Στο πλαίσιο της επετείου των 200 χρόνων από την Εθνική Παλιγγενεσία, θ’ ανάψουμε στο μανουάλι της μνήμης δυο κεριά. Ένα Αναστάσιμο για την περιφανή νίκη των επαναστατών μας στο Βαθύ Ρυάκι και ένα μνημόσυνο για το χαμό του σπουδαίου αγωνιστή Δράκου Ανυφαντή.
Και τα δυο γεγονότα σημάδεψαν Πασχαλιές αλλοτινών χρόνων, στη διάρκεια όμως του μεγάλου ξεσηκωμού του 21 στο Ρέθυμνο.
Γνωστή η αγριότητα των γενιτσάρων που ταλαιπωρούσαν τη Ρωμιοσύνη. Στα μέρη μας η συμπεριφορά των Τούρκων της Αμπαδιάς, δεν μπορεί να περιγραφεί. Σε κάποιες περιπτώσεις έσκυβε υποχρεωτικά ο ραγιάς το κεφάλι και ακολουθούσε τη μοίρα του. Ήταν όμως και περιοχές όπως οι Μέλαμπες που δεν άντεχαν την προσβολή από όπου κι αν προερχόταν.
Έτσι όταν κάποτε ένας θρασύτατος γενίτσαρος ο Αγακάκης είχε απαιτήσει από ένα Μελαμπιανό, τον Μαρκοδιακουμή, να του δώσει τη γυναίκα του κι επειδή εκείνος αρνήθηκε τον σκότωσε, οι συγχωριανοί του δεν το άφησαν να πέσει κάτω.
Πήραν στο κυνήγι το φονιά, και τον πλήρωσαν με το ίδιο νόμισμα. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν τόση η μάνητά τους που τον κατακρεούργησαν.
Απρίλη του 1822, δέκα μήνες μετά την επίσημη κήρυξη της επανάστασης και στην Κρήτη ο αγάς Χάνιαλης θέλησε να προσφέρει εκδούλευση στον πασά του Ηρακλείου. Γι’ αυτό συγκέντρωσε και εξόπλισε 2.000 άνδρες με σκοπό να λεηλατήσει τις Μέλαμπες και τα γύρω χωριά.
Οι Μέλαμπες ήταν από τους πρώτους στόχους των επιδρομέων για την εν γένει δράση τους. Είχε όμως επηρεάσει το συμβούλιο των μπέηδων η μάνα του σκοτωμένου Αγακάκη, που εμφανίστηκε απρόσκλητη κρατώντας στην αγκαλιά της τα ορφανά του γιου της.
Μίλησε σε σκληρή γλώσσα προκαλώντας τους πασάδες και έφυγε αφού τους έβαλε ζήτημα τιμής να εξαφανίσουν τις Μέλαμπες από το χάρτη.
Ο Χάνιαλης ξεκίνησε την εκστρατεία του χωρίς κανένα πρόβλημα. Ανενόχλητος διέσχισε τη Μεσαρά καθώς η επανάσταση εκεί δεν είχε εδραιωθεί και επέλεξε να επιτεθεί στις Μέλαμπες νύχτα της Ανάστασης, ένας συνήθης τρόπος των Τούρκων να αιφνιδιάζουν τους χριστιανούς όταν εκείνοι βρίσκονταν στην εκκλησία.
Οι Μελαμπιανοί, όμως ετοιμοπόλεμοι πάντα, είχαν κάποιες πληροφορίες για τις κινήσεις αυτές και έλαβαν τα μέτρα τους.
Αναφέρει σχετικά η λαϊκή μούσα για τον τρόπο που ο περίφημος Φωτοδάσκαλος (Γ. Φωτάκης) συντόνισε την άμυνα.
Ως άκουσεν ο Δάσκαλος το φοβερό χαμπάρι
είπενε να του στρώσουνε το μαύρο (ν) του μουλάρι
Αναστενάζει δυνατά άφτει, ξεκοκκινίζει
και σαν απάρθινο θεριό τσι γειτονιές γυρίζει.
Πέμπει το φτεροπόδαρο το Βόλακα το Γιάννη
κι αυτός ωσάν την αστραπή στην Κρύα Βρύση φτάνει.
