Εγκαινιάστηκε την Τρίτη η έκθεση φωτογραφίας «Γεφυρώνοντας Πολιτισμούς» της Κατερίνας Καλογεράκη, με επιμέλεια του Ιωάννη Ν. Αρχοντάκη στο Art Cafe Arokaria (Σαλαμίνος 7-Παλιά Πόλη Ρεθύμνου).
Η έκθεση που θα διαρκέσει έως τις 30 Σεπτεμβρίου, γίνεται στο πλαίσιο του Διεπιστημονικού-Καλλιτεχνικού Συμποσίου με θέμα «Το Ανθρώπινο Σώμα και Βίωμα στην Εποχή της Σύγχρονης Κρίσης υπό το Πρίσμα της Επιστήμης και της Τέχνης», που διοργανώνεται από τον Μάριο Α. Πουρκό, καθηγητή στο Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Κρήτης και θα πραγματοποιηθεί στις 16 και 17 Ιουνίου 2016.
Η έκθεση συνδιοργανώνεται από την Περιφέρεια Κρήτης, την Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, τον Δήμο Πλατανιά, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, την International Society for Cultural-Historical and Activity Research, το Art Café Arokaria και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Χανίων -Ελαιουργείον.
Για την έκθεση και τα έργα της Κατερίνας Καλογεράκη, γράφει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Μάριος Πουρκός:
«Η εν λόγω έκθεση αποτελεί ένα μέρος μόνο της φωτογραφικής σειράς «Συνηθισμένοι Άνθρωποι» της Κατερίνας Καλογεράκη, όπου σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνονται αντίστοιχα πορτραίτα Ελλήνων και Ελληνίδων. Από τον τίτλο της έκθεσης κατανοεί κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με το σύνθετο ζήτημα της προσαρμογής, ανάπτυξης και οικειοποίησης ενός ανθρώπου που η μοίρα του τον ανάγκασε να μεταναστεύσει και να εγκατασταθεί και να ζήσει σε ένα άλλο πολιτισμικό σύστημα που στην προκειμένη περίπτωση είναι αυτό της Μεγάλης Βρετανίας. Αλήθεια, πόσο εύκολη είναι η διαδικασία αυτή οικειοποίησης, όσμωσης και γεφυρώματος των πολιτισμών όταν είναι κάποιος αναγκασμένος να ζήσει και να εργαστεί σε ένα διαφορετικό από το δικό του πολιτισμικό σύστημα, σε μια χώρα με διαφορετικό σύστημα αξιών και πολιτισμικών πρακτικών; Για το σύνθετο αυτό θέμα υπάρχουν σήμερα αρκετά ερευνητικά δεδομένα που μας διαφωτίζουν σχετικά την πολιτισμική ετερότητα και τις διαδικασίες πολιτισμικής προσαρμογής. Το ζήτημα αυτό γίνεται ακόμη πιο ευαίσθητο σήμερα αν λάβουμε υπόψη την ανθρώπινη αγωνία και απόγνωση της πρόσφατης μετανάστευσης πληθυσμών στην Ευρώπη του 21ού αιώνα. Η θεματική της έκθεσης αυτής είναι επίκαιρη παρά ποτέ σε σχέση με αυτά που βλέπουμε και βιώνουμε καθημερινά στη ζωή μας με το προσφυγικό πρόβλημα.
