Από τους καλούς Ρεθεμνιώτες και ο Γεώργιος Αστρινός.
Άνθρωπος απόλυτος στα θέματα σεβασμού των ηθικών αξιών και φίλος πολύτιμος στις παρέες που ζωντάνευε με το αστείρευτο χιούμορ του.
Είχε πλήρη συνείδηση των ορίων ευπρέπειας και για το λόγο αυτό ήταν περιζήτητος και αγαπητός ιδιαίτερα.
Ο Μιχαήλ Παπαδάκης, με τη γλαφυρή του πένα μας τον σκιαγραφεί περίτεχνα. Και μας αποκαλύπτει στοιχεία ενός αδαμάντινου χαρακτήρα που καμιά δυσκολία δεν κατάφερε να κάμψει την ασυμβίβαστη συνείδησή του.
Θα σταθούμε πρώτα στα στοιχεία που δίνει ο δικηγόρος Κώστας Αντωνάκης στη νεκρολογία του, όταν ο Γιώργης Αστρινός κηδευόταν με πάνδημη συμμετοχή.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1892 και από νωρίς έδειχνε δίψα για μάθηση και θέληση να προχωρήσει στη ζωή του κατακτώντας τη γνώση.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές, αριστούχος πάντα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή από την οποία απεφοίτησε χωρίς να καθυστερήσει ούτε μια μέρα.
Με τον ενθουσιασμό που διέκρινε όλους τους νέους του καιρού του, πήρε μέρος στους εθνικοαπελευθερωτικούς και γεύτηκε τη μεθυστική γεύση του θριάμβου, αλλά και της περηφάνιας ότι έκανε το χρέος του στην πατρίδα.
Καριέρα στο δικαστικό σώμα
Με το πτυχίο του δικηγόρου διορίζεται το 1929 στο Ειρηνοδικείο Κομοτηνής.
Η πόλη αυτή της Ανατολικής Θράκης που μόλις έχει απελευθερωθεί, παρουσιάζει μια άθλια εικόνα. Ο Αστρινός αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην αντιμετώπιση θεμάτων, που άλλοτε ο ζυγός έγερνε υπέρ των ισχυρών χωρίς δεύτερη συζήτηση. Ο αγνός Ρεθεμνιώτης έχοντας έντονο το αίσθημα του δικαίου δεν το επέτρεπε αυτό. Έτσι κάτω από άθλιες συνθήκες επιτελούσε το καθήκον του με μόνη ικανοποίηση ότι έβαζε ένα λιθαράκι για να γίνει η κοινωνία πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη.
Με την προαγωγή του σε Πρωτοδίκη τοποθετείται στη Αθήνα. Εκεί τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα.
Όπως αναφέρει ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις, ο Γεώργιος Αστρινός είχε όλα τα προσόντα για να σταδιοδρομήσει στο δικαστικό σώμα. Αλλά φαίνεται πως δεν έφταναν μόνο τα προσόντα του. Έπρεπε στην εποχή του να έχει και κάποια επιτηδειότητα. Κάποια ευελιξία. Να μπορεί και καμιά φορά να συνθηκολογεί με τη συνείδησή του, όταν θα του το ζητούσαν οι ισχυρές δυνάμεις. Εκείνος όμως δεν το άντεχε. Δεν μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα ότι κατά τη νοοτροπία της εποχής και των κρατούντων θα έπρεπε να μειώνει τον εαυτό του και να μην είναι άξιος λειτουργός της θεάς που εκλήθη να υπηρετήσει, προκειμένου να ασκεί χωρίς απειλές τα καθήκοντά του.
Δεν δίστασε να παραιτηθεί
Άνθρωπος ασυμβίβαστος όμως δεν διστάζει να παραιτηθεί και να ασχοληθεί με το εμπόριο, ακολουθώντας τα ίχνη του πατέρα του. Κι εδώ όμως δεν στάθηκε τυχερός. Η αγορά δεν ήταν όπως στην εποχή του πατέρα του, που και ο λόγος ήταν συμβόλαιο και ήταν αδιανόητο για το Ρεθεμνιώτη έμπορο, να βγάλει κακό όνομα στον τόπο, χάριν του κέρδους. Κι όπως δεν ήταν μαθημένος στις κομπίνες του κακού εμπορίου, γρήγορα είδε τα κεφάλαιά του να μεταπηδούν σε ξένα χέρια.
