Είχε μεγάλη αγωνία ο Καπετάν Πατερονικολής, όσο περίμενε ν’ ακούσει το κλάμα του πρώτου του παιδιού. Είχε αργήσει να κάνει οικογένεια, ταγμένος στον ξεσηκωμό του ’66 για να λευτερωθεί η Κρήτη. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ένοιωθε τρέμουλο, αυτός που με σταθερό χέρι είχε σηκώσει το μπαϊράκι του χωριού του της Βισταγής Αμαρίου, για να βοηθήσει το Αρκάδι με άλλους γενναίους. Άραγε θα ήταν γερό το παιδί του; Θα πήγαιναν όλα καλά μέχρι το τέλος;
Κάποια στιγμή έφθασε και το χαρμόσυνο μαντάτο. Είχε αποκτήσει γιο!
«Ευλογημένος νάνε» ήταν η πρώτη του σκέψη «Και άμποτε να φανεί χρήσιμος στην πατρίδα».
Έτσι ήρθε στη ζωή ο Γεώργιος Πάτερος το 1889. Μεγάλωνε ανάμεσα σε καπεταναίους. Ήταν άνθρωποι ψημένοι στην άχνα του μπαρουτιού και το έλεγε η καρδιά τους. Απ’ αυτούς διδάχτηκε ο μικρός την αγάπη στον τόπο του και ζυμώθηκε με το πάθος για λευτεριά.
Στο μεταξύ μεγάλωσε η οικογένεια του Νικολάου Πάτερου. Και στο πρώτο κάλεσμα της πατρίδας το 1912 βρέθηκε στο μέτωπο ο Γιώργης με έναν αδελφό του. Ζούσε από κοντά τη φλόγα του στρατού μας, που τιμούσε το μέτωπο στους Βαλκανικούς πολέμους. Και φρόντιζε να φαίνεται αντάξιος της γενιάς του.
Και μια μέρα, εκεί στο μέτωπο, πληροφορείται ότι ένα ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών είχε φθάσει από το νησί, για να πολεμήσει στο Μπιζάνι κι ότι ανάμεσά του ήταν και ο πατέρας του !!!
Αδύνατον να το πιστέψει στην αρχή. Ο πατέρας του, που είχε πατήσει για καλά τα 65 και τον είχαν αφήσει στα μετόπισθεν να προσέχει τη μάνα τους, ήταν στο μέτωπο και μάλιστα επικεφαλής της εθελοντικής ομάδας;
Περισσότερο από περιέργεια έσπευσε να το διαπιστώσει. Και ναι, δεν είχε γίνει λάθος. Μπροστά του ήταν ο Πατερονικολής ολόκληρος, ο υπερασπιστής του Αρκαδίου. Αυτό έκανε τον ίδιο και τον αδελφό του να ριχτούν με περισσότερο πάθος στον αγώνα.
Χειμώνα του 1912 -1013 κι ενώ πολεμούσε στην Ήπειρο,ο Γεώργιος Πάτερος τραυματίστηκε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Κερκύρας. Στον ίδιο θάλαμο γνωρίστηκε με έναν άλλο στρατιώτη, τον Οδυσσέα Καραλή από την Πάτρα. Η κοινή τους μοίρα τους έφερε πιο κοντά. Σε λίγο γίνανε φίλοι. Η περίπτωση του Οδυσσέα όμως ήταν τραγική.
Αυτό καταλάβαινε ο Γεώργιος, όταν έβλεπε το πρόσωπο του γιατρού Σγουρδαίου μετά από κάθε εξέταση στο πόδι του φίλου του.
Τραυματίας στην Κέρκυρα
Ο Θωμάς (Τομάζος) Σγουρδαίος, λοχαγός, που διεύθυνε το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Κερκύρας, δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Καταγόταν από τη Σίφνο και είχε κάνει ζηλευτές σπουδές στη χειρουργική. Ξεκίνησε εργαζόμενος σε νοσοκομεία της Lyon και στη συνέχεια στο ελληνικό νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έζησε. Στον πόλεμο βρέθηκε να διευθύνει το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Κερκύρας. Είχε πάθος με την επιστήμη του και για κάθε στρατιώτη ένοιωθε μεγάλο το αίσθημα της ευθύνης αναλογιζόμενος τα νιάτα του και τους άλλους που τον περίμεναν στα μετόπισθεν να γυρίσει γερός. Ο Σγουρδαίος ήταν περίφημος στον τομέα του.
