Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΧΠΙΝΗ*
* Γράφει όπως τα έζησε και τα θυμάται ο Γιάννης Τσαχπίνης, τότε 7 ετών και σήμερα 79 ετών
Η γερμανική επίθεση από τον αέρα εναντίον της Κρήτης, άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1941.
Μετά από βομβαρδισμό πολλών αεροσκαφών, αρχίσανε οι ρίψεις αλεξιπτωτιστών στα Χανιά και ταυτόχρονα αρχίσανε προσγειώσεις αεροσκαφών με πεζοπόρα τμήματα.
Τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας εκδηλώθηκε η επίθεση και στις περιοχές Ρεθύμνης και Ηρακλείου παρά την ηρωικήν αντίσταση του Κρητικού λαού δέκα ημερών έληξε η μάχη της Κρήτης, με επικράτηση των Γερμανών.
Το πολεμικό μήνυμα είχε φθάσει παντού. Στο χωριό μου Καπεδιανά οι κάτοικοι, είχανε βγει από τα σπίτια τους, να ρωτούν ο ένας τον άλλον, να φύγουν ή να μείνουν στα σπίτια τους; υπήρξε μεγάλη αναστάτωση. Ακόμα δεν είχανε ξεχάσει τον Μικρασιαστικό πόλεμο, που ζήσανε, εγκαταλείποντας πίσω τους, την πατρίδα τους, τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους και όλα τ’ αγαθά τους και να φθάσουν στο χωριό Καπεδιανά για μόνιμη διαμονή. Το κράτος, τους είχε δώσει ένα μικρό σπίτι να στεγαστούν και λίγα στρέμματα γης, να την καλλιεργούν για να ζήσουν. Τα καταφέρανε, μέσα σε 20 χρόνια να δημιουργηθούν προς το καλύτερο. Εκεί που βλέπανε ότι όλα πάνε καλά και θα γίνουν ακόμα καλύτερα, το θλιβερό μαντάτο του γερμανικού πολέμου, τους αναστάτωσε και δεν ξέρανε από εδώ και πέρα τί τους περιμένει.
Μετά από λίγες ημέρες, πέσανε οι πρώτες τρεις βόμβες πιο πάνω από το χωριό, στην θέση Αλώνια. Ακούγαμε τους κρότους και βλέπαμε τους καπνούς. Η μία δεν εξερράγη, έμεινε εντός του εδάφους. Οι χωριανοί φοβούμενοι μήπως πέσουν και μέσα στο χωριό, φύγανε αναζητώντας χώρο να προστατευτούν. Έτσι οι περισσότεροι πήγαμε σε σπηλιά προς τον Βρύσινα, στην θέση Πλατύλαγγο. Οι υπόλοιποι πήγανε σε σπηλιά του Χρωμοναστηρίου. Στον γάιδαρο φορτώσανε οι γονείς μου, σκεπάσματα, λίγα τρόφιμα, νερό και το απόγευμα φύγαμε. Φθάσαμε εκεί σκοτεινά. Είχε έλθει κοντά μας από το χωριό Μύλοι και η οικογένεια του Ζαχαρία Δρυγαννάκη. Μείναμε εκεί αρκετές ημέρες. Θυμάμαι τον γιο τους, Αντώνη, τον δάγκωσε ένας σκορπιός στο αριστερό του χέρι και πρήστηκε. Ζεστάνανε γάλα των προβάτων, το έβαλε πολλές φορές μέσα και έγινε καλά.
Οι μητέρες από κάθε οικογένεια, έξω από την σπηλιά είχανε φτιάξει από ένα τζάκι με δύο πέτρες, ένα τσικάλι επάνω και με φωτιά από ξύλα, μαγειρεύανε φαγητό για την οικογένειά τους. Υπήρχε μεγάλο πρόβλημα στη διατροφή, περισσότερο στα παιδιά. Ένα μικρό παιδί είχε ανάγκη από γάλα και δεν είχε η μάνα του να του δώσει. Τότε ο πατέρας του, πήγε και άρμεξε μία γαϊδούρα και του έδωσαν. Τα μεγαλύτερα πηγαίνανε στα γύρω χωράφια για αναζήτηση και άλλης τροφής, όπως: σύκα, αχλάδια, μούρα και ότι άλλο βρίσκανε μπροστά τους.