Αναγκάστηκε τότε να ζητήσει διορισμό σε δημόσια υπηρεσία, συγγενή με τη δικαστική που ήταν πριν. Εκεί έκανε τη δουλειά του με τρόπο υποδειγματικό.
Πηγή αστείρευτης καλοσύνης
Ευγενής και καλοπροαίρετος, προς όλους, σε κατακτούσε με την πρώτη ματιά. Πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, όταν πήγαιναν στο Υποθηκοφυλακείο Ρεθύμνου, που διηύθυνε, έβρισκαν προσήνεια και κατανόηση, ευγένεια και καλοσύνη, πνεύμα ανώτερου πολιτισμού.
Το 1935 τοποθετείται υποθηκοφύλακας Μυλοποτάμου στο Πέραμα, όπου παραμένει μέχρι το 1946, οπότε διορίζεται προαγόμενος στο υποθηκοφυλακείο Ρεθύμνης.
Παντού ήταν κατά γενική ομολογία υπόδειγμα ευσυνείδητου υπαλλήλου, αφοσιωμένου με σχολαστικότητα στην υπηρεσία του, υπόδειγμα σεβασμού προς τους προϊσταμένους του. Ποτέ δεν ξεχάστηκε από κανέναν που τον έζησε, η πρωτοφανής ευγένεια, η ευγένεια και η λεπτότητα που τον διέκριναν, ο αυθόρμητος τρόπος με τον οποίο εξυπηρετούσε δικηγόρους και πολίτες όταν του ζητούσαν τις υπηρεσίες του.
Εμείς οι νεότεροι βιώσαμε αυτές τις αρετές στο πρόσωπο του γιου του Μανού, που άφησε κι αυτός δυσαναπλήρωτο κενό με την αναχώρησή του.
Πολλές φορές ο Γεώργιος αδικήθηκε στη ζωή του, από ανθρώπους που δεν μπορούσαν να αντέξουν το ψυχικό του μεγαλείο. Εκείνος όμως είχε πάντα ένα λόγο συμπαθείας για τον καθένα, αδιαφορώντας αν τον είχε βλάψει ή τον είχε πικράνει.
Συνεργάτης εφημερίδων
Ο Γεώργιος Αστρινός δεν είχε μόνο ενδιαφέρον για το λειτούργημά του. Άριστος γνώστης της Γαλλικής, με βαθειά λογοτεχνική παιδεία, ασχολήθηκε και με τη μετάφραση κειμένων αλλά και με την αρθρογραφία. Βρίσκουμε εξαιρετικά κείμενα στο ΒΗΜΑ Ρεθύμνου με το γενικό τίτλο « ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΗ» Είτε έγραφε διηγήσεις, είτε σκέψεις, είτε στοχασμούς τα κείμενά του ήταν προσεγμένα, ομορφογραμμένα με παρατηρικότητα και χιούμορ.
Σύμφωνα πάντα με τον Μιχαήλ Παπαδάκι, η πείρα στη ζωή και η μελέτη είχαν κάνει τον Γεώργιο Αστρινό φιλόσοφο.
Ήξερε να διαχειρίζεται σωστά τη ζωή του επιμένοντας ότι δεν θα πρέπει να δίδομε σημασία στα «στραβά», αλλά να την παίρνομε από την εύθυμη πλευρά της.
Πίστευε πως ο άνθρωπος πρέπει να είναι υπηρέτης ενός προορισμού ανώτερου, που να μη ζει τη ζωή μονάχα παίρνοντάς την όπως όπως, μα για να γίνει καλύτερος, να κάνει καλύτερους τους άλλους και γενικά να ωφελήσει τον συνάνθρωπό του.
Κι ο θάνατος χωρίς εξαίρεση είναι ένα αναγκαίο επακολούθημα της ζωής. Είναι ένα φυσικό φαινόμενο σαν όλα τα άλλα που έθεσε η θεία Πρόνοια σαν νόμος και που ο άνθρωπος στάθηκε ανίκανος να εξηγήσει.
Έτσι ο Γεώργιος Αστρινός είχε γίνει συμπαθέστατος στην κοινωνία μας με τον αλτρουισμό τον οποίο αθόρυβα ανέπτυσσε, με την καλοσύνη και τα αισθήματα αλληλεγγύης που παρουσίαζε.