Είχε εγχειρίσει τόσους στρατιώτες, αλλά η περίπτωση του Οδυσσέα τον είχε τρομάξει. Είχε μεταφερθεί σε αθλία κατάσταση από δυο μηνών κρυοπαγήματα. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τον βοηθήσει ο Σγουρδαίος κι αφού τον είχε σώσει προσωρινά από βέβαιο θάνατο αφαιρώντας δυο δάκτυλα που λόγω σήψης απειλούσαν τη ζωή του, αναζητούσε λύση σε ένα τεράστιο πρόβλημα που έδειχνε όμως δισεπίλυτο. Όσο κι αν προσπαθούσε, είχε μεν σώσει το πόδι από ακρωτηριασμό, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο γιατί το άκρο είχε μεταβληθεί σε μια άμορφη ματωμένη μάζα χωρίς δέρμα.
Χίλιες δυο σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, προκειμένου να βρει αυτή που θα βοηθούσε τον άτυχο Πατρινό. Είχε χάσει τον ύπνο του στην κυριολεξία. Μαθημένος σε παράτολμες εγχειρίσεις, ήθελε να προχωρήσει σε μια εξαιρετικά πρωτοποριακή αλλά πως;
«Μακάρι να εύρισκα δέρμα …» μονολόγησε κάποια στιγμή εξετάζοντας το παραμορφωμένο πόδι. Ήταν ανάγκη για τη γρηγορότερη επούλωση του τραύματος να γίνει μεταμόσχευση κρημνού, δηλαδή να προστεθεί υγιές δέρμα στο πέλμα του ποδιού του Οδυσσέα.

Ο Γιώργης ο Πάτερος, από δίπλα ακούγοντάς τον να μονολογεί, ρώτησε που ήταν η δυσκολία κι εκείνος του εξήγησε, ότι ήταν εντελώς αδύνατο και να το προτείνει. Επειδή ο νεαρός Κρητικός επέμενε να μάθει, ο γιατρός του έκανε την περιγραφή περισσότερο για να ακούσει και ο ίδιος τη σκέψη του. Άλλωστε αυτό το γενναίο παλικάρι του ενέπνεε ένα θαυμασμό αδικαιολόγητο. Τον είχε ζήσει με πόση υπομονή αντιμετώπισε τον τραυματισμό του και τον είχε συμπαθήσει.
Εξήγησε λοιπόν ότι χρειαζόταν ένα μέρος δέρματος μήκους 14-15 εκατοστών και 10 εκ. περίπου πλάτος, για να περικαλύψει μέρος της ράχης του ποδιού μέχρι των μεταταρσίων.
– Για δεν παίρνεις από του λόγου μου; Τον έκοψε ο Πάτερος αδυνατώντας να καταλάβει τους επιστημονικούς όρους που ανέφερε ο γιατρός.
Ο Σγουρδαίος τον κοίταξε και πάλι παράξενα.
Μα καταλάβαινε αυτό το παλικάρι τι σήμαινε να γδάρεις κάποιον για να χρησιμοποιήσεις το δέρμα του; Δεν υπήρχε πιο επώδυνο μαρτύριο. Ποιος θα το άντεχε; Κι όμως.
– Αν είναι με την προβιά μου να σώσω έναν άνθρωπο χαλάλι, άκουσε τον Πάτερο να του λέει.
Κι επειδή έδειχνε πως το εννοούσε, υποχρεώθηκε ο Σγουρδαίος να επαναλάβει πόσο επώδυνη θα ήταν η διαδικασία, που εκτός των άλλων θα έπαιρνε και καιρό. Όσο φοβερά κι αν ήταν αυτά που άκουγε ο Πάτερος έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος.
Κι ένα πρωί, με θάρρος απερίγραπτο, ξάπλωσε στο χειρουργικό τραπέζι, έτοιμος να βοηθήσει το συστρατιώτη του. Όλοι εκείνοι που παρακολουθούσαν το νυστέρι να σκίζει το δέρμα του παλικαριού, νόμιζαν ότι βρίσκονταν μπροστά σε ημίθεο. Ενώ πρέπει να υπέφερε, ο πόνος να ήταν αφόρητος, εκείνος υπέμενε στωικά το μαρτύριο. Σαν να έπαιρνε κουράγιο από τη μεγαλειώδη αυτή πράξη του.
