Είναι άδικο η λέξη χωροφύλακας να συνδέεται μόνο με χαλεπούς καιρούς, όπου κάθε βάρδια ένστολου είχε αποκλειστικό προορισμό την παρακολούθηση ασυμβίβαστων ανθρώπων, που αρνούνταν να δεχθούν αντιδημοκρατικές συμπεριφορές.
Γιατί υπήρξαν και χωροφύλακες που επάξια κατέλαβαν μια περίοπτη θέση στο πάνθεον των ηρώων.
Μπορεί για παράδειγμα ένας Γιάννης Δαφέρμος να συγκριθεί με αυτούς τους χωροφύλακες της ανάγκης και της συμφοράς;
Μαντεύουμε ότι αρκετοί θα αναρωτηθείτε… Ποιος να ήταν αυτός;
Κι όμως ήταν ένας πραγματικός ήρωας ο φόβος και ο τρόμος των ληστών που λυμαίνονταν κάποτε την ελληνική ύπαιθρο. Ας τον γνωρίσουμε…
Γεννήθηκε στην Αξό το 1898 ονομαζόταν δε και Αριστειδογιάννης.
Τέλειωσε το δημοτικό και φοίτησε στο Γυμνάσιο Ηρακλείου και Ρεθύμνου. Ήταν όμως φύση ανήσυχη που δεν μπορούσε να αφοσιωθεί μόνο στο διάβασμα. Διψούσε για δράση. Έτσι πήρε κάποια στιγμή τη μεγάλη απόφαση και παράτησε το σχολείο για να καταταγεί εθελοντής στην Ελληνική Χωροφυλακή.
Οι προϊστάμενοί του εκτίμησαν το θάρρος και την ευσυνειδησία του και ύστερα από τις πρώτες ανδραγαθίες του προήχθη στο βαθμό του Υπενωμοτάρχη και σε λίγο και Ενωμοτάρχη. Έδρασε σε διάφορους σταθμούς Χωροφυλακής Κρήτης και κυρίως στο Ρέθυμνο, όπου και εξόντωσε ένα περιβόητο ληστή της περιοχής.
Το θάρρος και η αυτοθυσία του προκάλεσαν το ενδιαφέρον και την προσοχή του Αρχηγείου Χωροφυλακής κι έτσι κλήθηκε ν’ αναλάβει εντονότερη δράση στη Θεσσαλία και τον Όλυμπο που εκείνη την εποχή ήταν μια απέραντη φωλιά ληστών φόβο και τρόμο της Κεντρικής Ελλάδας.
Στο πρόσωπο του Δαφέρμου όμως βρήκαν ένα σκληρό τιμωρό. Άρχισαν να τον τρέμουν οι πάντες που μέχρι τότε ζούσαν στην παρανομία. Ολόκληρη η Θεσσαλία βούιζε από τα ανδραγαθήματά του και οι πάντες τον ευλογούσαν, καθώς η παρουσία του είχε φέρει την ησυχία και την τάξη στην πολύπαθη αυτή περιοχή.
Ευτυχώς για τον ήρωα οι υπηρεσίες του αναγνωρίστηκαν από όλους και οι εύφημες μνείες συνοδεύονταν και από υλικές ανταμοιβές. Ξαφνικά το φτωχό εκείνο παλικάρι από την Αξό βρέθηκε με σεβαστή περιουσία που θα του επέτρεπε να ζει σαν άρχοντας.
Καθώς είχε κουραστεί κιόλας άρχισε να σκέπτεται σοβαρά την αποστρατεία.
Το 1929 πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα κατέβαινε στην Κρήτη και θα αφοσιωνόταν στην ανάδειξη και ανάπτυξη του χωριού του. Θα αξιοποιούσε με τον τρόπο αυτό την περιουσία που απέκτησε κυνηγώντας ληστές. Ήταν και νεότατος. Μόλις 32 χρόνων. Θα μπορούσε να κάνει και μια όμορφη οικογένεια.
Και τότε συνέβη το μοιραίο.
Τα ξημερώματα 8ης προς 9η Σεπτεμβρίου του 1929, ο γερουσιαστής του Κόμματος των Φιλελευθέρων Σωτήριος Χατζηγάκης μαζί με πέντε ακόμα άτομα είχε πέσει θύμα απαγωγής στο χωριό Περτούλι από τον λήσταρχο Μήτρο Τζατζά. Οι ληστές απαιτούσαν λύτρα 4 εκατομμυρίων δραχμών.
Η είδηση συντάραξε ολόκληρη την Ελλάδα και την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος εξάλλου είχε θέσει ως στόχο την οριστική πάταξη της ληστοκρατίας. Την υπόθεση χειριζόταν ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Αργυρόπουλος.
Ο Τζατζάς ήταν κάτι σαν «Ρομπέν των δασών της Θεσσαλίας».