Ευχάριστος και χαριτωμένος με το δροσερό και σπινθηροβόλο πνεύμα του με τα ωραία ανέκδοτα και τα αστεία του ήταν περιζήτητος στις συγκεντρώσεις.
Η σπάνια εγκυκλοπαιδική του μόρφωση, με την έμφυτη χάρη που είχε στην αφήγηση τον έκαναν να κυριαρχεί σε κάθε παρέα γιατί μπορούσε να κρατήσει ανεπανάληπτη συντροφιά χωρίς να πλήξει κανένας από τη παρέα.
Είχε ένα σπάνιο χιούμορ και δεν δίσταζε ακόμα και να αυτοσαρκάζεται όταν η διήγηση το απαιτούσε, προκαλώντας χείμαρρο γέλιου στους ακροατές του.
Ένα χαριτωμένο από αυτά που τους έλεγε διασώζει ο αξέχαστος Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις».
Κάποτε ο Αστρινός νοίκιασε ένα γαϊδουράκι για να κάνει… διακοπές. Εκείνα τα χρόνια τα συμπαθητικά τετράποδα προσφέρονταν για τέτοιου είδους μεταφορές σε μακρινές κάπως αποστάσεις.
Όπως το συνήθιζε όμως διάβαζε ενώ το ζώο προχωρούσε και έτσι ξεχάστηκε εντελώς. Κάποια στιγμή το ζώο σταμάτησε, εκείνος νόμισε ότι έφθασε στον προορισμό του, αλλά ξαφνιασμένος διαπίστωσε ότι το ζώο χωρίς εντολές από τον φιλαναγνώστη αναβάτη του προτίμησε να γυρίσει στο… παχνί του.
Ο Αστρινός απογοητεύτηκε αλλά δεν θύμωσε. Γέλασε και συνήθιζε να περιγράφει το περιστατικό στις παρέες του για να προκαλεί το γέλιο και να τους διασκεδάζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Μια υπέροχη οικογένεια
Με την εξαιρετική του σύζυγο δημιούργησαν μια υπέροχη οικογένεια με δύο χαρισματικά παιδιά που τον έκαναν πάντα περήφανο. Κι εκείνος φρόντισε να τους δώσει όσα περισσότερα εφόδια μπορούσε για να τα αποκαταστήσει κοινωνικά. Κατάφερε χωρίς διάθεση υπερβολής να προσφέρει στην τοπική κοινωνία δυο σπάνια σε ήθος και ευγένεια μέλη, που οι πάντες τα περιέβαλαν με αγάπη και εκτίμηση.
Κι ήρθε το τέλος
Εκείνο το Σάββατο του Ιουνίου, 1955, έφυγε από το γραφείο του με πολλή διάθεση. Έλεγε και του ‘λεγαν αστεία. Βρήκε κι αυτός χρόνο να τους αφηγηθεί μερικές ακόμα χαριτωμένες ιστορίες.
Ποιος το περίμενε ότι τη Δευτέρα θα πήγαιναν όλοι στην κηδεία του που έγινε με πάνδημη συμμετοχή σε ατμόσφαιρα ειλικρινούς θλίψης. Ο δικηγόρος Κώστας Αντωνάκης εκφώνησε τον επικήδειο, από τον οποίο πήραμε κι εμείς στοιχεία, ενώ ύμνησε τον εξαίρετο Ρεθεμνιώτη και ο Μιχαήλ Παπαδάκις, δικηγόρος, λογοτέχνης, με την απαράμιλλη πένα του.
Αργότερα ο γιος του Μανός θα επιβεβαίωνε με τη δράση και τη θητεία του στον δήμο την Σπαρτιατική ρήση «Άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες» (=Εμείς όμως θα γίνουμε καλύτεροι). Για να αγάλλεται η ψυχή του πατέρα του που δεν ήθελε παρά αυτό το δώρο από τη ζωή. Να συνεχίσουν τα παιδιά του την πορεία που είχε κι αυτός ακολουθήσει σε όλο του το βίο, χωρίς ποτέ να αδικήσει κανένα όσο κι αν πολλές φορές πλήρωσε ακριβό τίμημα για τη συνέπειά του αυτή στις ηθικές αξίες που τον γαλούχησαν.