Αξιοσέβαστος απ’ όλους ήταν ο δάσκαλος, ποιητής και αγωνιστής Γεώργιος Ανδρ. Βαρδιάμπασης.
Σ’ όλη του τη ζωή φρόντιζε να τιμά την ιστορική γενιά του.
Γεννημένος στα Λιβάδια το 1870, σπούδασε δάσκαλος στο Διδασκαλείο Χανίων και εργάστηκε κυρίως στα Δημοτικά Σχολεία Λιβαδίων και Ρουστίκων, ενώ παράλληλα άσκησε καθήκοντα δημόσιου κατήγορου στα ειρηνοδικεία της περιφέρειας που υπηρέτησε. Έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος Μυλοποτάμου στην Επαναστατική Συνέλευση της Κρήτης το 1897, ως εθελοντής στον Μακεδονικό Αγώνα το 1905 και ως οπλαρχηγός εθελοντικού σώματος στην Ήπειρο το 1912-1913.
Είχε μια όμορφη οικογένεια και όπως κάθε γονιός είχε επενδύσει ελπίδες ζωής στ’ αγαπημένα του πρόσωπα.
Ο γιος του, Ανδρέας αποφάσισε να γίνει παπάς κι εκείνος ευλόγησε την επιλογή, καθώς ήταν αντάξια της γενιάς που πίστευε στις αξίες της θρησκείας και της οικογένειας.
Kι ήρθε ο πόλεμος
Κι ήρθαν οι μαύρες μέρες μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Ναζί.
Ο Γεώργιος Βαρδιάμπασης βίωνε όπως όλοι του καιρού του την τραγωδία της ναζιστικής κατοχής, νιώθοντας το αίμα του να βράζει. Τα έβαζε με το χρόνο που δεν του επέτρεπε πια να κυνηγά το όραμα της λευτεριάς με την παλιά του δύναμη.
Για τα γεγονότα που οδήγησαν τη μνήμη του Βαρδιάμπαση στην Αθανασία, αναφέρει ο λαογράφος, ιστορικός και εκπαιδευτικός Γεώργιος Σμπώκος, πρώην δήμαρχος Ανωγείων:
Mια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας
«Βρισκόμαστε στην περίοδο του 1943. Η πλάστιγγα της νίκης έχει πλέον γείρει προς τη μεριά των Συμμάχων και η αντίστροφη μέτρηση για τους θριάμβους του Γ’ Ράιχ έχει αρχίσει. Οι Γερμανοί έχουν καταλάβει ότι ο πόλεμος χάθηκε γι’ αυτούς και αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για τη σωτηρία και την υποχώρησή τους. Στην Κρήτη ο αγώνας της Αντίστασης γιγαντώνεται και ο Ψηλορείτης γίνεται το κέντρο του αντάρτικου αγώνα. Στρατηγικό σχέδιο των Γερμανών είναι η υποχώρηση και η συγκέντρωσή τους, στα Χανιά απ’ όλη την Κρήτη. Όμως η γνώση για την αύξηση της δύναμης των ενόπλων αντάρτικων σωμάτων του Ψηλορείτη και τα στενά περάσματα διέλευσης κατά την υποχώρηση, ιδιαίτερα των πολυπληθών τμημάτων του Ηρακλείου μέσω Μυλοποτάμου και Αμαρίου, αυξάνουν τον φόβο και την αγωνία τους. Άμεσα βάζουν σε ενέργεια σχέδιο με στόχο τη διάλυση των αντάρτικων σωμάτων του Ψηλορείτη και την κατατρομοκράτηση των ορεινών πληθυσμών του. Επιχειρούν επιδρομές στα ορεινά του Ψηλορείτη με αφετηρίες το Ηράκλειο, τον Κρουσώνα, το Γαράζο, το Γενί Γκαβέ, το Αρκάδι και το Τυμπάκι. Στις επιδρομές συμμετέχει κι ένας μεγάλος αριθμός βδελυρών υποκειμένων, τα οποία ο λαός ονόμασε δοσίλογους και Γκεσταπίτες.
