Συνεχίζουμε και σήμερα την αναφορά μας στην οικογένεια Απανωμεριτάκη με μερικές ακόμα προσωπικότητές της που διέπρεψαν κυρίως στους εθνικούς αγώνες. Και ξεκινάμε από τον Δημήτριο.
Ο Δημήτρης ήταν ο τρίτος γιος του Μανόλη Απανωμεριτάκη και αδελφός του Ιωάννη και του Θανάση.
Αυτός διακρίθηκε στη διάρκεια της κατοχής, και πως θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, αφού η Λαμπηνή είχε αποτελέσει κέντρο Αντίστασης.
Σε μια έφοδός τους οι ναζί, πήγαν πρώτα στο ελαιοτριβείο του Δημήτρη, ήταν το λαμπρό του παράστημα και η εικόνα του ατρόμητου αγωνιστή που τραβούσε την προσοχή.
Η πρώτη τους δουλειά ήταν να προβούν σε λεηλασία. Ο λόγος που δεν άφηναν τίποτα από προμήθειες στα σπίτια που έμπαιναν ήταν για να σταματήσουν τη δράση των Λαμπηθιανών που φιλοξενούσαν κυνηγημένους στρατιώτες συμμάχους κυρίως και τους βοηθούσαν να φύγουν για τη Μέση Ανατολή.
Έτσι πήραν από το ελαιοτριβείο του Δημήτρη όσο λάδι βρήκαν κι επειδή ανακάλυψαν με προδοσία 2-3 ακόμα πιθάρια που είχε κρύψει ο Δημήτρης τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Μετά και από εικονική εκτέλεση αποφάσισαν να φύγουν αφήνοντας τον Δημήτρη αιμόφυρτο.
Ο γενναίος αυτός δεν συνήλθε ποτέ. Πέθανε μετά από κάποιο διάστημα σε ηλικία μόλις 56 χρόνων.
Αναστάσιος Απανωμεριτάκης
Μια ακόμα ηρωική μορφή από την οικογένεια Απανωμεριτάκη ήταν ο Αναστάσιος, ο Ανάστος με το όνομα. Πρώτος πάντα στον αγώνα και σε κάθε πρωτοβουλία για κοινωνική προκοπή.
Αυτός είχε παντρευτεί μια εξαίρετη γυναίκα την Ευλαβία Ψυχαράκη και είχε αποκτήσει οκτώ γιους.
Η σύνεση και οι διοικητικές του ικανότητες που αναγνώριζαν οι συγχωριανοί του τον έφερναν στην ηγεσία της Λαμπηνής από το 1931 που είχε γίνει κοινότητα μέχρι τον πόλεμο του 40.
Στον πόλεμο ο Ανάστος κατάφερε και πάλι να διακριθεί, λαμβάνοντας και αρκετά παράσημα για τις γενναίες του πράξεις.
Είχε πάρει μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και είχε παρασημοφορηθεί αρκετές φορές για τις γενναίες του πράξεις. Με την εισβολή των Γερμανών συνελήφθη αιχμάλωτος αλλά αποφασιστικός όπως ήταν και ατρόμητος κατάφερε να δραπετεύσει. Με αφάνταστες περιπέτειες κατάφερε να γυρίσει στο χωριό του και να ενταχθεί αμέσως στην Αντίσταση παίρνοντας και πάλι τη διοίκηση της κοινότητας που στο διάστημα που έλειπε τον αντικαθιστούσε ο γραμματέας της κοινότητας Γιάννης Απανωμεριτάκης.
Το σπίτι του ήταν πάντα ανοικτό για κάθε κυνηγημένο. Άγγλοι, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί εύρισκαν εκεί καταφύγιο κι ο Ανάστος αδιαμαρτύρητα προκαλούσε καθημερινά το θάνατο.
Μια νύχτα, Αύγουστος του 41, που οι Γερμανοί έκαναν ακόμα ένα θανατερό μπλόκο ψάχνοντας για στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων, ο Ανάστος παίρνει το μήνυμα από ένα επίσης γενναίο τον Γιώργη Κουνδουράκη.
Με το «Σύντεκνε Ανάστο…» πρώτη του κίνηση ήταν να κρύψει τα όπλα του, ένα γερμανικό τουφέκι κι ένα πιστόλι δικό του της Κρητικής Χωροφυλακής στο κρεβάτι των παιδιών του. Είχε τότε τον Μανόλη και τον Νίκο. Η επόμενη σκέψη του ήταν πώς θα σώσει τους 17 Εγγλέζους που είχαν έρθει στο χωριό από το Αμάρι, μέσω Καρηνών, με προορισμό τη Λίμνη του Πρέβελη προκειμένου να φύγουν για τη Μέση Ανατολή.
Οι κυνηγημένοι κρύβονταν στη φάμπρικα του Περάκη.