Η εγχείριση πέτυχε απόλυτα χάρις στην εμπειρία του Σγουρδαίου με τα «μαγικά χέρια» που έγραψε ιστορία στον τομέα της χειρουργικής.
Ένα ακόμα μαρτύριο
Ένα ακόμα μαρτύριο περίμενε όμως τον γενναίο Γεώργιο Πάτερο, οδυνηρότερο ίσως του προηγουμένου.
Αναφέρει σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα «Ακρόπολη» που με τον πηχιαίο τίτλο «Το γενναίο Κρητικόπουλο που προσφέρεται να αποσπάσουν το δέρμα του δια να σκεπάσουν το πληγιασμένο πόδι ενός συστρατιώτη του …» καταγράφει το γεγονός που συγκλόνισε το πανελλήνιο …( 27 Μαρτίου 1913)…
«Και από την ημέραν εκείνην το αξιοθαύμαστο Κρητικό παλληκάρι εκτός του αλγεινού μαρτυρίου της εκδοράς υπεβλήθη εις δεύτερον, διαρκέστερον και μαρτυρικώτερον βασανιστήριον. Διατελεί ακουσίως και αναγκαστικώς κλινήρης έχων το πόδι του Καραλή ραμμένον και προσδεμένον καταλλήλως επάνω εις το δεξιόν πλάγιον μέρος του ιδικού του επιγάστριου, από το οποίον του αφηρέθη το δέρμα που ετυλίχθη και εράφθη εις το πόδι του Καραλή. Το κομμάτι δε αυτό του δέρματος του ηρωικού Πάτερου, διά του οποίου περιετυλίχθη το γυμνόν δέρματος πόδι του Καραλή αφέθη συγκρατούμενον από ένα μέρος εις το πλευρόν του πρώτου, οπόθεν αντλεί ζωήν και τρέφεται το πόδι του δεύτερου.
Εις αυτήν την κατάστασιν, χωρίς να δύναται να κάμη την ελάχιστην κίνησιν, εκουσίως κατάκειτος και εκουσίως μάρτυς ευρίσκεται επί μίαν εβδομάδα τώρα ο ηρωικός, ο θαυμαστός Κρητικός και θα μένη μέχρις ότου θρέψη το δέρμα του και προσκολληθή εις το γυμνόδερμο πόδι του Καραλή…».

Σ’ αυτή τη στάση, υποφέροντας και χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση έμεινε ο Πάτερος μέχρις ότου έθρεψε το δέρμα του και προσκολλήθηκε στο γυμνό πόδι του Καραλή. Πέρασε καιρός δηλαδή.
Στο μεταξύ ο ευεργετούμενος δεν ήξερε πώς να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, στον γενναίο συστρατιώτη του. Εκτιμούσε βαθύτατα το γεγονός, ότι ενώ δεν είχε καμιά υποχρέωση να περάσει το μαρτύριο αυτό, το υπέμεινε για χάρη του. Για να τον σώσει.
Κάποια στιγμή έβγαλε να του δώσει 100 δραχμές. Έτσι σαν δώρο…

Άστραψε και βρόντησε ο Πάτερος. Αυτός έκανε με τη θέλησή του αυτή τη δωρεά υγείας και ζωής. Δεν χρειαζόταν τίμημα. Μετρούσε για δαύτον, πως έσωσε ένα νέο παλικάρι από βέβαιο θάνατο. Και αρνήθηκε κάθε προσφορά.
Όσο για τον γιατρό ένοιωθε μια δικαίωση, καθώς από την αρχή έβλεπε στον Πάτερο αυτό το αγέρωχο που σπάνια συναντάς σε έναν απλό άνθρωπο. Αυτή την ακτινοβολία, που ελάχιστοι άνθρωπο εκπέμπουν, χωρίς καν οι ίδιοι να το γνωρίζουν.
Ο Γεώργιος Πάτερος με την πράξη του αυτή είχε συγκινήσει όλο το Πανελλήνιο.
Μέχρι και η βασίλισσα Όλγα, δεν έμεινε ασυγκίνητη. Κάλεσε το νεαρό Κρητικόπουλο και το παρασημοφόρησε σε ατμόσφαιρα γενικής επιδοκιμασίας. Αυτή κι αν ήταν ηρωική πράξη.