Προσπάθειες εκφοβισμού
Πρώτες επιδρομές πραγματοποιούνται από τις δυνάμεις Τυμπακίου, που κτενίζουν τη νότια πλευρά του Ψηλορείτη και φθάνουν ως την περιοχή της Νίδας. Λεηλατούν, αρπάζουν κοπάδια και άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα. Στη Νίδα συλλαμβάνουν αρκετούς βοσκούς εκ των οποίων τελικά έξι Ανωγειανοί οι: Ιωάννης Μανουράς, Γεώργιος Σμπώκος, Θεόδωρος Σμπώκος, Μιχάλης Κουνάλης, Βασίλης Κουνάλης και Κωνσταντίνος Σταυρακάκης οδηγούνται όμηροι στα Χανιά και επιβιβάζονται σε πλοίο με προορισμό τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το πλοίο βυθίζεται από αγγλικά αεροπλάνα έξω από τη Σούδα και όσοι βρισκόταν σ’ αυτό σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν, πλην ολίγων Ιταλών που γνώριζαν κολύμπι και διασώθηκαν. Στόχος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στη νότια πλευρά του Ψηλορείτη ήταν να εξαναγκάσουν τους Αντάρτες να κινηθούν προς τη Β. πλευρά του Ψηλορείτη, όπου πίστευαν ότι οι δυνάμεις τους θα μπορούσαν να τους εγκλωβίσουν και εξουδετερώσουν. Σχεδόν ταυτόχρονα μεγάλες δυνάμεις των Γερμανών κινούνται από Ηράκλειο και μέσω Κρουσώνα, Γωνιών, Σισάρχων και Ανωγείων, κτενίζουν κυριολεκτικά τη Β.Α πλευρά του Ψηλορείτη και όσους συλλαμβάνουν στην καθορισθείσα από αυτούς απαγορευμένη ζώνη, τους εκτελούν αμέσως. Στη θέση Μαυριάς, παρά τη Ζώμινθο, συλλαμβάνονται οι: Βενιζέλος Νύχταρης από τα Λιβάδια, Χαρ. Τουπής και Βασίλειος Ξυλούρης από τ’ Ανώγεια -ο τελευταίος μικρό παιδί 12 ετών- και εκτελούνται επί τόπου. Στη θέση Ασφενταμιάς, συλλαμβάνεται και ο Μιχαήλ Βρέντζος, ο οποίος οδηγείται στη Νίδα κι εκεί εκτελείται κατά τον πιο απάνθρωπο τρόπο από τον Γκεσταπίτη Μαγιάση, τον οποίο, μετά την απελευθέρωση, έσφαξε μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου στο Ηράκλειο, όπου δικαζότανε, ο Γεώργιος Βρέντζος ή Τηγανίτης, αδελφός του Μιχάλη.
Η τραγωδία στον Γουρνόλακκο
Ακολουθεί η δράση ισχυρού γερμανικού αποσπάσματος το οποίο ξεκινά από το Αρκάδι και κτενίζει το Αβδελιανό, Αγιομαμήτικο, Καλυβιανό και Λιβαδιώτικο Αόρι. Στην πορεία τους συλλαμβάνουν 12 βοσκούς και 2 παιδιά. Φθάνουν και διανυκτερεύουν στη θέση Βικιά Λαγκός. Το πρωί της επομένης 3-9-1943 κατεβαίνουν οδηγώντας τους συλληφθέντες στον Γουρνόλακκο, στα όρια του Ζωνιανού και Λιβαδιώτικου Αοριού και αφού έδιωξαν τα δυο παιδιά τον Μιχάλη Πρινάρη από τους Αβδανίτες και το Ιωάννη Λαμπρινό από τον Αβδελλά ετοιμάζονται να εκτελέσουν τους υπολοίπους. Όμως τα 12 υπέροχα παλικάρια δεν δέχονται τον παθητικό θάνατο και αστραπιαία σκορπίζονται και τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις, έχοντας λιγοστές ελπίδες να διασωθούν, γιατί οι ακροβολισμένοι Γερμανοί τους γαζώνουν με τα πυρά τους και μόνο ένας, ο Ελευθέριος Σαρρής από τον Άγιο Μάμα καταφέρνει να διαφύγει και να σωθεί τραυματισμένος στο χέρι. Δεν πρόφτασε όμως να διασωθεί από τη φοβερή όψη του θανάτου που αντίκρισε και λίγο καιρό αργότερα πεθαίνει τρόφιμος σε ψυχιατρείο.