Αξίζει να σημειωθεί η γενναιότητα των Λαμπηθιανών εκείνους τους χαλεπούς καιρούς που μοιράζονταν την ευθύνη του πατριωτικού χρέους ισότιμα.
Όταν ήρθαν αυτοί οι Άγγλοι στο χωριό ο Ανάστος μοίρασε καθήκοντα.
Ο Περάκης ανέλαβε τη φιλοξενία και μια γυναίκα η Βασιλική Τζαγκαράκη είχε αναλάβει την τροφοδοσία τους. Γύριζε στο χωριό, μάζευε τρόφιμα, ό,τι είχε ο καθένας έδινε και η γυναίκα τα πήγαινε στους φιλοξενούμενους για να φάνε.
Αν και ο πρόεδρος τους είχε πολλές φορές επιστήσει την προσοχή, οι στρατιώτες εκμεταλλευόμενοι τη φιλόξενη διάθεση των κατοίκων είχαν αρχίσει να απλώνονται στο χωριό.
Εκείνο το βράδυ που έγινε το μπλόκο ο Κουνδουράκης, με την ευκαιρία που του έδινε η ιδιότητά του ως διερμηνέα, φρόντισε να ειδοποιήσει τον σύντεκνό του τον Ανάστο να λάβει τα μέτρα του.
Εκείνος επειδή ήταν με τα νυχτικά άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Εκεί που ντυνόταν σκέφτηκε πως έπρεπε να απαλλαγεί από το γερμανικό τουφέκι. Γυρίζει το παίρνει και το πετά στην ταράτσα του σπιτιού.
Ίσα που πρόλαβε. Οι Γερμανοί αφού έκαναν άνω κάτω τα σπίτια του χωριού, συνέλαβαν τον Ανάστο με δυο ακόμα συγχωριανούς κι όσους Εγγλέζους βρήκανε, και τους έφεραν στις φυλακές στη Φορτέτζα.
Επί οκτώ μέρες κάθε πρωί τους έπαιρναν για ανάκριση.
Τον Ανάστο είχε αναλάβει ο «Μουσάτος» ένας περιβόητος ναζί βασανιστής.
Συνήθισε να του κολλά στο αυτί το όπλο του και να επαναλαμβάνει την ερώτηση πως βρέθηκαν οι Άγγλοι στο χωριό. Έπαιρνε όμως την ίδια πάντα απάντηση: «Πού ‘ναι οι Εγγλέζοι;».
«Δε – γ – ξέρω, εγώ ‘μουνε στρατιώτης και ήρθα απ’ το στρατό και δεν – εγάτεχα πως είναι Εγγλέζοι στο χωριό μας…».
Στις οκτώ μέρες πήραν και τον Ανάστο και τον μετέφεραν στις επανορθωτικές φυλακές Χανίων. Δεκαπέντε μέρες από τη σύλληψή τους δικάστηκε με τους άλλους. Περάκης και Γλαμπεδάκης καταδικάστηκαν σε θάνατο. Για τον Ανάστο δεν βρέθηκαν στοιχεία και τον γύρισαν στη φυλακή. Σε άλλη πηγή αναφέρεται ότι γλίτωσε το θάνατο λόγω των γενεθλίων του Χίτλερ.
Τα μαρτύρια απερίγραπτα. Πέρασαν και 17 μέρες για να του δώσουν φαγητό. Περνούσε με τρία χαρούπια τη μέρα που του πετούσαν κάνοντας τα πάντα για να κλονίσουν το ηθικό του. Μάταια όμως. Έμεινε όρθιος.
Όταν οι συγχωριανοί του έμαθαν τι συνέβαινε στις φυλακές φρόντιζαν να στέλνουν ψωμί με τον Στέλιο Κραουνάκη, κουνιάδο του Ανάστου και τον αδελφό του Γιώργη.
Ο Ανάστος όμως δεν είχε άλλο τίποτα στο νου του από την απόδραση. Κάποια μέρα με τη βοήθεια κάποιων πατριωτών τα κατάφερε να ξεφύγει. Είχε τύχη βουνό. Γιατί εκείνο το ίδιο βράδυ εκτελέστηκαν όλοι οι συγκρατούμενοι του Ανάστου σε αντίποινα για τον τραυματισμό ενός Γερμανού από αντάρτες στο Δραπανιά.
Τελικά γύρισε στο χωριό του μετά από μεγάλες περιπέτειες στις 17 Φεβρουαρίου 1942 και συνέχισε τη δράση του στην ΕΟΡ, αφού τον είχαν απαλλάξει από τα καθήκοντα του κοινοτάρχη.
Ο Ανάστος έζησε πολλές πικρές στιγμές, ιδιαίτερα όταν ο γιος του Νίκος πλήρωνε ακριβά στα κολαστήρια της χούντας την προσήλωσή του στα δημοκρατικά ιδεώδη.