Αναφέρει σχετικά η εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (10-9-1929).
«Το όνομα αυτό ακούεται και προφέρεται εις την Θεσσαλίαν, από τον χωρικόν της και κυρίως τον βλάχον των βουνών της, μ’ ένα κάπως παράδοξον συναίσθημα: Με κάποιον σεβασμόν, που τον εμπνέει μόνο ο τρόμος, με αρκετήν δόσιν συμπαθείας ένα όχι -όσον αφορά ιδίως του βλάχους- και με ολίγον θαυμασμόν μικτόν και με αγάπην, ημπορεί ακόμη κανείς να ειπή. (…) Ο Τζατζάς εις εμφάνισιν είνε πανύψηλος, επιβλητικός, λεβεντάνθρωπος, τα λίγο άσπρα μαλλιά του -καίτοι πραγματικώς είνε μόλις 41 ετών- του προσθέτουν μίαν συμπαθητικήν σοβαρότητα».
Δεν ήταν όμως μόνο η εμφάνισή του…
«Οι πράξεις τους τον παρουσιάζουν εις τα μάτια ολίγον και του Θεσσαλού χωρικού, αλλά προ παντός των Σαρακατσανέων και των Βλάχων της εδώ ορεινής υπαίθρου με μίαν αίγλην προστάτου των αδυνάτων, πράγματα που εν τω συνόλω των δεν τον καθιστούν καθόλου αντιπαθή. Όπως λέγουν ο Τζατζάς που αριθμεί τον μεγαλείτερον βίον των «Βασιλέων των βουνού» του ελληνικού πανθέου -15 χρόνια στο κλαρί- δεν έχει ποτέ διαπράξη ιδιοχείρως φόνον, είνε μειλίχιος, πολύ σώφρων και συντηρητικός, παντρεύει πολλές φορές κορίτσια και βοηθεί φτωχούς, κατ’ αυτόν δε τον τρόπον επέτυχε να συνδέση το όνομά του με θρύλους που τον έκαμαν να υποθάλπεται χωρίς δυσανασχέτησιν από τους χωριούς και τους βοσκούς».
Η απαγωγή του βουλευτή και των φιλοξενουμένων του είχε γίνει το θέμα της ημέρας για καιρό. Οι διαπραγματεύσεις με τους ληστές δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα.
Τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου γίνεται γνωστό ότι οι ληστές απελευθέρωσαν αιφνίδια τους ομήρους τους χωρίς όμως να εισπράξουν λύτρα.
Ο Τζατζάς και οι άντρες του παρά τον στενό κλοιό των διωκτικών αρχών διέφυγαν.
Ο Δαφέρμος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν έδινε το δικό του τέλος στην ιστορία που είχε συνταράξει το πανελλήνιο. Και η μοιραία στιγμή φθάνει. Στις 23 Μαρτίου 1930 ο Δαφέρμος με τους γενναίους του εντοπίζει το Τζατζά και τη συμμορία του. Ακολουθεί φονική μάχη που σημαίνει και το τέλος των ληστών.
Στη μάχη αυτή σκοτώνεται ο Γιάννης Δαφέρμος.
Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος τη Θεσσαλία. Κανένας δεν ήθελε να πιστέψει ότι αυτός ο Αετός του Ψηλορείτη, ο άνδρας που τον έτρεμαν οι πλέον αιμοχαρείς ληστές δεν υπήρχε πια. Η κηδεία του έγινε με τιμές ήρωα και τάφηκε στο Νεκροταφείο της Λάρισας.
Υπάρχει μάλιστα και μια μαρμάρινη στήλη στον τάφο του που παριστάνει έναν ολόσωμο ανάγλυφο άγγελο, με ανοιγμένα φτερά, που κρατάει στα χέρια του μια πλάκα με την επιγραφή:
«Ενθάδε κείται Ιωάννης Αριστ. Δαφέρμος -Ανθυπασπιστής Χωροφυλακής».
Πιο κάτω αναγράφεται και το ιστορικό του θανάτου του.
«Ο απαλλάξας του ληστρικού ζυγού την Θεσσαλία,-Ανθ. της Χωροφυλακής Ιωάννης Α. Δαφέρμος – Κρης την καταγωγή -ετών 32- έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος κατά την εξόντωσιν της ληστοσυμμορίες Τζατζά την 23η Μαρτίου 1930».
Αυτό ήταν το ηρωικό τέλος του Γιάννη Δαφέρμου από την Αξό που τίμησε την ιστορική του οικογένεια και με τα δικά του ανδραγαθήματα.
Μαθιός Βαρβαντάκης
Ακόμα ένας ατρόμητος χωροφύλακας που έγραψε τη δική του ιστορία στην Αντίσταση στην περίπτωση αυτή ήταν ο Μαθιός Βαρβαντάκης, γαμπρός της περίφημης Στεφάναινας. Αξίζει να σημειώσουμε γι’ αυτόν.
Ο Ματθαίος Βαρβαντάκης του Νικολάου φέρεται γεννηθείς το 1906 στο Νεροκούρου Κυδωνίας. Ενδέχεται όμως να είχε γεννηθεί δυο χρόνια νωρίτερα. Από μικρό τον έστειλαν να μάθει μια τέχνη όπως ήταν παράδοση της εποχής. Κι εκείνος προτίμησε την τέχνη του ξυλουργού. Αργότερα του δόθηκε η ευκαιρία να ενταχθεί στο σώμα της Χωροφυλακής και το έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση.
Σε μια βεβαίωση τον βλέπουμε να υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης από το 15 Φεβρουαρίου 1926 μέχρι 5 Νοεμβρίου 1928.
Από πολύ νέος ανήκε στους φανατικούς οπαδούς του Εθνάρχη. Κι όπως κάθε Βενιζελικός βίωσε και τις συνέπειες της αφοσίωσής του χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Κι όταν ήρθε ο πόλεμος έδειξε ο Βαρβαντάκης και το υψηλό πατριωτικό του φρόνημα, μέσα από πράξεις μεγάλου ηρωισμού.
Σύμφωνα με τη λεπτομερή έκθεση του Χρήστου Τζιφάκη, που οι πάντες γνωρίζουν ότι βεβαίωνε αυτά για τα οποία είχε άποψη, χωρίς διάθεση φλύαρης υπερβολής, o Μαθιός βρέθηκε στο Ρέθυμνο και πολέμησε τους αλεξιπτωτιστές από την πρώτη μέρα της πτώσης. Κοντά στους άλλους ήρωες της Χωροφυλακής ο Βαρβαντάκης αξιοποιούσε στο έπακρο την εμπειρία του σε μάχες.
Μέχρι που έπεσε η Κρήτη ο Μαθιός δεν επέτρεψε στον εαυτό του να καθίσει αμέτοχος.
Κι όταν είδε τα πρώτα νέφη της σκλαβιάς να μολύνουν τον περήφανο Κρητικό ουρανό δεν άντεξε να περιμένει. Πήγε και βρήκε τον Τζιφάκη και ζήτησε να ενταχθεί στον αγώνα.
Μόλις πήρε το «βάπτισμα» των πρώτων αποστολών τόσο ο Τζιφάκης όσοι και Άγγλοι αξιωματικοί του ανέθεσαν την εξαιρετική δύσκολη αποστολή της συλλογής πληροφοριών για τις κινήσεις των Γερμανών και της διανομής προκηρύξεων για να τονώνεται το φρόνημα του λαού. Χωρίς ποτέ να υπολογίσει κόπο και καιρικές συνθήκες μετέφερε την αλληλογραφία που ήθελε ο αρχηγός στην ώρα της και μάλιστα διανύοντας πολλές φορές την απόσταση μέχρι το λιμέρι του Τζιφάκη. Οι εκθέσεις του ήταν πάντα αυστηρά κωδικοποιημένες και μέσα στο απόλυτο μέτρο για να είναι σαφείς στον αναγνώστη τους.
Η ζωή του ήταν σε διαρκή κίνδυνο για να κάνει στο ακέραιο το καθήκον του. Γιατί και άλλοι μπορεί να είχαν την ίδια αποστολή αλλά δεν ήταν στο «στόμα του λύκου».
Συλλέκτης πολύτιμων πληροφοριών
Ο Βαρβαντάκης λόγω της θέσης του ήταν κάθε φορά ο πρώτος που θα υποψιάζονταν οι Γερμανοί σε μια αποτυχία. Ανακατευόταν με διάφορα προσχήματα «στα πόδια» τους διαρκώς για να μπορεί να ελέγχει μέχρι τις ποσότητες των καυσίμων που παραλάμβαναν, ακόμα και τις παραμικρές προμήθειες. Αμέτρητες φορές πάλι, χρειάστηκε να συνοδεύσει τον Τζιφάκη και Άγγλους κομάντος σε αποστολές, με την ιδιότητα που του επέτρεπε να θεωρεί ο εχθρός ότι εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία. Κι όμως ποτέ δεν βαρυγκώμησε. Αντίθετα με το αστείρευτο κέφι του τόνωνε το αγωνιστικό φρόνημα των συντρόφων του.
Πολύτιμες ήταν οι υπηρεσίες του όταν παρακολουθούσε λεπτομερώς τις κινήσεις του μεγάλου καταυλισμού Αρμένων. Κάθε βδομάδα, χωρίς καμιά καθυστέρηση συνέτασσε δελτίο που ο ίδιος προσωπικά παρέδιδε στο Σταθμό Διοικήσεως του Τζιφάκη, για λόγους ασφαλείας. Είχε υψηλό το αίσθημα της ευθύνης και δεν ήθελε από μια του απροσεξία να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή πατριωτών.
