Είναι πολλές οι προσωπικότητες που έχει σκιαγραφήσει η ακούραστη πένα του Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι Και είναι βασισμένες σε τόση έρευνα και επάρκεια στοιχείων ώστε δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση. Οι περισσότερες γνωστές μόνο στους ερευνητές. Όπως για παράδειγμα ο θρυλικός Μπαλιώτης Γούμενος Γεράσιμος Πικράκις στο βίο του οποίου είναι αφιερωμένο και πολύστιχο δημοτικό τραγούδι που αρχίζει :
Ένας Πατέρας του Μπαλιού Γεράσιμος Πικράκις
πολύς και μέγας στην καρδιά μα στο κορμί μικράκις …..
Μια μεγάλη μορφή
Ήταν μια μεγάλη μορφή που αξίζει να γνωρίζουν οι νεότεροι. Αναλυτική βιογραφία του παραθέτει ο Μιχαήλ Παπαδάκις στο περιοδικό ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ Ο ΠΥΡΦΟΡΟΣ (τεύχος 26/1981).
Γεννήθηκε στις Μαργαρίτες γύρω στα 1840. Στα 1855, δέκα πέντε χρόνων έφηβο, τον πήρε δόκιμο στο Μοναστήρι Αττάλης στο Μπαλί ο Ηγούμενος Μελέτιος Καρτερής. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος. Κι η επανάσταση 1866-1869 τον βρήκε ιερομόναχο. Η γενναιότητά του αναδείχτηκε σύντομα και πολλές φορές δημιουργούσε δέος στους καπετανέους η εξαιρετική τόλμη που τον διέκρινε. Ήταν πρώτος στις πιο παράτολμες αποστολές.
Μια παράτολμη επιχείρηση
Η πρώτη που τον καταξίωσε και στις συνειδήσεις σαν ήρωα ήταν η παράτολμη εξόρμηση να κάνει ανεφοδιασμό καθώς είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν επικίνδυνα τα μπαρουτόβολα και τα τρόφιμα για τον αγώνα
Αποφάσισε όταν όλα είχαν κριθεί να πάει στη Σύρο με το πλοίο του Βασίλη Σοφού και να παραλάβει πολεμικό υλικό για τους επαναστάτες της πατρίδας του Η απόπειρα όμως στάθηκε άτυχη και μοιραία για τους περισσότερους. Οι Τούρκοι εντόπισαν και αιχμαλώτισαν το πλοίο έξω από τον όρμο της Αγίας Πελαγίας του Ηρακλείου, έσφαξαν τον πλοίαρχο και το γιο του και τους λοιπούς μαζί και τον Γεράσιμο τους οδήγησαν στη Σούδα. Ήταν φυσικό να τραβήξει ο κληρικός το ενδιαφέρον των εχθρών όπως αναφέρει και η λαϊκή μούσα.
Και τον Πατέρα ο Πασάς έκραξε και του είπε:
-Ποιος είσαι συ και που θα πας και τι ζητάς και τι είσαι ;
-Δάσκαλος είμαι Κρητικός αφέντη κι εκειά πάω
Όπ’ άκουσα πως γίνεται πόλεμος για να πάρω
Τσοι συγγενείς μου και λοιπούς τον Πάτερ Ζαχαρία
Του Καλλινίκου τσ’ αδερφές μαζί και τα παιδία
-Εσύ πως είσαι Κρητικός δεν μοιάζει η -γι’ εμιλιά σου
Δε φανερώνει Κρητικό μηδέ και η λαλιά σου
-Τρεις χρόνους έχω αφέντη μου εις το νησί τση Σμύρνης
Και η λαλιά μου άλλαξε γι’ αυτό δεν τη γνωρίζεις.
Πανέξυπνος ο Γεράσιμος ήξερε να αντιμετωπίζει τον εχθρό. Αυτή τη φορά όμως δεν στάθηκε τυχερός. Για τέσσερα μερόνυχτα μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους τους βασάνισαν απάνθρωπα Από τη φρικτή αυτή μεταχείριση δεν άντεξε ο ηγούμενος του Χαλεβή Σεραφείμ που ήταν μαζί και πέρασε στην Αθανασία.