Πέθανε σε ηλικία 102 χρόνων παραμένοντας μέχρι το τέλος ένας ασυμβίβαστος και αξιοπρεπής άνθρωπος.
Νίκος Απανωμεριτάκης
Στο πολύτιμο για την ιστορία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου βιβλίο του, ο Νίκος Φασατάκης, αναφερόμενος στη δράση των κατοίκων κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών τονίζει και την αγωνιστική παρουσία του Νίκου Απανωμεριτάκη
Ήταν ο δεύτερος από τους οκτώ γιους του Ανάστου. Ο ίδιος βίωσε τον αντιστασιακό αγώνα των γονέων και θείων του. Εκείνο το βράδυ που έγινε το μεγάλο μπλόκο, μικρό παιδί καθόταν στο κεφαλόσκαλο και παρακολουθούσε αρνούμενο να κρυφτεί. Ο φόβος μπροστά στο δυνάστη ήταν κάτι εντελώς άγνωστο για το Νίκο.
Το 1964 διορίστηκε στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.
Η χούντα των συνταγματαρχών τον βρήκε έτοιμο για αντίσταση.Και το μετερίζι του ήταν το Εθνικοαπελυθερωτικό Κίνημα Κρήτης.
Αυτό δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 1968. Το αποτελούσαν κυρίως στελέχη της Ένωσης Κέντρου και κυρίως μέλη της ΕΔΗΝ.
Το Σεπτέμβριο του 1968 με αφορμή την έκρηξη βόμβας έξω από διεύθυνση του υπουργείου Εξωτερικών (Βαλαωρίτου 17), την ώρα που ο υπουργός Προεδρίας Παπαδόπουλος μιλούσε στους ξένους ανταποκριτές για το χουντικό «Σύνταγμα» συνελήφθησαν και 270 άτομα στην Κρήτη μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Απανωμεριτάκης.
Τα βασανιστήρια που υπέστη ήταν απερίγραπτα.
Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια κάθειρξη. Κρατήθηκε στις φυλακές Λάρισας, Αίγινας, Επταπυργίου (Γεντή Κουλέ) Θεσσαλονίκης και Κορυδαλλού πέντε χρόνια. Αποφυλακίστηκε με την αμνηστία Παπαδόπουλου αλλά συνελήφθη ξανά με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Κρατήθηκε τρεις μέρες και αφέθηκε ελεύθερος για να ξανασυλληφθεί τον Μάρτιο του 1974 από την ΚΥΠ στη Θεσσαλονίκη. Εκεί είχε μεταβεί γιατί ήταν κατηγορούμενος μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους για στάση όταν βρισκόταν στις φυλακές Επταπυργίου. Τελικά κατάφεραν οι συνήγοροι Στάθης Γιώτας και Γιώργος Πρασιανάκης να τον απαλλάξουν πείθοντας τους δικαστές να δεχθούν ότι και αυτά τα αδικήματα περιλαμβάνονταν στην αμνηστία.
Ένας σεμνός αγωνιστής
Με τη μεταπολίτευση επανήλθε στην υπηρεσία του κι έκτοτε ήταν και παραμένει πάντα μια ισχυρή παρουσία στον συνδικαλισμό. Είναι επίσης μέλος της εκτελεστικής επιτροπής και του Δ.Σ. του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών πάνω από 34 χρόνια.
Πρόκειται για ένα σεμνό αγωνιστή που αποφεύγει επιμελώς τη δημοσιότητα επιμένοντας σε όποιον του ζητά συνεντεύξεις ότι έκανε απλά το καθήκον του σαν Κρητικός.
Κι ας έχουν αφήσει τα βασανιστήρια επώδυνες καταστάσεις που κατά καιρούς τον ταλαιπωρούν.
Στον κ. Νίκο Απανωμεριτάκη οφείλουμε τις δυο αυτές ιστορικές φωτογραφίες από τις φυλακές της Αίγινας. Και είναι σημαντικό το ντοκουμέντο αυτό, διότι απαγορευόταν αυστηρά να κυκλοφορεί στις φυλακές φωτογραφική μηχανή. Οι κρατούμενοι όμως τα κατάφεραν.
Κι έχουμε αυτές τις μνήμες που μπορεί άλλους να θλίβουν αλλά για ανθρώπους όπως ο Νίκος Απανωμεριτάκης αποτελούν ένα ακόμα εύσημο για την αυστηρή του προσήλωση στα ιδανικά της Δημοκρατίας.
Για το κίνημα αυτό και τους συγκρατούμενους του Νίκου Απανωμεριτάκη, όπως ο Χαράλαμπος Γεωργακάκης, ο Σήφης Μαμαλάκης και άλλοι, θα επανέλθουμε με περισσότερα όταν κάνουμε το επίκαιρο αφιέρωμα στον αντιστασιακό αγώνα ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών από τη νεολαία της Κρήτης.