Όμως μεταξύ των έντεκα που έπεσαν στο Γουρνόλακκο ένας ζει και αναπνέει. Είναι ο δεκαεξάχρονος τότε Ιωάννης Νικηφόρος από την Κάλυβο. Το τραύμα του στο κεφάλι ήταν τόσο συντριπτικό, ώστε οι Γερμανοί εθεώρησαν περιττό να του δώσουν τη χαριστική βολή και μετά τη βιαστική φυγή τους από τον τόπο της εκτέλεσης, σηκώθηκε νομίζοντας ότι μπορούσε να φύγει από τον τόπο της φρίκης, αλλά σωριάστηκε σχεδόν αναίσθητος στη ρίζα ενός αφουφούλακα, όπου αργότερα ο πατέρας του και διάφοροι Ζωνιανοί και Λειβαδιώτες που έφθασαν στον Γουρνόλακκο τον παρέλαβαν και τον μετέφεραν στα Λιβάδια κι από εκεί στ’ Ανώγεια, στα Σείσαρχα, στο Γενί Γκαβέ και το Ηράκλειο. Κι ο Γιάννης επέζησε κι εξακολουθεί να χαίρεται τη ζωή μεγάλο δώρο της μοίρας του, αλλά και της πόσης και του ψυχικού και σωματικού του σθένους.
Υπέρβαση ηρωισμού
Όμως το δράμα του Γουρνόλακκου δεν είχε συντελεστεί. Συγγενείς γνωστοί και φίλοι των εκτελεσθέντων, συνοδευόμενοι από τον παπα Βαρδιάμπαση των Λιβαδίων, ξεκινούν και φθάνουν ν’ αποδώσουν τις τελευταίες τιμές στους ήρωες νεκρούς και να τους περιορίσουν για ν’ αποφευχθεί η σύλησή τους από τα όρνια και τους σκύλους. Φθάνουν στο Γουρνόλακο 25 άτομα. Βάζουν τους σκοπούς και οι υπόλοιποι επιδίδονται στα σχετικά με την ταφή και το πέτρωμα των νεκρών. Όμως η μοίρα άρχισε να παίζει και πάλι το σκληρό της παιχνίδι. Γερμανικό απόσπασμα, προερχόμενο από το Γαράζο, φθάνει στα Ζωνιανά με στόχο την ορεινή περιοχή. Ο καλός Λεβίτης παπα Γιάννης Ζερβός τους καθυστερεί με προσχήματα για να δώσει καιρό μεταφοράς του μηνύματος ανόδου των Γερμανών.