Οι Γερμανοί περάσανε από το χωριό και συναντηθήκανε με λίγους χωριανούς, που τύχανε εκεί για να πάρουν τρόφιμα για τις οικογένειές τους που ήτανε στις σπηλιές, αλλά δεν τους είπανε τίποτα. Έτσι πήγε το μήνυμα στις σπηλιές να γυρίσουν όλοι πίσω στα σπίτια τους, χωρίς κανένα φόβο. Στη συνέχεια πηγαίνανε κανονικά στις εργασίες τους, με την σκέψη πάντοτε μήπως κάτι τους συμβεί.
Μία μέρα ο θείος μου έβοσκε τα πρόβατά του στην περιοχή του Βρύσινα. Εκεί σε απόσταση περίπου 150μ. κάτω από την κορυφή, είδε περίπου 15 Γερμανούς και δεν του είπανε τίποτα. Μετά από λίγες ημέρες που ξαναπέρασε από εκεί, ήτανε πάλι στο ίδιο μέρος και είχανε βάλει συρματόπλεγμα πιο κάτω από την εκκλησία, γύρω – γύρω από την κορυφή και κατάλαβε ότι διαμένουν εκεί. Την επόμενη φορά πλησίασε ένας Γερμανός και του είπε στα ελληνικά, ότι εμείς θα μένουμε εδώ και ότι, να μην πλησιάζουν τα πρόβατα και ο ίδιος κοντά στο συρματόπλεγμα, γιατί από έξω και από μέσα, έχουμε βάλει νάρκες. Αυτός ήτανε ο επικεφαλής του φυλακίου και τ’ όνομά του ήτανε Γιώργος. Όπως έμαθα μετά από πολλά χρόνια, η μάνα του, ήτανε Ελληνίδα και η καταγωγή του ήτανε από την Αυστρία.
Επίσης, θυμάμαι ακόμα και τα παρακάτω: 1ον: Ένας άλλος χωριανός που έβοσκε και αυτός τα πρόβατά του στον Βρύσινα, πρόσεξε το συρματόπλεγμα, πλησίασε, αφαίρεσε από αυτό για δική του χρήση. Όμως οι Γερμανοί τον είδανε, του κάνανε την παρατήρηση και του είπανε ότι έχουν βάλει νάρκες σε όλη την περιοχή και υπάρχει κίνδυνος να τραυματιστεί. Αυτός μετά από λίγες ημέρες πήγε πάλι σε άλλο σημείο, που δεν φαινότανε από το φυλάκιο, να βγάλει πάλι πλέγμα, αλλά πάτησε μία νάρκη και του έκοψε το ένα του πόδι. Οι γύρω βοσκοί ειδοποιήσανε την οικογένειά του και τον μεταφέρανε με τα χέρια στο χωριό Αρμένοι, εξ αιτίας του τραυματισμού από τους Γερμανούς, δεν προέκυψε σοβαρή κατάσταση εις βάρος των χωριανών. 2ον: Μία ημέρα περάσανε από το χωριό μας δύο Γερμανοί. Σταματήσανε στο καφενείο του πατέρα μου. Ήτανε κλειστό. Φωνάξανε την μάνα μου να το ανοίξει με νοήματα, λέγοντας μόνο βίνο – βίνο, δηλαδή κρασί. Δεν τους άνοιξε γιατί φοβήθηκε. Τότε ο ένας με μία κλωτσά, έσπασε την πόρτα και μπήκανε μέσα. Ήπιανε όσο θέλανε και φύγανε χωρίς να πληρώσουν.
Μετά από μέρες πέρασε και ο επικεφαλής τους, Γιώργος, από το χωριό. Τον είδε η μάνα και του είπε αυτό που συνέβη με τους δύο Γερμανούς και ότι εγώ Γιώργο έχω έξι παιδιά πώς θα τα ζήσω; Αυτός της είπε. Εγώ θεία μετά από λίγες ημέρες θα περάσω πάλι από εδώ. Θα τους κάνω την παρατήρηση και θα τα πληρώσουν όλα. Πράγματι πέρασε και της έδωσε τα χρήματα για την πόρτα και για τα ποτά.