Η αποκάλυψη του Θανάση Απανωμεριτάκη για την μοναχή Μαγδαληνή
Ο Θανάσης Απανωμεριτάκης, στον οποίο κάναμε εκτενή αναφορά σε προηγούμενο αφιέρωμα, εκτός από τη Λαμπηνή και το ιστορικό ολοκαύτωμα που αναδεικνύει με νεότερα στοιχεία, είχε κάνει μια ακόμα ανακοίνωση για μια καλόγρια-γιατρό, ένα περιστατικό άγνωστο που παρουσιάζει όμως εξαιρετικό ενδιαφέρον. Και κρίνουμε σκόπιμο να το παραθέσουμε.
Αναφέρει σχετικά ο κ. Απανωμεριτάκης:
«Η επανάσταση του 1821 βρήκε στο ερειπωμένο σήμερα μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους, στα Σφακιά, μια καλόγρια από τη Λαμπηνή, που το μοναστικό της όνομα ήταν Μαγδαληνή. Οι πληροφορίες για την καλόγρια αυτή διασώθηκαν, απ’ όσα αναφέρει γι’ αυτήν ο Επίσκοπος Ιεροσητείας Γρηγόριος Παπαδοπετράκης, στο βιβλίο του: «Ιστορία των Σφακίων», που πρωτοεκδόθηκε στην Αθήνα, το 1888 και ανατυπώθηκε και πάλι στην Αθήνα, το 1971 και από δυο παραδόσεις, που είναι καταχωρημένες στο αρχείο του γνωστού Ρεθεμνιώτη λαογράφου Παύλου Βλαστού, τις οποίες παραθέτει ο Νίκος Ψιλάκης στο βιβλίο του: «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης». Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, η Μαγδαληνή αναγκάστηκε να φύγει από τη Λαμπηνή, γιατί την ήθελε για γυναίκα του ο Αχμέτης Αλμπάνης, που κατοικούσε στη Λαμπηνή και ήταν λεπρός. Ο Αχμέτης ήταν αδελφός του Οσμάν Αλμπάνη, του «αιμοβόρου εσπέχη», που κατοικούσε στο Ρέθυμνο.
Η Μαγδαληνή διδάχθηκε τα γράμματα και τις ιατρικές γνώσεις από ένα γέροντα μοναχό, ο οποίος ήταν πρακτικός γιατρός και είχε στην κατοχή του κάποιο ιατροσόφιο, το οποίο μετά το θάνατό του κληρονόμησε η Μαγδαληνή. Σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης, αλλά και μετά απ’ αυτήν, στη Μαγδαληνή κατέφευγαν οι άρρωστοι και οι πληγωμένοι, για να τους θεραπεύσει και να περιποιηθεί τις πληγές τους, καθώς, όπως αναφέρεται, είχε και χειρουργικές γνώσεις.
Με τη Μαγδαληνή συνδέεται και η αποχώρηση των Τούρκων από μια επιδρομή στα Σφακιά, γιατί, όταν οι Τούρκοι τη συνέλαβαν και την επίεζαν να τους υποδείξει σε ποιο μέρος έχουν καταφύγει οι Σφακιανοί επαναστάτες, τους απάντησε παραπλανητικά, ότι πριν από μια μέρα έφυγαν από τα Σφακιά, για να επιτεθούν στο Ρέθυμνο και στις ανατολικές επαρχίες, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να εγκαταλείψουν τα Σφακιά και να γυρίσουν στα μέρη τους, για να προστατεύσουν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους. Με τη Μαγδαληνή επίσης συνδέεται το οδυνηρό καθήκον της φροντίδας για τους νεκρούς, μετά τη μάχη του Φραγκοκάστελλου, στις 18 Μαΐου του 1828. Η Μαγδαληνή ήταν εκείνη που φρόντισε για την περισυλλογή των πτωμάτων, την ταφή των νεκρών και την καύση των πτωμάτων των Τούρκων. Η Μαγδαληνή είναι επίσης εκείνη, η οποία αναγνώρισε το ακέφαλο πτώμα του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη και αφού φρόντισε να βρει και το κεφάλι του, που οι Τούρκοι το είχαν μεταφέρει στο Καψοδάσος, το έθαψε στον περίβολο του έρημου σήμερα μοναστηριού.
Μια ακόμα σημαντική ιστορία από μια άγνωστη περίοδο της ιστορίας που αξίζει να μας απασχολήσει με αφορμή των επέτειο των 200 χρόνων της Εθνικής Παλιγγενεσίας».
(Ευχαριστούμε τον κ. Νίκο Απανωμεριτάκη για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών )