Ο ευλογημένος αυτός τόπος έχει για πολλά παιδιά του να καυχηθεί. Κι όμως σπουδαίοι άνθρωποι χάνονται στην αφάνεια. Το χωριό τους μόνο τους ξέρει και τους τιμά, ενώ μπροστά στο μεγαλείο τους θα μπορούσε να υποκλιθεί η ανθρωπότητα.
Για να μη μας χρεώσετε υπερβολή ελάτε να γνωρίσουμε μαζί έναν αγωνιστή θρύλο, το Γεώργιο Λιονή και σίγουρα θα μας δικαιώσετε.
Όσο διαβάζουμε το βίο και την πολιτεία του γενναίου αυτού με την πολυσήμαντη δράση καταλαβαίνουμε γιατί η ελληνική ιστορία αποτελείται από έπη και μόνο.
Ο Γεώργιος Ι. Λιονής γεννήθηκε το 1916 στο Κάτω Βαλσαμόνερο. Από μικρός έδειχνε μια προσήλωση στις ιστορίες των παππούδων που υμνούσαν την ελληνική λεβεντιά και ένοιωθε μέσα του μια παράξενη ευτυχία ξέροντας πως η γενιά του ήταν από τις πιο μπαρουτοκαπνισμένες του νησιού σε όλες τις επαναστάσεις. Κοιτούσε τα όπλα με ένα ξεχωριστό σεβασμό σαν να έβλεπε τα ιερά και όσια της φυλής.
Ήταν ένα ζωηρό παιδί αν και φιλότιμο. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του αλλά με ένα βλέμμα μεγαλυτέρου έσκυβε με σεβασμό το κεφάλι. «Λιγόψυχος» από μικρός ποτέ δεν άφηνε δουλειά στη μέση. Καλός και προκομμένος καθώς ήταν ξεχώριζε.
Η φύση τον είχε προικίσει με πλούσια προσόντα. Η ομορφιά του εντυπωσίαζε αλλά ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε την εξωτερική του εμφάνιση για να κερδίζει εντυπώσεις και οφέλη.
Ζούσε με φόβο Θεού κι έδειχνε μια έντονη πατριδολατρεία που χαρακτήριζε και τους περισσότερους άντρες του καιρού του.
Ο πόλεμος του 40 τον βρήκε να πολεμά πλάι στον Αριστείδη Παναγιωτάκη, που του έδειχνε μια ιδιαίτερη εύνοια απόλυτα δικαιολογημένη. Είχε εντυπωσιαστεί από το θάρρος του λοχαγού του αυτού που τον είχε συνηθίσει σε πράξεις μεγάλης αποκοτιάς και μεγαλείου ψυχής που σπάνια συναντάς.
Στις μάχες πολεμούσε όρθιος με το πολυβόλο του να θαυματουργεί στα επιδέξια χέρια του χωρίς να χαραμίζει ούτε σφαίρα. Κι όταν ο Παναγιωτάκης προβληματιζόταν όταν έπρεπε να υπολογίσει τη δύναμη του εχθρού πριν από μια έφοδο, έστελνε το Λιονή να του φέρει Ιταλούς αιχμαλώτους. Έτσι σιγά σιγά το γενναίο αυτό παλικάρι άρχισε να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που βοήθησαν σε πολλές δύσκολες περιπτώσεις τη μονάδα του.
Από τα μεγαλύτερα ανδραγαθήματα του Λιονή ήταν η εξουδετέρωση μιας «φωλιάς» Ιταλών που αποτελούσε μεγάλη απειλή για το τάγμα του. Ο συνταγματάρχης Σταμάτιος Κραουνάκης όταν ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση λόγω ασθενείας του Παναγιωτάκη, το πρώτο πράγμα που διέταξε ήταν η εξουδετέρωση της φωλιάς αυτής.
Ο Λιονής στο άκουσμα της διαταγής σαν να το πήρε προσωπική εντολή. Έμενε σιωπηλός σαν κάτι να τον απασχολούσε. Κι ένα βράδυ χάθηκε ξαφνικά. Μάταια τον αναζήτησαν οι συνάδελφοί του. Ήταν σαν να τον κατάπιε η γης. Πέρασαν τα μεσάνυχτα και ο Λιονής ήταν άφαντος.
Άρχιζε να χαράζει όταν το τάγμα με υπολογισμένες κινήσεις, σύμφωνα με τη διαταγή του Κραουνάκη, έκανε τον κυκλωτικό ελιγμό. Περίεργο όμως Τίποτα δεν ακουγόταν. Ενώ πριν, κάθε κίνηση την υποδεχόταν βροχή σφαιρών και όπλων. Οι φαντάροι προχωρούσαν προσεχτικά, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή καταιγισμό πυρός. Τίποτα όμως.