Ευκαιρία απόδρασης
Ο Γεράσιμος Πικράκις δεν υπέκυψε στη μοίρα του. Μετά από συνεχή και ένθερμη προσευχή ο Θεός φαίνεται πως τον άκουσε. Είχαν περάσει 14 μέρες από τη σύλληψη όταν κατέβηκε ένας μαραγκός στο κάτεργο να διορθώσει μια τάβλα. Το μάτι του καλόγερου έπεσε αμέσως σε μια λίμα που ήταν ανάμεσα στα εργαλεία. Κατάφερε να την πάρει και σε λίγο χωρίς δεσμά μπόρεσε να διαφύγει και από την προσοχή του φρουρού και να βρεθεί στη θάλασσα. Ήταν σχεδόν γυμνός μέσα στο καταχείμωνο. Χωριό χωριό και χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει αρκετά ρούχα, βρέθηκε στ’ Ασκύφου.
Απ’ του Πατσούρο το πρωί στ’ Ασκύφου ανεβαίνει
Τσ’ επαναστάτες ηύρενε και αρχινά να λέει
Τα πάθη και τα βάσανα πουειδενε στη φρεγάδα
Απού τσοι βαρβαρότουρκους με τα άλλα παλληκάρια
Ξανά στον αγώνα
Εκεί στα Σφακιά ο Γεράσιμος με περιποίηση και φαγητό κατάφερε να συνέλθει κι αμέσως πήρε τον δρόμο για να συνεχίσει τον αγώνα. Καθ’ οδόν και μέχρι το Πρέβελη έτυχε φιλοξενίας από άλλους ιερείς.
Ο ηγούμενος Πρέβελη έσπευσε να τον αγκαλιάσει και αφού τον εφοδίασε με ζεστά ρούχα και τον άφησε να ξεκουραστεί ζήτησε να μάθει τα καθέκαστα. Εκείνος τα διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια αλλά «καθόταν» στα καρφιά.
Έτσι δεν έμεινε πολύ. Ήθελε το συντομότερο να φθάσει στα κέντρα των επιχειρήσεων. Έφτασε στον Ασώματο και κόνεψε σε φιλόξενο σπίτι. Εκεί ήρθε το μαύρο χαμπέρι του ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Αποσκέπαση ήρθε του αγωνιστή παπά. Πήρε τον δρόμο να φτάσει το ταχύτερο στο Μπαλί. Φοβήθηκε μήπως θα είναι το επόμενο κάστρο που θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων.
Έφτασε κάποτε και είδε ένα πλοίο με τα απαραίτητα να περιμένει. Έντρομος διηγήθηκε στον καπετάνιο τα παθήματά του και ζήτησε να φύγει το συντομότερο μην πάθει κι αυτός ότι πέρασε ο ίδιος στην Αγία Πελαγία.
Στο δόκανο του Μουσταφά
Δεν ήθελε να γίνει μάντης κακών κι όμως δεν άργησε να φθάσει η θύελλα και στο Μοναστήρι του. Ο Μουσταφά Πασσάς, ο καταστροφέας του Αρκαδίου έμαθε για τον εφοδιασμό της Μονής Μπαλί και πρωί πρωί κύκλωσε το μοναστήρι, όπως αναφέρει πάντα το δημώδες που παραθέτει ο Μιχαήλ Παπαδάκις στο περιοδικό ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ Ο ΠΥΡΦΟΡΟΣ.
Δεν έμεινε κελί να μην το κάνουν άνω κάτω οι Τούρκοι εισβολείς για να εντοπίσουν τα πολεμοφόδια και το Γεράσιμο που αναζητούσαν λυσσαλέα. Όταν δεν κατάφεραν να τον βρουν συνέλαβαν την αδελφή του, έναν υπηρέτη κι ένα μαθητή και τους μετέφεραν ομήρους στ’ Αγγελιανά που είχαν στρατοπεδεύσει.
Όσο και αν τους απείλησαν ωστόσο, όσο κι αν τους έταξαν παράδες και αξιώματα δεν κατάφεραν να αποσπάσουν καμιά πληροφορία Αναγκάστηκαν να τους αφήσουν ελεύθερους αλλά ο πασάς ορκίστηκε ότι θα βρει τον Γεράσιμο και θα τον κρεμάσει.