Στην παρούσα έκθεση φωτογραφίας έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα ηλικιωμένα που φαντάζομαι ότι τώρα αν ακόμη ζουν και κοιτάζουν στον καθρέφτη, δεν θα πιστεύουν στην παραμόρφωση που τους προκάλεσε ο αδυσώπητος χρόνος που δεν νικιέται με τίποτα και μάλιστα μακριά από την πατρίδα τους, μακριά από τα πρόσωπα του δικού τους πολιτισμού, μακριά από τη γη τους, τις μοναδικές συζεύξεις που ανάπτυξαν στην παιδική τους ηλικία και που θα παραμείνουν πάντα στην ενσώματη μνήμη τους μέχρι να πεθάνουν. Με τον χρόνο δεν μπορεί κανείς να παλέψει και αυτό το αισθάνεται πολύ περισσότερο όταν κάποιος είναι ξενιτεμένος και για αυτό είναι καλό να τον έχει φίλο, όχι εχθρό. Κι αν προσπαθήσει να τον νικήσει μόνο με την τέχνη, απλώς εξαπατάται. Η τέχνη έχει και αυτή τις πονηριές της, τις κρυφές της συνωμοσίες, αλλά ευτυχώς και παρηγοριές της. Η τέχνη όπως και η επιστήμη στήνουν παγίδες στην ύπαρξή μας, μήπως και κρατηθεί κάτι σταθερό, αντικειμενικό και αιώνιο. Τίποτα όμως δεν μπορεί κανείς να κρατήσει σταθερό και αν το προσπαθήσετε σε πείσμα του χρόνου, να ‘σαστε σίγουρες και σίγουροι ότι θα ζείτε απλώς μια δυστυχισμένη ζωή. Θα ήταν καλύτερα να μάθουμε από το χρόνο και να δεχόμαστε τις αλλαγές και να τις αξιοποιούμε προς όφελός μας ζώντας και ρέοντας στο εδώ και τώρα.
Οι φωτογραφίες της έκθεσης είναι μάρτυρες των χρόνων που πέρασαν στο σώμα των προσώπων που αναπαριστούν. Και αυτές όμως τις/τους εξαπατούν γιατί τις βλέπουμε τώρα να στέκονται αμετάβλητες παρότι αυτές και αυτοί μεταβάλλονται συνεχώς, όπως και εμείς βέβαια και κάθε πλάσμα σ’ αυτό τον πλανήτη. Είναι φοβερό πως όλα γίνονται με ένα ρυθμό αναπότρεπτο. Ότι όλοι μας θα πασουμε να ζούμε. Η Γη δεν μπορεί να σηκώσει με τίποτα το βάρος μιας αθανασίας μας. Έχετε φανταστεί ποτέ τι θα γινόταν αν οι άνθρωποι δεν πέθαιναν στη γη; Η κόλασή μας θα πολλαπλασιαζόταν αφάνταστα.
Γι’ αυτό μάλλον κάνουμε τέχνη, επειδή η ζωή μας έχει ένα τέλος, φτάνοντας σε ένα τίποτα είτε το θέλουμε είτε όχι. Όπως είπε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος «Άκουσε τι λέγει ο Σολομώντας, που γνώρισε τα παρόντα πράγματα·«έχτισα», λέγει, «για τον εαυτό μου σπίτια, φύτεψα κήπους και παραδείσους, αμπελώνες και πισίνες με νερά, απέκτησα χρυσό και άργυρο, όρισα να μου τραγουδούν τραγουδιστές και τραγουδίστριες, απέκτησα πρόβατα και βόδια» (Εκκλ. 2, 4-8). Πραγματικά κανένας δεν έκαμε τόσο τρυφηλή ζωή, κανένας δεν υπήρξε τόσο ένδοξος, κανένας τόσο σοφός, κανένας τόσο άρχοντας, κανένας δεν είδε τα πράγματα να συμβαίνουν τόσο πολύ όπως τα ήθελε αυτός. Τι λοιπόν; Τίποτε από αυτά δεν ωφελήθηκε αλλά τι λέγει μετά από όλα αυτά; «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» (Εκκλ. 1, 2).
Το φωτογραφικό υλικό της κυρίας Καλογεράκη εκπέμπει μια γνησιότητα, μια αυθεντική συγκίνηση και αλήθεια, ένα ενσυναισθητικό κάλεσμα προς την πολιτισμική ετερότητα. Το μεγάλο του μυστικό μου φαίνεται ότι είναι τα μάτια των προσώπων που φωτογράφισε. Στα μάτια των προσώπων αντικατοπτρίζεται από τη μια η κατανόηση, η αποδοχή, η ελπίδα, και από την άλλη η θλίψη, ο θυμός, η μελαγχολία, η νοσταλγία. Είναι βέβαια και η συνολική μορφή και έκφραση του προσώπου τους που είναι απλές και καθαρές, πρόσωπα που νοσταλγούν πραγματικούς ανθρώπους, πρόσωπα που δεν γίνεται να επινοούν τις ρίζες τους και που όμως χάρη στο φως αντέχουν δημιουργώντας όσο είναι αυτό δυνατό γέφυρες συνύπαρξης, επανακαθορίζοντας κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό, την ταυτότητα και τη θέση τους στον νέο γι’ αυτά κοινωνικο-πολιτισμικό κόσμο της Μεγάλης Βρετανίας.