Τέλος φθάσανε πάνω στη «φωλεά» και πήδησαν μέσα με εφ’ όπλου λόγχην. Τα έχασαν με ό,τι είδαν. Έξι Ιταλοί φαντάροι ήταν ξαπλωμένοι με τσακισμένα τα κεφάλια. Ήταν νεκροί. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Ξάφνου στο βάθος από τα χαρακώματα άκουσαν μια φωνή κι έναν πυροβολισμό. Με τα κιάλια είδανε φαντάρους να κατηφορίζουν.
– Ιταλοί είναι φώναξε κάποιος.
– Να κι ένας δικός μας πρόσθεσε άλλος.
– Είναι ο Λιονής είπαν οι περισσότεροι με μια φωνή.
Και η λέξη «Αέρα» για τους Ιταλούς γέμισε την ατμόσφαιρα…
Τι είχε συμβεί. Ο απλός αυτός φαντάρος είχε βάλει σε εφαρμογή ένα δικό του σχέδιο με δική του πρωτοβουλία. Σκαρφάλωσε, όπως ήταν μαθημένος να σκαρφαλώνει τις νύχτες τα βουνά, από την αντίθετη πλευρά της πλαγιάς και βρέθηκε πάνω από τη «φωλεά» χωρίς να γίνει αντιληπτός. Πήδησε μέσα τσάκισε με τον υποκόπανο τα κεφάλια των δύο Ιταλών που βρέθηκαν μπροστά του και με μια φωνή «στον τόπο» με δυο χειροβομβίδες στα χέρια, μη ξέροντας αν τον καταλαβαίνουν ή όχι, έκανε τους άλλους να τα χάσουν. Ένας από αυτούς, ο πιο τολμηρός ετοιμάστηκε να ρίξει χειροβομβίδα. Τότε ο Λιονής, σαν αστραπή πέταξε τη μια από τις δικές του με αποτέλεσμα τέσσερις Ιταλοί να μείνουν στον τόπο. Με μια δεύτερη αγριοφωνάρα «ψηλά τα χέρια» παρέλυσαν από φόβο οι υπόλοιποι που ήταν μπροστά στα πολυβόλα. Ο αιφνιδιασμός τους τρόμαξε τόσο που τα έχασαν κυριολεκτικώς. Τα παράτησαν όλα και σήκωσαν τα χέρια ψηλά.
Τότε ο Γιώργης σαν τσοπάνος που λαλεί τα πρόβατα, τους έβγαλε έναν έναν έξω, κι εμπρός αυτοί πίσω αυτός με το οπλοπολυβόλο του στο χέρι και τ’ ‘άλλα, τη λεία του φορτωμένα σε δυο από αυτούς, τους οδήγησε προς γενική κατάπληξη όλων στην έδρα του συντάγματος.
Το τι έγινε όταν τους παρέδωσε στον Κραουνάκη δεν περιγράφεται. Όλοι οι λόχοι, όλα τα τάγματα, το σύνταγμα και πέρα πέρα τα γειτονικά στρατιωτικά τμήματα, στα οποία σαν αστραπή είχε γίνει γνωστός ο άθλος του είχαν ξεσηκωθεί στο πόδι λες και καθένα από τα φανταράκια μας ήθελε να επαναλάβει την ηρωική, την άφθαστη, την μεγαλόπνοη ηρωική αυτή πράξη του Λιονή.
Το περιστατικό αυτούσιο περιγράφει στο στρατιωτικό περιοδικό «Ο Άρης» (έκδοση 1956) ο υπασπιστής του τάγματος Εμμ. Μουρέλος και μάλιστα γράφει το Λιονής με ωμέγα, λεπτομέρεια που μας δυσκόλεψε να εντοπίσουμε τον ήρωα αμέσως.
Η περιφρόνηση που έδειχνε ο Λιονής στο θάνατο είχε εντυπωσιάσει πολλούς συστρατιώτες του. Κι όταν τον ρωτούσαν σχετικά αυτός απαντούσε με θέρμη πως δεν σκοτώνουν τα τουφέκια ο Θεός σκοτώνει. Η γνωστή ακράδαντη πεποίθηση κάθε πιστού ότι χωρίς το θέλημα του Θεού τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Ο Κρητίκαρος αυτός έγινε θρύλος για το στράτευμα και δεν είναι τυχαίο ότι μετά από τόσα ανδραγαθήματα το Γενικό Επιτελείο Στρατού έδωσε αναφορά «Έλληνες στρατιώτες μιμηθείτε τον λοχαγό Γεώργιο Λιονή».
Για τους δικούς του ανθρώπους το θάρρος που έδειχνε ο Γιώργης τους δεν τους παραξένευε. Πίστευαν πως πριν φύγει για το μέτωπο πήρε την ευχή του Αβάτζου κι ένα αγιοκωνσταντινάτο για φυλακτό, οπότε δεν τον έπιανε σφαίρα εχθρού.
Με την κατάρρευση του μετώπου ο Λιονής αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα του, γιατί ένοιωθε πως ο αγώνας θα έπαιρνε άλλη μορφή κι έπρεπε όλοι να είναι έτοιμοι. Αρκετοί άλλοι τον μιμήθηκαν. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε πια οργανωμένος στρατός. Κι ο κάθε πατριώτης έπαιρνε το θέμα του αγώνα πάνω του.
Πήρε κι ο ήρωας αυτός το δρόμο του γυρισμού και έφθασε στην Αθήνα με την τιμημένη στολή του τσολιά υπό τις ευλογίες του Μεράρχου. Έτσι άρχιζε η νέα σελίδα δράσης του Λιονή στην αντίσταση.
Η θέα των ανθρώπων που πέθαιναν από την πείνα δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Οργάνωνε μόνος του επιδρομές, όπου υπήρχαν αγαθά του εχθρού, έπαιρνα τα τρόφιμα και τα μοίραζε στους πεινασμένους. Ήταν για πολλές οικογένειες ο Ρομπέν των Δασών της Κατοχής. Κάπου 27 ήταν οι οικογένειες που ο γενναίος Κρητικός είχε «υιοθετήσει» και δεν τις άφησε να πεινάσουν. Όπως ήταν φυσικό οι Γερμανοί δεν άργησαν να εντοπίσουν τη δράση του και να τον επικηρύξουν. Ακόμα και τότε ο Λιονής δεν σταμάτησε αδιαφορώντας αν συλληφθεί και εκτελεστεί.
Και μια μέρα συνέβη κι αυτό. Οι Γερμανοί εντόπισαν τον ήρωα και τον συνέλαβαν. Τον έβαλαν σ’ ένα Ντόιτσε Βαν και ξεκίνησαν για τα κολαστήρια της οδού Μέρλιν. Εκείνος όμως ένοιωθε θηρίο στο κλουβί. Και όπως ήταν σε μια διαρκή εγρήγορση βρήκε την κατάλληλη στιγμή μόλις έφθαναν στην Ομόνοια στο ύψος του καφενείου «Μέγας Αλέξανδρος», πήδηξε από το αυτοκίνητο και χάθηκε στην οδό Αθηνάς.
Μάταια ξεχύθηκαν πίσω του οι φρουροί του για να τον πιάσουν. Είχε καταφέρει να διαφύγει. Πάνω στη λύσσα τους οι διώκτες του άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 15 αθώοι άνθρωποι. Αν και σαν λοχαγός ήξερε πως ο πόλεμος έχει και παράπλευρες απώλειες δεν μπόρεσε να ησυχάσει όταν το έμαθε. Η σκέψη ότι χάθηκαν αθώοι εξαιτίας του έγινε καρφί που τριβέλιζε τη σκέψη του. Και τι δεν θα ‘δινε να είχε εκτελεστεί αυτός αντί να πληρώσουν τη δραπέτευσή του αθώοι.
Η Αθήνα άρχισε να τον πνίγει. Δεν μπορούσε να καθίσει πια ούτε λεπτό. Έφυγε για την Ήπειρο κι εκεί αναζήτησε τον Ναπολέοντα Ζέρβα.
Εκείνος τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά, το ίδιο κι άλλοι που τον ήξεραν από τον πόλεμο και τον θαύμαζαν. Ο Λιονής αποδείχτηκε και πάλι ανώτερος των προσδοκιών και έφθασε επάξια στο αξίωμα του Α’ Οπλαρχηγού των Εθνικών Ομάδων Εθνικής Αντίστασης. Να υπενθυμίσουμε ότι ο Ε.Δ.Ε.Σ. (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) ήταν η αντιστασιακή οργάνωση του Ναπολέοντα Ζέρβα.
Με την απελευθέρωση βρέθηκε στην Αθήνα. Τα γεγονότα του εμφυλίου τον βρήκαν σφόδρα πολέμιο. Μα πως ήταν δυνατόν και μόνο σαν σκέψη να στρέφει όπλο φονικό ο αδελφός στον αδελφό. Ο αγνός πατριωτισμός του Γεωργίου Λιονή είχε επαναστατήσει.
Κι όπως ήταν αναμενόμενο δεν πήρε ποτέ μέρος στον εμφύλιο. Συνέχιζε να ευαγγελίζεται τα ιδεώδη της φυλής και να καλεί τους Έλληνες σε ενότητα, συναδέλφωση, αλληλεγγύη. Δεν ανεχόταν η πατρίδα του να γίνεται πιόνι στην σκακιέρα των ξένων συμφερόντων.