Νέα σύλληψη
Εκείνος αντί να προστατεύσει τον εαυτό του λίγο μετά τα γεγονότα προσπαθούσε να φθάσουν εφόδια στους επαναστάτες. Δεν άργησε να συλληφθεί. Τον έσυραν στις Σίσες δεμένο πισθάγκωνα και μετά από αλύπητο ξύλο τον μετέφεραν στο Κάστρο. Τον έβαλαν σ’ ένα καράβι και κει τον κρέμασαν από τα μαλλιά στο άλμπουρο.
Σχεδόν χωρίς μαλλιά τον μεταφέρουν αργότερα στα Χανιά και τον βάζουν στη φυλακή περιμένοντας να τον δικάσει ο πασάς και να τους δώσει το ελεύθερο να τον σφάξουν.
Ποια ήταν η έκπληξη του Γεράσιμου Πικράκι όταν ο Πασάς δήλωσε ότι δεν μπορεί να κάνει κακό στον αιχμάλωτο. Τι είχε συμβεί; Γιατί ξαφνικά ο τόσο επικίνδυνος καλόγερος να αφεθεί ελεύθερος;
Το δημώδες ποίημα δεν δίνει λεπτομέρειες. Η έρευνα όμως του Μιχαήλ Παπαδάκι μας δίνει τη συνέχεια με την παρακάτω ενδιαφέρουσα ιστορία.
Ανταπόδοση ευεργεσίας
Στα λιομαζώματα τέλος του 1866, αρχές του 1867, Μυλοποταμίτες έκαναν νυχτερινή επιδρομή σε τουρκοχώρι κοντά στο Ηράκλειο. Μαζί τους ήταν και ο Μπαλιώτης Ηγούμενος. Η επιχείρηση πήγε καλά. Οι αγωνιστές κατάφεραν να πιάσουν αιχμαλώτους και να πάρουν λάφυρα και τρόφιμα. Οι Τούρκοι που συνελήφθησαν ήταν κυρίως αιμοσταγείς και είχαν γίνει φόβος και τρόμος για τους χριστιανούς. Αυτούς τους καθάρισαν για να πάρει ανάσα η χριστιανική κοινότητα της περιοχής. Ανάμεσά στους άγριους Τούρκους ήταν κι ένα αγόρι 15-16 χρόνων, χλωμό και φαινόταν μισοπεθαμένο από το φόβο του. Ήταν τόσο συμπαθητικό και φαινόταν τόσο αθώο που ενώ κάποιοι καπετάνιοι πρότειναν να το σκοτώσουν κι αυτό ο Γεράσιμος τους έβαλε τις φωνές.
-Ντροπή μας να το χαλάσωμε στην κατάσταση απούναι.
Κι επειδή είδε πως δεν τους αλλάζει γνώμη έγινε πιο αποφασιστικός. Απαίτησε να μην το πειράξει κανένας και θα το έπαιρνε μαζί του. Έτσι κι έγινε. Πήρε ανάσα το Τουρκάκι, κοίταξε με ευγνωμοσύνη τον ευεργέτη του κι αφέθηκε στις περιποιήσεις του ίδιου και της αδελφής του. Εκεί με το καλό κλίμα, την άφθονη τροφή και την καλοπέραση ήρθε το παιδί και συνήλθε. Απέκτησε χρώμα στα μάγουλά του. Έγινε αγνώριστο. Ενώ όμως περνούσε τόσο καλά, καθόταν με τις ώρες μελαγχολικό και δυστυχισμένο. Μια μέρα ένα από τα παιδιά που ζούσαν επίσης στο μοναστήρι άκουσε το Τουρκάκι να κλαίει με λυγμούς και το είπε στον Ηγούμενο. Εκείνος δεν έχασε καιρό. Με το γλυκό του ύφος πήρε το παιδί παράμερα και ζήτησε να μάθει ποιος το είχε τόσο πολύ στενοχωρήσει κι έκλαιγε γοερά.
Εκείνο τότε άνοιξε την καρδιά του στον ευεργέτη του. Ήθελε να γυρίσει σπίτι του. Νοσταλγούσε βασανιστικά τους γονείς του που δεν είχαν κι άλλο παιδί και θα είχαν πέσει του θανατά από τη λύπη τους.