Όταν τέλειωσε η τελετή τον ρώτησε τι θα ήθελε να του προσφέρει. Κι εκείνος σαν γνήσιος Κρητικός ζήτησε μόνο, να του δοθεί άδεια οπλοφορίας.
Η Όλγα όμως δεν μπορούσε να μείνει μόνο στην απλή αυτή επιθυμία. Και τον όρισε γενικό προμηθευτή του Ελληνικού Στρατού.
Αυτό κι αν ήταν δώρο. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο Γεώργιος Πάτερος έγινε πάμπλουτος. Ήταν άλλωστε τόσο εργατικός και ήξερε πολύ καλό κουμάντο.
Ασχολήθηκε περισσότερο με την εμπορία ζώων. Μετά το χρέος του στην πατρίδα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θράκη. Παντρεύτηκε μια Πομάκα αλλά δεν απέκτησε παιδιά.
Ο Θεός τον είχε ευλογήσει και ο πλούτος του γινόταν όλο και περισσότερος. Ακόμα και τώρα δεν ξεχνούσε τους δικούς του ανθρώπους. Δεν σταμάτησε να τους βοηθά, για να είναι βέβαιος πως περνούν άνετα.
Όλοι έπιναν νερό στο όνομά του. Ήταν άρχοντας αληθινός και το κυριότερο δεν σταμάτησε με τους τρόπους του να τιμά το νησί και τη γενιά του.
Ο αγνός πατριωτισμός του όμως δεν έσβησε ποτέ από τις πράξεις και τα έργα του.
Κι ήρθαν πάλι οι καιροί, να του θυμίσουν το χρέος προς την πατρίδα.
Έκανε σώμα αντάρτικου
Την 1η Μαρτίου 1941, η Βουλγαρία υπέγραψε επίσημα το Τριμερές Σύμφωνο και έγινε σύμμαχος της Ναζιστικής Γερμανίας, της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας, και του Βασιλείου της Ιταλίας. Γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη χώρα στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία. Όταν η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία νικήθηκαν επετράπη στη Βουλγαρία να καταλάβει όλη την Ελληνική Θράκη και το μεγαλύτερο μέρος της Βαρντάρσκας.
Ο Πάτερος παρά το γεγονός ότι ζούσε πια μέσα στη χλιδή, εκεί στη Θράκη, προσφέροντας δουλειά σε τόσο κόσμο και μένοντας πάντα ένας ενεργός πολίτης άρχισε να οργανώνει αντάρτικο σώμα διαθέτοντας κασόνια τις λίρες για την προμήθεια όπλων. Όποιας εθνικότητας κι αν ήταν ο εχθρός, θα τον εύρισκε μπροστά του.
Δεν ήταν όμως όλοι φίλοι του όπως ήθελε να πιστεύει.
Και κάποια στιγμή βρέθηκε ο εφιάλτης να καταστρέψει όλη του την προσπάθεια.
Σε μια έφοδό τους οι Βούλγαροι, μετά από προδοσία βρήκαν τα όπλα και τα κατάσχεσαν. Πήραν και όσα μπορούσαν να σηκώσουν από τα αγαθά του Πάτερου. Ο ίδιος περίμενε πια το θάνατο, αν δεν μεσολαβούσε μια Γερμανίδα που είχε παντρευτεί συγγενή του, να τον απελευθερώσει καταβάλλοντας υποχρεωτικά ένα μεγάλο μέρος από την υπόλοιπη περιουσία του.
Εκείνος όμως δεν νοιαζόταν για τίποτα άλλο παρά για την ελευθερία της πατρίδας του. Μόνο όταν ξαστέρωσε η λευτεριά εκείνος ξαναγύρισε στην καθημερινότητά του που δεν είχε πια καμιά σχέση με τα παλιά.
Σαν άξιος νοικοκύρης έκανε το κουμάντο του, αλλά δεν είχε πια την παλιά του οικονομική επιφάνεια. Όλα είχαν θυσιαστεί για τον αγώνα. Κι εκείνος δεν παραπονέθηκε ποτέ.
Ο Γεώργιος Πάτερος, θαρραλέος πάντα, δεν υπέστειλε τη σημαία κανενός αγώνα. Με αξιοπρέπεια πάντα ήθελε να ζει κι ας είχε πια μοναδικό του βιος την καλή του φήμη.