Η συμπεριφορά του αυτή αποδεικνύει την πραγματική του καταγωγή, παρά που είχανε περάσει πολλά χρόνια απέδειξε φανερά ότι ο οργανισμός του είχε το ελληνικό αίμα της μάνας του και ότι ήτανε και είναι αδύνατο να γίνει γερμανικό. Πιστεύω εξ αιτίας του, δεν προκύψανε σοβαρές καταστάσεις στους κατοίκους των γύρω χωριών κατά το διάστημα της παραμονής τους. Επίσης όχι μόνο αυτό, αλλά προσφέρανε και δώρα στα παιδιά (καραμέλες, ψωμί) και επιτρέπανε την είσοδο, σε αυτούς που πηγαίνανε για προσκύνημα στο Άγιο Πνεύμα. 3ον: Ένα βράδυ είπε ο πατέρας: Γιάννη πήγαινε στον στάβλο να βάλεις άχυρα στις αγελάδες. Άναψα το φανάρι για να βλέπω. Όταν βγήκα έξω, στον δρόμο, αμέσως άκουσα πυροβολισμούς από το φυλάκιο των Γερμανών και γύρισα στο σπίτι. Όταν βλέπανε φωτισμό την νύχτα, πάντα πυροβολούσανε.
Μετά από τις παρεμβάσεις όλων των κρατών που είχανε εμπλακεί με τον γερμανικό πόλεμο από την αδικαιολόγητη επίθεση εναντίον τους, σήμανε η απόφαση της λήξης αυτού, και ν’ αποχωρήσουν οι Γερμανοί από αυτά, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Έτσι μόλις το φυλάκιο του Βρύσινα πήρε το μήνυμα της αποχώρησής του, αφαιρούσανε τις νάρκες, πήρανε ότι στρατιωτικό υλικό είχανε και αποχωρήσανε.
Αμέσως μετά, από τον Ελληνικό Στρατό, πραγματοποιήθηκε έλεγχος του ναρκοπεδίου για τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει ουδείς κίνδυνος. Το συρματόπλεγμα το πήρανε οι κάτοικοι των γύρω χωριών για δική τους χρήση.
Επίσης και ο Ιερέας της ενορίας Ρουσσοσπιτίου μετέβη στον Βρύσινα και έλεγξε σε τι κατάσταση βρισκότανε η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος. Διαπίστωσε ότι το κτίριο μέσα και έξω δεν είχε φθορές. Οι δε εικόνες, ήτανε όλες συγκεντρωμένες σ’ εσωτερική γωνία της εκκλησίας επίσης, χωρίς φθορές.
Έτσι στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 είχε τελειώσει ο πόλεμος. Οι κάτοικοι του χωριού αντέξανε και αυτή την σκληρή δοκιμασία. Συνηθισμένοι από την προηγούμενη το 1922. Ξανά από την αρχή, να δημιουργηθούν, να φύγουν από την επικίνδυνη και στερημένη ζωή και να ζήσουν ελεύθερα αλλά και καλύτερα. Χαρούμενοι ήτανε που φύγανε οι Γερμανοί.
Μπροστά τους μετά είχανε το μέλλον, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από αυτούς, πως θα συμπεριφερθούν το παρόν τους.
Σήμερα έχουν περάσει 72 χρόνια. Οι παππούδες και οι γονείς μας έχουν φύγει από την ζωή. Εμείς μικρά παιδιά τότε. Σήμερα σε μεγάλη ηλικία τα θυμόμαστε και τα διηγούμαστε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας, τα όσα ζήσαμε στην γερμανική κατοχή.
Νομίζουν ότι υπερβάλουμε. Πιστεύουν περισσότερο στη σημερινή εξέλιξη, που την πατρίδα, την οικογένεια και την θρησκεία μας την συμβολίζουν οι άχρωμες σκέψεις που οδηγούν τα ιερά ιδανικά μας, στην εξαφάνιση, αγνοώντας τα όσα έχουν προσφέρει στην ανθρωπότητα οι πρόγονοί μας.
Υπάρχουν όμως ακόμα περιθώρια να επανέλθει η λογική και ενωμένοι όλοι μαζί να φθάσουμε εκεί που μας αξίζει. Οι Έλληνες το δείχνουν πάντοτε όταν θα παρουσιαστεί ανάγκη.
Αυτή ήτανε μια πραγματική ιστορία που την βιώσαμε όλοι μαζί, την γερμανική κατοχή. Είναι όλα γραμμένα βαθιά στην μνήμη μας και ποτέ δεν είναι δυνατόν να σβήσουν από αυτήν. Ακόμα και σήμερα, εγώ που επισκέπτομαι το χωριό μου, που έζησα μικρός, τα συναντώ όλα μπροστά μου, αναστενάζω για λίγο, προχωρώ λέγοντας, δοξάζω το Θεό που μας βοήθησε και ζήσαμε. Επίσης ακόμα εις το μέλλον, ποτέ η χώρα μας να μην γνωρίσει ξανά παρόμοια εποχή.
* Ο Γιάννης Τσαχπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός