξεκινούν προκειμένου να βρεθεί λύση. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα, γίνονται συναντήσεις στο Χίλτον, αλλά ο Γκάλης ζητάει χρήματα, χρόνο, εγγυήσεις, δικούς του ανθρώπους. Σχεδόν έναν χρόνο μετά, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1995, στέλνει επιστολή στον Τύπο: «Ποτέ δεν έχω παρακαλέσει άνθρωπο, δεν έχω ζητήσει χάρη από κανέναν. Φεύγω πικραμένος». Λίγο καιρό μετά, ο Κώστας Πολίτης κάνει μια δήλωση που τον κυνηγάει ακόμη: «Πάλι τα ίδια με ρωτάτε; Ποιος είναι ο Γκάλης; Πρέπει να ξεκινάω έναν 37χρονο στην ομάδα;».
Οι σημειολόγοι δεν μπορούν να μην παρατηρήσουν: Ο αριθμός 29 εμφανίζεται στις μεγαλύτερες στιγμές του Νίκου Γκάλη. Στις 29.9.1979 εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στις 29.6.1991 γίνεται η τελευταία του εμφάνιση με τη φανέλα της Εθνικής. Στις 29.2.1992 καταλαμβάνει την πρώτη θέση των σκόρερ όλων των εποχών στο πρωτάθλημα και στις 29.9.1995 ανακοινώνει την αποχώρησή του από το μπάσκετ.