Βρίχνει το Βαβουρόκωστα και τον Πετρακαντώνη
και με φωνές και κουμπουριές τσοι άλλους ξεσηκώνει.
Γιαμιά ο γέρο Πελαντής με το Μανουσογιάννη,
ο Λαγουδής κι Ασουμανής, που μπάλα δε(ν) τζοι πιάνει
εμίσεψαν με τάλογα, δεν περιμένουν τσ’ άλλους
τσ’ ανδρειωμένους του χωριού κι αγωνιστές μεγάλους.
Εις τα Σαχτούρια έφταξε κι ο γιος του Χελιδόνη
και μόνο με μια κουμπουριά τσ’ ανδρείους πρεμαζώνει.
(απόσπασμα)
(Μέλαμπες 22-3-1936, ημέρα Κυριακή. Βαρδής Τσιράκης»)
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι Μελαμπιανοί δεν ήταν απόλυτα σίγουροι ότι και το χωριό τους θα ήταν στόχος των Τούρκων. Αποφάσισαν όμως να είναι έτοιμοι και τα γεγονότα τους δικαίωσαν.
Όταν ο βιγλάτορας που είχαν βάλει, έδωσε σημάδι ότι πλησιάζουν οι Τούρκοι, εκείνοι ήταν πανέτοιμοι. Τρόπος του λέγειν αφού δέκα μήνες μετά την επανάσταση και οι αγωνιστές δεν είχαν καν στοιχειώδη οπλισμό. Ό,τι είχαν αποκτήσει ήταν λάφυρα από προηγούμενες μάχες. Με πέτρες και χαχαλόβεργες θα πολεμούσαν οι περισσότεροι.
Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν το ακριβές σχέδιο των Τούρκων που ήταν 7.000 και ερχόμενοι από Τυμπάκι στον Πλατύ Ποταμό, χωρίστηκαν σε δυο ομάδες που κινήθηκαν κυκλωτικά.
Οι Μελαμπιανοί, αντιλήφθηκαν την παρουσία τους όταν πλέον η ομάδα που ερχόταν από Β-Α βρέθηκε στα πρώτα σπίτια του χωριού, στη θέση «Πόρος του Σταυρού», όπου και έγινε η πρώτη μάχη, λίγη ώρα μετά την Ανάσταση. Οι Μελαμπιανοί αμύνθηκαν, όμως οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό, έκαψαν, λεηλάτησαν, έσφαξαν και βεβήλωσαν την εκκλησία που λίγο πριν είχε γίνει η Αναστάσιμη Ακολουθία, καθώς και τις οικίες τους. Ήταν 12 Απριλίου 1822.
Ο χρόνος που οι Τούρκοι λεηλατούσαν το χωριό έδωσε τη δυνατότητα στους οπλαρχηγούς της περιοχής Σαχτουρίων, Κρύας Βρύσης, Ακουμίων και Μεσσαράς να σπεύσουν προς βοήθεια, στήνοντας ενέδρα μαζί με Μελαμπιανούς στην περιοχή Κακό Ρυάκι. Εκεί, έγινε η κύρια μάχη, στην οποία οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και αποδεκατίστηκαν. Τον αρχηγό τους σκότωσε στη συνέχεια ο Ιωάννης Ασουμανής. Ο απολογισμός της θρυλικής αυτής μάχης που έγινε τη νύχτα του Μ. Σαββάτου και την Κυριακή της Λαμπρής, 12 και 13 Απριλίου του 1822, σε αριθμό νεκρών είναι 1.400 Τούρκοι και 120 Χριστιανοί.
Σύμφωνα με τον κ. Θεόδωρο Πελαντάκη, στη μάχη στο Κακό Ρυάκι δεν πήρε μέρος κανείς από τους οπλαρχηγούς της Κρήτης, επειδή εκείνοι και τα παλικάρια τους βρίσκονταν γύρω από τα υψώματα του Ρεθύμνου, όπως προέβλεπε το σχέδιο του φιλέλληνα Βαλέστρα, για να εκπορθήσουν το φρούριο της οχυρωμένης πόλης.
Και η μεν προσπάθεια των επαναστατών στην πόλη του Ρεθύμνου απέτυχε, επειδή φονεύθηκε ο Βαλέστρας (14 Απριλίου 1822), αλλά η μάχη στο Κακό Ρυάκι είχε ως συνέπεια να πολεμούν τους επαναστάτες μέχρι τα τέλος του αγώνα 1.400 Τούρκοι λιγότεροι.
Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες ήταν παρόντες στη Μάχη στο Κακό Ρυάκι και πολέμησαν γενναία κατά των κατακτητών με συνέπεια οι Τούρκοι να τους αναζητήσουν, εκείνοι να ομολογήσουν την πίστη τους στο Χριστό και να τους αποκεφαλίσουν στις 28 Οκτωβρίου του 1824 στο Ρέθυμνο.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο κ. Αντώνης Τσουρδαλάκης σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον δημοσίευμα με άγνωστά στοιχεία από το μεγάλο αυτό γεγονός, η μάχη αυτή έχει περάσει στα «ψιλά» της ιστορίας ενώ θα έπρεπε να αναφέρεται συχνά. Γιατί τη σημαντικότητά της παραδέχτηκαν και οι ίδιοι οι Τούρκοι αποδεχόμενοι την ήττα τους. Δεν είναι τυχαίο ότι από τότε το Ρωθιανό Ρυάκι όπως ονομαζόταν η περιοχή μετονομάστηκε σε Κακό Ρυάκι.
Ο ήρωας Δράκος Ανυφαντής
Κάθε φορά που η ιστορική μνήμη πλησιάζει αλλοτινές πασχαλιές δεν μπορεί να μη δακρύσει συναντώντας μια τραγωδία που γράφτηκε βραδιά Ανάστασης στο Βιζάρι Αμαρίου, έναν ευλογημένο τόπο που απέχει περίπου 40 χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο.
Αυτό το χωριό σε κερδίζει από την πρώτη ματιά. Η πανέμορφη φύση στη μέση του Ασωμαθιανού Κάμπου, σε σαγηνεύει μέσα στην υπέροχη απλότητά της.
Όσο για τα κτίσματα που σεβάστηκε ο χρόνος και κυρίως οι κάτοικοι με την φημισμένη αρχοντιά αποτελούν μνημεία αρχιτεκτονικής τη Ενετικής περιόδου, όπως το palazzo dei Saonazzi, ενώ η πληθώρα των βυζαντινών εκκλησιών φανερώνει την βαθιά ευσέβεια των κατοίκων.
Για το Βιζάρι ακούσαμε και μάθαμε πολλά από τον εκλεκτό συμπολίτη μας Λεωνίδα Καούνη. Κι ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τη γενέτειρα του μεγάλου μας λαογράφου Παύλου Βλαστού.
Έτσι όπως περιδιαβαίνεις τα γραφικά δρομάκια, σε περίοπτη θέση σε καλωσορίζει η προτομή του ήρωα που έγινε αφορμή για το ματωμένο αυτό χρονικό που θα ιστορήσουμε, η προτομή του Δράκου Ανυφαντή.
Με τη μεγάλη αυτή μορφή ασχολήθηκε ιδιαίτερα η σπουδαία μας λαογράφος Ειρήνη Ταχατάκη. Και με τα στοιχεία που παραθέτει σε δημοσίευμά της στην «Πατρίδα» Ηρακλείου συμπληρώνει δική μας ταπεινή αναφορά στο βιβλίο «Ρεθεμνιώτες Ήρωες στην επανάσταση του 1821». Αναφορά που προέκυψε μετά από έρευνα, καθώς είχαμε εντυπωσιαστεί από όσα μας είχε πει σε τυχαία μας συνάντηση ο καλός φίλος κ. Νίκος Σιλιγάρδος.
Σύμφωνα με τη σπουδαία ιστορική μελέτη, της κ. Ταχατάκη, τη μνήμη και τα ηρωικά κατορθώματα του Ανυφαντή Βυζαριανού διέσωσε ο Μιχ. Λέκκας ή Λεκκομιχελής από το Φουρφουρά, που πέθανε στη Μαθουσάλειο ηλικία των 127 ετών.