Όλοι το νόμιζαν χαμένο
Ο Γεράσιμος δεν μπορούσε να αφήσει άλλο το Τουρκάκι στο μαρτύριο της νοσταλγίας. Με προσοχή το κατέβασε στον Όρμο, βρήκε καραβοκύρη της εμπιστοσύνης του που φόρτωνε χαρούπι για το Ηράκλειο και το έστειλε με ασφάλεια στον Κύρη του.
Είναι περιττό να περιγράψουμε τι έγινε στο σπίτι του παιδιού που όλοι το θεωρούσα χαμένο όταν φάνηκε στην πόρτα υγιέστατο και καλοζωισμένο. Μετά τις πρώτες εκδηλώσεις χαράς, ο πατέρας που λεγόταν Σμάρογλους, ένας μεγαλοκτηματίας, μεγάλος μπέης στο Ηράκλειο, με ισχυρή δύναμη δεν ήξερε πώς να ανταποδώσει το καλό που έκανε ο Ηγούμενος του Μπαλί στο παιδί του.
Όταν πιάστηκε για δεύτερη φορά ο Γεράσιμος από τους Τούρκους, έγινε μεγάλος θόρυβος επειδή ακριβώς ήταν γνωστή η επαναστατική του δράση. Έφθασαν τα νέα και στο σπίτι του Σμάρογλου που δεν μπορούσε να αφήσει την ευκαιρία να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του. Έτρεξε στον πασά και του είπε τα καθέκαστα. Συγκινήθηκε ο πασάς αλλά και τι να κάνει; Ζητούσε πολλά ο Σμαρόγλους. Ακούς εκεί να του δώσει τον παπά να τον έχει στο κονάκι του κι όταν έρθει ο καιρός να δικαστεί να τον πάρει. Κι αν τον φυγάδευε στο μεταξύ; Δεν είχε καμιά διάθεση να βρει τον μπελά του από την Πύλη. Είπε λοιπόν στον μπέη ότι για να βοηθήσει τον ηγούμενο και να του χαρίσει τη ζωή χρειαζόταν φιρμάνι από τον ίδιο τον Σουλτάνο.
Τελευταία στιγμή
Ο Σμάρογλους δεν έχασε καιρό. Αξιοποίησε κάθε γνωριμία αλλά το φιρμάνι δεν ερχόταν. Απελπισμένος είδε να παίρνουν τον ηγούμενο και να τον πηγαίνουν στα Χανιά. Είχε φτάσει το τέλος του. Θα τον κρεμούσαν δεν υπήρχε αμφιβολία.
Κι εκεί που ο Γεράσιμος βρισκόταν αντίκρυ στον πασά έτοιμος να ακούσει την καταδίκη του μπήκε στην αίθουσα τρεχάτος ένας Τούρκος.
Ήταν ο Σμάρογλους που έφερνε το φιρμάνι της αμνηστείας του Μπαλιώτη Ηγούμενου από το Σουλτάνο και το έδωσε στον πασά. Και αυτός μόλις το είδε απόλυσε αμέσως τον Γεράσιμο.
«Αφήστε τονε τον Παπά δεν έχω ίντα κάμω
Γιατ’ έχω τέθοιο ντεσκαρέ ντρέτ’ από το Σουλτάνο»
Ο Γεράσιμος Πικράκις όμως δεν έμεινε στο περιθώριο παρά τους κινδύνους. Όσα πέρασε δεν τον τρόμαξαν καθόλου. Συνέχισε τις ηρωικές του πράξεις. Έζησε μέχρι το 1909. Ευτύχησε να δει την ελευθερία του νησιού. Συναντήθηκε και μίλησε με τον Πρίγκηπα Γεώργιο τον πρώτο αρχηγό της Κρητικής Πολιτείας. Αυτή τον τίμησε με τον τίτλο το «Αγωνιστή» και του έδωσε σύνταξη. Ο Ηγούμενος την αρνήθηκε με θυμό. Για ποιόν τον πέρασαν; Θα πληρωνόταν για τα όσα πρόσφερε στην πατρίδα του;
Έζησε με ήθος κι εντιμότητα. Στα 69 του χρόνια μεταφέρθηκε με ημιπληγία στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Κι εκεί πέρασε στην αιωνιότητα. Θάφτηκε στο μοναστήρι αλλά και η μνήμη του ξεθώριασε με τα χρόνια. Όπως συνέβη με τόσους αγωνιστές που δεν έτυχε να ασχοληθεί ιστορικός με τη ζωή και το έργο τους.