Και το σχέδιό του επιτυγχάνει. Η ηρωίδα αγωνίστρια Πελαγία Δημ. Παρασύρη ή Αναστοδημήτραινα βρίσκει την ευκαιρία να προπορευτεί των Γερμανών, φωνάζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις το σύνθημα: «Οι τράγοι ανεβαίνουν στο αόρι». Ένας σημαντικός αριθμός βοσκών σπεύδει να εξαφανιστεί και να σωθεί στο άκουσμα του μηνύματος. Και οι τρείς φύλακες του Γουρνόλακκου ειδοποιούν όσους βρίσκονταν στο λάκκο και σπεύδουν να εξαφανιστούν. Μερικοί ετοιμάζονται να αφήσουν την ταφή και να φύγουν αλλά ένας, από τους 22, τους καθησυχάζει και τους επιδείχνει το γραμμένο, στα γερμανικά, σημείωμα, διαβεβαιώνοντάς τους ότι όπως του είπε ο Φρούραρχος του Γενί Γκαβέ, Σήφης, με τον οποίο είχε φιλικές σχέσεις, έγραφε ότι μπορούσε να κυκλοφορήσει αυτός και η παρέα του, παντού ελεύθερα. Ο συγκεκριμένος αυτός φαίνεται ότι ήταν πειστικός και όλοι παρέμειναν συνεχίζοντας το έργο τους. Σε λίγο κατέφθασε το γερμανικό απόσπασμα και περικύκλωσε το Γουρνόλακκο, συγκεντρώνοντας στο πιο βαθύ του σημείο τους 22 και τους εκτέλεσε. Λέγεται ότι ο λοχίας Ολεγκλάουερ ή Σήφης, ο οποίος είχε χορηγήσει το σημείωμα, ομολόγησε, αργότερα, ότι στο σημείωμα έγραφε να εκτελεστεί αμέσως αυτός που το κρατεί και όσοι αποτελούν την παρέα του όπου συλληφθεί. Τούτο δεν είναι διόλου απίθανο αφού οι Γερμανοί προετοιμάζοντας την υποχώρησή τους, δεν αποσκοπούσαν μόνο στην εξόντωση των ανταρτών αλλά και των φίλων και συνεργατών τους, οι οποίοι δεν τους ενέπνεαν εμπιστοσύνη, εξασφαλίζοντας μια κάποια προστασία για τα άπειρα εγκλήματα που είχαν διαπράξει.
Ένας τραγικός πατέρας
Στο μεταξύ ο Γεώργιος Βαρδιάμπασης δεν έλεγε να ησυχάσει. Μαύρες σκέψεις τον βασάνιζαν Πήρε ν’ ανεβαίνει στο βουνό. Κάποιοι τον ακολουθούσαν. Δεν γύρισε να κοιτάξει.
Έφτασε στον τόπο του δράματος. Δεν είχε λαθέψει. Ο Ανδρέας του ήταν εκεί παρέκει, η όψη του γαλήνια.
Πλησίασε ο πατέρας, γονάτισε και κοίταζε το παιδί του όπως τότε που κοιμόταν στην κούνια.
Ο παπα Ζερβός που είχε φτάσει στο μεταξύ κι αυτός μαζί με τους άλλους, ξεκίνησε να θάβει τους νεκρούς, αφήνοντας τελευταίο τον συλλειτουργό του. Δεν άντεχε να απομακρύνει τον πατέρα που συνέχιζε να κοιτάζει το γιο του σαν αλλοπαρμένος.
Μια δημιουργία γεννιόταν
Μα ο νους του Βαρδιάμπαση δεν μοιρολογούσε όπως νόμισαν όλοι. Στίχοι περίεργοι τον είχαν πλημμυρίσει. Έτσι γεννήθηκε το επικό ποίημα «Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΡΜΑΓΕΔΩΝ» που εκδόθηκε πρόσφατα σχετικά από τον Δήμο Κουλούκωνα.
Ξεκίνησε να γράφεται τον Δεκέμβριο του 1943 και ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του 1944.
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά και εκδόθηκε το 2010.
Ο τίτλος του έργου είχε αντληθεί από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, πολλοί από τους στίχους του παραπέμπουν στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, ενώ η κατάληξη του πολύστιχου ποιήματος είναι εμπνευσμένη από κείμενα αρχαίας τραγωδίας.
Το ποίημα αποτελείται από 238 τετράστιχες στροφές, με 952 ιαμβικούς, 15σύλλαβους, οξύτονους και παροξύτονους στίχους εναλλάξ, με πλεχτή ομοιοκαταληξία στη δημοτική γλώσσα με αρκετά ιδιωματικά στοιχεία χάρη του μέτρου.
Απορίας άξιον πως είχε γραφτεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Κι ακόμα πιο περίεργο ότι δεν πρόκειται για θρήνο, αλλά για μια αποτύπωση φιλοσοφικής σκέψης γύρω από τον πόλεμο και τα δεινά του.
Σύμφωνα και με τον καθηγητή κ. Γ. Τρούλη «Είναι εκπληκτικό ότι ο Γεώργιος Βαρδιάμπασης συνέθεσε ένα τόσο μακροσκελές ποίημα 952 στίχων μέσα σε τρείς μήνες το πολύ -με μία μόνο γραφή αφού δεν βρέθηκε κανένα πρόχειρο χειρόγραφο- ενώ κάνει 53 εύστοχες παραπομπές στην Αγία Γραφή -32 στην Καινή και 21 στην Παλαιά Διαθήκη.