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω την Χρυσούλα Σκεπετζή, εικαστικό-ποιήτρια, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να κουμπώνει με δημιουργικό πνεύμα συνεργασίας στην προβληματική των επιστημονικών μας δραστηριοτήτων (στο πλαίσιο του αναφερόμενου πιο πάνω Διεπιστημονικού-Καλλιτεχνικού Συμποσίου θα επιμεληθεί πολλές από τις εκθέσεις (σύνολο 5) που τα εγκαίνιά τους θα γίνουν κατά την έναρξη του συμποσίου). Ευχαριστώ επίσης τον Ιωάννη Αρχοντάκη για τη διοργάνωση της παρούσας έκθεσης και την Κατερίνα Καλογεράκη για το ευαίσθητο έργο της και για την τιμή που μας έκανε να ήταν μαζί μας στα εγκαίνια της έκθεσης. Ευχαριστώ επίσης την Στέλλα Ανωμεργανάκη για την ευγενική της χειρονομία να μας παραχωρήσει το Καφέ Αροκάρια για να φιλοξενηθεί η παρούσα έκθεση φωτογραφίας.
Θα ήθελα να τελειώσω με ένα δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς με τίτλο «Θέλω να πας στην ξενιτιά» και με ένα ποίημα δικό μου.
Θέλω να πας στην ξενιτιά
Θέλω να πας στην ξενιτιά να κάμω τριάντα ημέρες
και η ξενιτιά με γέλασε και κάνω τριάντα χρόνους.
Περικαλώ σε, ξενιτιά, αρρώστια μη μου δώσεις.
Η αρρώστια θέλει πάπλωμα, θέλει παχύ στρωσίδι,
θέλει μανούλας γόνατα, θέλ’ αδερφής αγκάλες,
θέλει πρώτες ξαδέρφισσες να κάθονται κοντά σου,
θέλει και σπίτι να είν’ πλατύ, να στρώνει, να ξιστρώνει.
Όσο ‘χει ο ξένος την υγειά, ούλοι τον αγαπάνε.
Μα ‘ρθε καιρός κι αρρώστησε βαριά για να πεθάνει
κι ο ξένος αναστέναξε και η γης αναταράχτη:
-Να είχα νερ’ απ’ τον τόπο μου και μήλ’ απ’ τη μηλιά μου,
σταφύλι ροδοστάφυλο απ’ την κληματαριά μου.
Το ποίημα που αναφέρεται πιο κάτω έχει τίτλο «Όπου σε πάει η καρδιά σου…» και είναι δικό μου, το οποίο είχα γράψει πριν πολλά χρόνια και αναφέρεται στο χωριό μου Τριμίκλινη στην Κύπρο.
Όπου σε πάει η καρδιά σου…
Σ’ αγαπώ… μέσα στη σιωπή σου
και την ομορφιά σου.
Για το χωραφάκι με τις τριανταφυλλιές σου.
Για τις στέγες σου…
Γιατί έκανα αυτή τη διαδρομή για να σε συναντήσω;
Σ’ ένα ξεραμένο δέντρο ανέβηκα
δέντρο της γνώσης λένε
για να δω μήπως υπάρχει η στέγη που ψάχνω.
Με κριτήριο την ύπαρξή σου
θυμώνω για τον πολιτισμό μας.
Γιατί να ‘μαι ακόμη μακριά σου;
Σ’ αγαπώ…
Κοιτάζοντας λοιπόν τις φωτογραφίες της έκθεσης μιλάτε και βλέπετε τον εαυτό σας μέσα από τη σιωπή του άλλου. Και αν καταφέρετε να εκφράσετε το τραγούδι του τραγουδιού που μας ενώνει, τότε η έκθεση θα έχει πετύχει τον βασικό της στόχο».
Ώρες λειτουργίας της έκθεσης: Από Δευτέρα έως Κυριακή 10:00 -22:00, είσοδος ελεύθερη.