Προσπαθούσε να βοηθήσει με τις δικές του δυνάμεις όποιον είχε πρόβλημα επιβίωσης και ανάγκη περίθαλψης. Το γεγονός ότι και η νοσηλεία ήταν ζήτημα κομματικής συναλλαγής τον πλήγωνε. Έγινε ο ακούραστος βοηθός κάθε δυστυχισμένου που ζητούσε μια θέση σε νοσοκομείο για να λύση το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε.
Σε ένα θαυμάσιο άρθρο του ο εκλεκτός λογοτέχνης κ. Δημήτρης Αετουδάκης, εξάροντας τη φιλανθρωπική δράση του ήρωα, αναφέρεται και σε προσωπική του εξυπηρέτηση όταν δικό του πρόσωπο είχε απόλυτη ανάγκη νοσηλείας. Ο Γιώργος Λιονής του εξασφάλισε αυτή τη δυνατότητα με το προσωπικό του κύρος και χτυπώντας όταν χρειάστηκε τη γροθιά του στο τραπέζι. Κανένας Διευθυντής Νοσοκομείου δεν τόλμησε ποτέ να του αρνηθεί την υπογραφή εισόδου του ασθενούς, χωρίς την μεσολάβηση βουλευτή.
Η ιδέα της Παγκρητίου Ενώσεως τον ενθουσίασε. Και το 1946 υπέγραψε από τους πρώτους την σημερινή της μορφή. Αδιαφορώντας για τα αξιώματα λειτουργούσε κι εδώ ως απλός στρατιώτης και στάθηκε πολύτιμος βοηθός τόσο για τον Αναστάσιο Χομπίτη όσο και για τον Γεώργιο Βογιατζάκη επί της προεδρίας τους στο κορυφαίο Κρητικό Σωματείο.
Ο Γεώργιος Λιονής ζούσε για τους άλλους. Αδιαφορούσε για τον εαυτό του αναλώνοντας τη ζωή του για την ανακούφιση κάθε ανθρώπου που είχε ανάγκη. Έτσι δεν έδωσε σημασία στα πρώτα σημεία της επάρατης που τρύπωσε ύπουλα στο πανώριο κορμί του. Μέχρι που ο καρκίνος στους πνεύμονες τον έφερε στο κατώφλι του θανάτου. Αναγκαστικά μπήκε για νοσηλεία στη «Σωτηρία», όπου πέθανε στις 5 Απριλίου 1969. Ήταν μόλις 53 χρόνων.
Οι δικοί του γνωρίζοντας την επιθυμία του αμέσως την επομένη μετέφεραν τη σορό του στο χωριό. Εκεί στο Κάτω Βαλσαμόνερο κηδεύτηκε με τιμές αξιωματικού εν ενεργεία. Κι ήταν συγκινητική η εικόνα που σκέπαζε το φέρετρο η ελληνική σημαία. Δίκαιη αναγνώριση, αφού ο Γεώργιος Λιονής, ήταν από τους απόλυτα άξιους αυτής της ύψιστης τιμής.
Άξιζε να κατέβη στον Άδη για ν’ ανταμώσει τους άλλους αντρειωμένους με τα εθνικά σύμβολα να τον ευλογούν.
Η φωτογραφία του κοσμεί τα γραφεία της Παγκρητίου Ενώσεως, όπου πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες χωρίς ποτέ να απαιτήσει το παραμικρό για τον εαυτό του.
Παραμένει όμως το μεγάλο ερώτημα και για την περίπτωσή του πως γίνεται ένας τόσο μεγάλος πατριώτης, ένας λοχαγός που λάμπρυνε με τις ανδραγαθίες του το έπος του 1940, ένας τόσο σημαντικός φιλάνθρωπος που έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο για να σώζει από την ασιτία πατριώτες να μην αναφέρεται πέρα από το site του πολιτιστικού συλλόγου του χωριού του. Ενός σπουδαίου Κρητικού, που όπως μου ανέφερε ο καλός φίλος και ιστορικός ερευνητής Στρατής Σταυρουλάκης, σε μια εκδήλωση που έγινε πριν από χρόνια στην Αθήνα, μόλις κάποιος αναφέρθηκε στον Γεώργιο Λιονή σηκώθηκε ο μακαριστός Αθηνών Σεραφείμ και φώναξε δυνατά «Που είναι αυτό το παλληκάρι» ενθυμούμενος σίγουρα τους κοινούς αγώνες στον ΕΔΕΣ.
Που είναι αυτό το παλληκάρι αναφώνησε ο Σεραφείμ σ ‘εκείνη την εκδήλωση.
Που είναι κι άλλα τέτοια παλληκάρια θα αναρωτηθούμε εμείς συνεχίζοντας την προσπάθειά μας να τα εντοπίσουμε και να τα ανασύρουμε από τη λήθη.