Ο ήρωας δεν ανεχόταν τις βδελυρότητες των Αμπαδιωτών Τούρκων που σκότωναν ακόμα και αλλόθρησκους και μέλη της οικογένειάς τους. Για την ιστορία αξίζει να σημειώσουμε ότι επρόκειτο για μια ιδιαίτερη κατηγορία εξαιρετικά αιμοβόρων Τουρκοκρητών της υπαίθρου. Κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή του Αμαρίου, νοτιοανατολικά της Ίδης. Η πλειοψηφία των Τουρκοκρητών ήταν ιδιαίτερα βίαιη και καταβασάνιζε ακατάπαυστα τους Ορθοδόξους. Αρχές του 19ου αιώνα (1812) και μετά από διαμαρτυρίες δεκαετιών του χριστιανικού στοιχείου αλλά και των Οθωμανών πασάδων που υπηρετούσαν στην Κρήτη, εδέησε η Πύλη και έστειλε τον κουρδικής καταγωγής χατζή Οσμάν Πασά με διαταγή να εξολοθρεύσει τους ανυπότακτους γενιτσάρους, πράγμα που σε αρκετά μεγάλο βαθμό το κατάφερε. Οι Τουρκοκρητικοί του έδωσαν το παρατσούκλι «Παπαγιάννης» θεωρώντας τον Κρυπτοχριστιανό, οι δεν Κρητικοί τον ονόμασαν «Πνίγαρη», αφού οι εκτελέσεις γινόταν δι’ απαγχονισμού.
Αυτούς τους αιμοσταγείς τουρκοκρητικούς δεν άντεχε ο Ανυφαντής. Κι αφού δεν γινόταν από τις συνθήκες να τους αντιμετωπίσει διαφορετικά εκπατρίστηκε στη Γαλλία τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Κατετάγη σαν εθελοντής στον αγγλικό στρατό και όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης εξεστράτευσε κατά της Αιγύπτου τον ακολούθησε και διακρίθηκε σε πολλές μάχες, μετά αποβιβάστηκε στην Κρήτη με πολεμικές γνώσεις και πείρα. Κάποια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά στους δικούς τους και γνωστούς στο χωριό Βιζάρι με πλήρη πολεμική στολή. Εκεί έμαθε τις νέες βδελυρές πράξεις των Αμπαδιωτών και την ερήμωση που είχαν δημιουργήσει. Οι παλιές αρχοντικές οικογένειες του Βιζαρίου είχαν σχεδόν εξοντωθεί. Οι Βλαστοί, οι Βαρούχοι, οι Σιλιγάρδοι, οι Δετοράκηδες, οι Σαουνάτσοι, οι Σιγανοί.
Όρκος βαρύς πάνω στα ερείπια
Οι επαύλεις τους ήταν κατερειπωμένες γιατί εγκατέλειπαν τον τόπο τους, άλλοι λόγω των δεινών και άλλοι γιατί κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους. Πήγε λοιπόν ο Ανυφαντής στο πατρικό του σπίτι και ορκίστηκε όρκο βαρύ και μεγάλο. Κατέφυγε μετά στα γνωστά του από τα παιδικά του χρόνια όρη και δημιούργησε αρματολικό σώμα και άρχισε τις επιθέσεις κατά των αιμοσταγών τυράννων, που καταλήφθηκαν από δέος ανέκφραστο, διότι ο τρομερός εκδικητής εμφανιζόταν εκεί που δεν περίμεναν και σκορπούσε το θάνατο. Οι αγριότεροι Αμπαδιώτες πλήρωσαν με την κεφαλή τους τα φοβερά τους κακουργήματα. Οι Χριστιανοί πήραν θάρρος και άρχισαν να αναπτύσσουν θαρραλέα αντίσταση. Οι Αγάδες του Ρεθύμνου μα και της άλλης Κρήτης τον θεωρούσαν πια σα μυθικό Δράκο. Από το κρησφύγετο του Ψηλορείτη έκανε με τους θαρραλέους οπαδούς του γενναίες επιδρομές κατά των εχθρών. Μια απρονοησία του όμως και παράτολμη πράξη του στοίχισε τη ζωή.
Έτσι άρχισε η τραγωδία
Ήταν νύχτα του Πάσχα. Ο Ανυφαντής με σιγανές κωδωνοκρουσίες καλούσε τους κατοίκους στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παγωμένος άνεμος ερχόταν από το χιονισμένο Ψηλορείτη και φυσούσε τις κορφές των δασών του Αμαρίου. Οι κάτοικοι όμως άρχισαν να σιγοφτάνουν στο ναό. Η ψυχή του ήρωα ζητούσε τη γαλήνη ύστερα από τους αγώνες χρόνων ολόκληρων. Κανείς εχθρός δεν υποπτεύτηκε την εκεί παρουσία του.