Όσο καιρό υπηρέτησε στους αστυνομικούς σταθμούς Αρμένων και Σελλιών εκτός από την κατά γράμμα ενημέρωση των συμμάχων για τις κινήσεις του εχθρού, με δικούς του ευρηματικούς τρόπους, χωρίς να λαθέψει ούτε μια φορά, είχε καταφέρει να αποσπάσει από τις θηριωδίες των Γερμανών πολλούς πατριώτες βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή.
Έτσι ο κόσμος έβλεπε στο πρόσωπό του έναν ισχυρό σύμμαχο για τις δύσκολες ώρες και τον περιέβαλε με μεγάλη αγάπη.
Από τα μεγαλύτερα ανδραγαθήματά του σημειώνεται αυτό όταν ειδοποίησε τους πατριώτες που δρούσαν στην περιοχή Αγίου Βασιλείου για το μπλόκο που ετοίμαζαν οι Γερμανοί και σώθηκαν όλοι.
Ήταν αξιαγάπητος αν κρίνουμε και από τις εκθέσεις των ανωτέρων του που τον πρότειναν για τιμητικές προαγωγές επ’ ανδραγαθία.
Ο ίδιος όμως δεν επεδίωκε τίποτα. Ήταν σεμνός και θαρραλέος, πρόθυμος και ανιδιοτελής, δραστήριος και πειθαρχικός, με έντονα αναπτυγμένο το συναίσθημα της αλληλεγγύης, όπως αναφέρει σε πολλές εκθέσεις του γι’ αυτόν ο Χρήστος Τζιφάκης.
Αλλά και η συντεκνιά του αργότερα με τον μεγάλο αγωνιστή Μιχάλη Χριστοφοράκη αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της εκτίμησης που έχαιρε ο Βαρβαντάκης από όλες τις ομάδες αντίστασης.
Γαμπρός της Στεφάναινας
Ήρθε η λευτεριά και οι νέες δοκιμασίες που υπέστη ο ήδη ταλαιπωρημένος από τον πόλεμο λαός μας. Ο Βαρβαντάκης έμεινε στο Ρέθυμνο και μια μέρα εκεί στην παλιά πόλη συνάντησε τη γυναίκα της ζωής του. Ήταν η Σταυρούλα Βασιλάκη, κόρη της περίφημης Στεφάναινας που είχε το θαυματουργό Τίμιο Σταυρό.
Έγινε ο γάμος, στις 25 Νοεμβρίου 1945, ήρθαν και τα παιδιά να δώσουν περισσότερη ομορφιά στην οικογένεια. Ο Νικόλαος, ο Στέφανος, ο Γιώργος, η Κατερίνα και ο Κωνσταντίνος.
Ακόμα όμως και σε καιρούς ειρήνης δεν επέτρεπε στον εαυτό του να κωφεύει όταν κάποιος χρειαζόταν βοήθεια. Κι είναι ένα έγγραφο της Ένωσης Κυπρίων αγωνιστών που βεβαιώνει του λόγου το αληθές. Οι Κύπριοι αδελφοί μας σ’ αυτό του εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους για την προσφορά του στον αγώνα τους.
Άριστος οικογενειάρχης
Ο Βαρβαντάκης, υπήρξε κι ένας άριστος οικογενειάρχης. Δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να γνωρίσουν τα παιδιά του στέρηση. Μπορεί να ήταν ένας αυστηρός πατέρας, όπως νόμιζε ότι έπρεπε να είναι, αλλά έκανε και τη νύχτα μέρα για να συμπληρώνει τη σύνταξή του και να παρέχει κάθε άνεση στην οικογένειά του. Μόνο όταν προίκισε τη μοναχοκόρη του, έτσι όπως ήθελε, επέτρεψε στον εαυτό του να χαλαρώσει τους καθημερινούς ρυθμούς του.
Έφυγε στις 31 Δεκεμβρίου 2001 με την ικανοποίηση ότι οι κόποι του αναγνωρίστηκαν και γνώρισε στο έπακρο τη στοργή των παιδιών του, ιδιαίτερα της μοναχοκόρης του.
Πηγές:
Στρατιωτικά έγγραφα, πιστοποιητικά και εκθέσεις Χρήστου Τζιφάκη και Αρχηγείου Μέσης Ανατολής, τιμητικές αναφορές συμμαχικών δυνάμεων.
Κρήτη Αφιέρωμα: Γιάννης Δαφέρμος
Ιωάννη Κ. Κουνδουράκη (Εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα»), Ανθυπασπιστής Δαφέρμος Το παρατσούκλι του ήταν Ληστοφάγος