Τα χρόνια πέρασαν, έφυγε και η σύντροφός του για το αιώνιο ταξίδι.
Επέστρεψε στην Βισταγή
Μονάχος πια και χωρίς παιδιά αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Η Βισταγή τον καλούσε επιτακτικά.
Επέστρεψε σαν μια ήρεμη δύναμη πια, όπως τον θυμούνται σήμερα οι συγγενείς που τον έζησαν. Και ποτέ δεν έπαψαν όλοι να τον σέβονται και να τον θαυμάζουν.
Πολλές φορές του ζητούσαν να τους αφηγηθεί την μυθιστορηματική ζωή του. Εκείνος αποφεύγοντας να περιαυτολογεί εστίαζε πάντα στο χρέος να υπερασπίζεται καθένας ακόμα και με τη ζωή του την πατρίδα του.
Ζούσε με τις μνήμες του και καμάρωνε για τους ηρωικούς του προγόνους που δεν τους ντρόπιασε ποτέ.

Έφερνε συχνά στο νου του, τον ήρωα πατέρα του Νικόλαο Πάτερο, υπερασπιστή του Αρκαδίου, που ακόμα και στα 65 του χρόνια έσπευσε στο Μακεδονικό Μέτωπο για να πολεμήσει.
Είχε να πει και για τον Αντώνη, το γιο του Φραγκίσκου, τον μεγάλο αγωνιστή που έπεσε μαχόμενος στην Μικρή Γωνιά, (15 Ιουνίου 1867) και ο θάνατός του είχε προκαλέσει τόση συγκίνηση, ώστε μέχρι και η λαϊκή μούσα τον ύμνησε με δυο στιχουργήματα.
Όπου και να κοίταζε στη μακρόκλωνη οικογένειά του πάνω σε ήρωα θα έπεφτε με δράση σημαντική.
Καμάρωνε και για τα αδέλφια του που είχαν γράψει ιστορία στην Αντίσταση. Πόσες αναφορές δεν έκανε σχετικά ο μεγάλος αγωνιστής Γεώργιος Τζίτζικας ο Μπαχρής, που ήξερε όσο λίγοι τους αληθινούς πατριώτες και συχνά τους ανέφερε με νοσταλγία και θαυμασμό.
Όπως είχε μάθει ο Γεώργιος Πάτερος και στο υπόλοιπο της ζωής του έζησε με αξιοπρέπεια. Μπορεί να μην είχε την επιβλητικότητα που τον διέκρινε στα χρόνια της μεγάλης του οικονομικής επιφάνειας. Ακόμα όμως και με τις ταπεινές του φορεσιές έδειχνε άρχοντας.
Κι έτσι έμεινε στη φαντασία των μικρών παιδιών, που τον έζησαν κι έχουν να πουν τόσο πολλά γι’ αυτόν. Όπως ο άξιος απόγονός του κ. Γιώργος Πάτερος που μας έδωσε και τα πολύτιμα στοιχεία για να ολοκληρώσουμε το αφιέρωμά μας αυτό.
Κάθισε με υπομονή και μας ανέπτυξε κάθε πτυχή από τη μυθιστορηματική ζωή του σπουδαίου του προγόνου, προσφέροντάς μας και υλικό από το πολύτιμο αρχείο που διατηρεί.
Κι εμείς που σπάνια συναντούμε τόσο προθυμία στην ταπεινή μας προσπάθεια να αναδείξουμε άγνωστους ήρωες, δεν ξέρουμε πώς να κλείσουμε την ευγνωμοσύνη μας σε ένα απλό ευχαριστήριο.
Ο Γεώργιος Πάτερος, ο γενναίος που έμεινε στην ιστορία με τον αλτρουισμό του, έφυγε ήρεμα από τη ζωή το 1983. Δάκρυσαν και οι πέτρες με το θλιβερό άγγελμα του θανάτου του. Γιατί μέχρι τα βαθειά του γεράματα έχαιρε πάντα της αγάπης και του σεβασμού όλων όσοι τον γνώριζαν.
Πηγές:
Εφημερίδα «Ακρόπολη» (27 Μαρτίου 1913) – Αρχείο Γεωργίου Πάτερου.
Γιώργη Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες.
«Κρήτη Αφιέρωμα» τόμος 7 σ. 140.