Πάνοπλος λοιπόν εμφανίστηκε στη μέση των συγχωριανών του χωρίς οπαδούς. Και όλοι με φωνές έκπληξης και χαράς τον υποδέχτηκαν. Εκείνος ευθυτενής και σοβαρός προχώρησε προς την Ωραία Πύλη και γονάτισε στο πέτρινο σκαλοπάτι. Ο σεβάσμιος ιερέας με δάκρυα ευλόγησε το άξιο τέκνο της πατρίδας και της εκκλησίας.
Ξαφνικά και ενώ εψάλοντο τα αναστάσιμα μελωδικά τροπάρια, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μετά δεύτερος και τρίτος με βλασφημίες και απειλές. Όλοι τρομαγμένοι κοίταζαν τον γενναίο αρματολό, που, αμέσως από τον πρώτο πυροβολισμό εννόησε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε μόνος του, μεταξύ άοπλων και κατάλαβε ότι μεσολάβησε προδοσία. Ήταν όμως όχι μόνο αδύνατον να φύγει αλλά και ανάρμοστο για τη γνωστή γενναιοψυχία του. Φώναξε όμως προστατευτικά με θάρρος στους ομοχώριούς του. «Παιδιά από σας κανείς σας δεν μπορεί να με υπερασπιστεί. Φύγετε και σώσετε τις οικογένειές σας. Ψυχή να μη μείνει εδώ… ακούτε;».
Ξερίζωσαν την καρδιά του
Όλοι τότε όρμησαν έξω, ενώ οι πυροβολισμοί δονούσαν τα παλιά παράθυρα του ναού και φωνές πόνου ακολούθησαν…
Ο Λεκκομιχελής λοιπόν διηγείται πως ήταν απερίγραπτες εκείνες οι στιγμές. Εξήντα (60) θηριώδεις Αμπαδιώτες με λύσσα για εκδίκηση, πολιορκούσαν τον μικρό ναό της Παναγίας και πυροβολούσαν ομαδικά.
Έκαναν εξορμήσεις μα στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν μ’ ένα ή δύο λιγότερους. Ο ήλιος προχωρούσε στο μεσουράνημα και ο αγώνας συνεχιζόταν. Επτά εχθροί είχαν πέσει γύρω από το ναό δίχως τους Χριστιανούς που έπεσαν κατά τη νυχτερινή από το ναό εξόρμηση.
Η άμυνα πια ήταν αδύνατη διότι ο ήρωας άυπνος, αποκαμωμένος, δίχως εφόδια, θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών εντός ολίγου. Κι όταν μανιώδης με τα μαχαίρα ετόλμησε να βγει, αλαλαγμός φρικτός ακούστηκε και όλοι οι εχθροί έπεσαν πάνω του με πυροβολισμούς και μαχαίρια. Έτσι ο ήρωας έπεσε καταπονημένος από πολλά βόλια… Και πριν ξεψυχήσει οι κανίβαλοι εκείνοι έσχισαν τα ευρέα στήθη του και ξερίζωσαν την πάλλουσα ακόμη καρδιά του, το σώμα του το τεμάχισαν και το άφησαν να γίνει βορρά στα σκυλιά και τα όρνια και τούτο ήταν το ηρωικό τέλος του γενναίου Ανυφαντή του Βυζαριανού.
Με αυτά τα στοιχεία η κυρία Ταχατάκη συμπληρώνει τη βιογραφία του μεγάλου ήρωα που αποτελεί καύχημα του Βιζαρίου και οι συγχωριανοί του τον τιμούν ιδιαίτερα όπως του αξίζει.
Πηγές:
- Θεόδωρου Πελαντάκη: Η μάχη στο Κακό Ρυάκι Μελάμπων
- Αντώνη Τσουρδαλάκη: Ανακάλυψη άγνωστου μέχρι σήμερα ιστορικού υλικού για τη Μάχη των Μελάμπων «Ρεθεμνιώτικα Νέα» 11/12/2018
- Εύας Λαδιά: Ρεθεμνιώτες ήρωες στην επανάσταση του 1821
- Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Δράκος Ανυφαντής