Για να συνειδητοποιήσουμε το κλίμα μέσα στο οποίο γράφει ο ποιητής πρέπει να θυμηθούμε ότι στο τέλος του 1943 ο πόλεμος βρίσκεται στην πιο λυσσαλέα φάση του. Η σύλληψη και η κυοφορία του έργου φαίνεται να είναι μακροχρόνια, αλλά το έναυσμα για τη «γέννα» το έδωσε η δολοφονία του γιου του παπά-Ανδρέα στο Γουρνόλακκο στις 5 Σεπτεμβρίου το 1943. Αυτό που θα περίμενε κανείς θα ήταν να γράψει ένα θρηνητικό ποίημα για να κλάψει το γιο του και να εξάρει τη θυσία των θυμάτων του Γουρνόλακκου, κάτι που συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Αντί αυτού, παίρνει αφορμή από τα δραματικά γεγονότα του πολέμου, για να εκφράσει τη φιλοσοφία του βιοθεωρία και κοσμοθεωρία, για τα αίτια και τις συνέπειες του κακού γενικά και να προτείνει λύση για την εξάλειψή του. Το χαρακτηρίζει ως « Επίκαιρο ηθικοκοινωνικό έργο και το απευθύνει «προς όλες τις πολιτικές, συνδικαλιστικές και εκκλησιαστικές οργανώσεις της ανθρωπότητας». Το θεωρεί «συναρπαστικό και άφθαστο σε κοινωνικές αλήθειες» με διαχρονική αξία. Γι’ αυτό συνιστά στους αναγνώστες του:
«Σαν Ιερό κειμήλιο πολύ προσέχετέ το
που να το βρουν δισέγγονα στην τρίτη γενεάν
που θα φανεί η αξία του, καλά κατέχετέ το,
για να οικτίρουν τη ζωή την τότε παλαιάν».
Και συμπληρώνει εύστοχα ο πανεπιστημιακός κ. Νίκος Παπαδογιαννάκης, στην παρουσίαση που είχε γίνει του έργου:
«Η δολοφονία των αθώων και ιδιαίτερα του γιου του πρέπει να ήταν το εμπύρευμα για τη σύνθεση, που την αρχίζει τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους και την συμπληρώνει τον Φεβρουάριο. Ημέρες πένθους προσωπικού και πένθους εθνικού, από τις εκτελέσεις που είχαν προηγηθεί και ακολουθήσει, αλλά και από τα τόσα που ο ποιητής είχε βιώσει, τον οδηγούν σε στάδιο περισυλλογής από την ημέρα της εκτέλεσης μέχρι την έναρξη της συγγραφής. Είναι αληθινά εκπληκτικό ότι αντί να συνθέσει έναν μακρύ θρήνο, ένα μοιρολόι του γιου του, όπως θα ήταν αναμενόμενο, κάνει μια υπέρβαση που προϋποθέτει ανεξάντλητο ψυχικό απόθεμα… Πρέπει να διαθέτει κανείς μεγάλο ψυχικό σθένος για να φθάσει εν ημέραις θλίψεως και πόνου προσωπικού, σε μια τέτοιαν υπέρβαση. Ο Βαρδιάμπασης το καταφέρνει πριν ακόμη ολοκληρωθεί το κεφάλαιο των φρικαλεοτήτων του πολέμου».
Ο Γεώργιος Ανδρ. Βαρδιάμπασης πέθανε το 1957 στην αγροικία του απέναντι από τη Μονή Δισκουρίου, όπου βρίσκεται το ταφικό μνημείο του.
Έμεινε όμως στην ιστορία για το συγκλονιστικό του πόνημα. Μια παρακαταθήκη οδύνης από έναν τραγικό πατέρα, για τις επόμενες γενιές, στις οποίες θυμίζει με τρόπο συγκλονιστικό τις ολέθριες συνέπειες κάθε πολέμου.