Τιμούσε η Νάξος τους νεκρούς υπέρ πατρίδος πεσόντες εκείνο το Μάρτη του 1931.
Κι είχε το καθήκον του κεντρικού ομιλητή ένας νεαρός καθηγητής από την Κρήτη. Σεμνός, απλός, πήρε τη θέση του κι όσο μιλούσε, κρατούσαν όλοι μέχρι και την ανάσα τους. Τι λόγος κι αυτός. Θαρρείς και ζωντάνευε εκεί στο βήμα κάποιος από τους ρήτορες που έδωσαν πνοή στην κλασική αρχαιότητα Κι όλοι κρέμονταν από τα χείλη του για να μη χάσουν λέξη.
Λόγια ευγνωμοσύνης
«Ταπεινός προσκυνητής και με το βήμα αργό μήπως ταράξω των ψυχών τη γαλήνη προσέρχομαι τη μεγάλη αυτή της χριστιανοσύνης εορτή για να σκορπίσω μαζί με το λιβανωτό της επιμνημόσυνης δέησις λίγα λόγια ευγνωμοσύνης σε σας εκ μέρους της αγαπημένης σας Νάξου. Σταθείτε αγιασμένες σκιές, που την ώρα αυτή πετάτε χαρούμενα πάνω απ’ το κενοτάφιο που σ’ ένδειξη τιμής έστησε σε σας ο δήμος της Νάξου.
Η αγαπημένη σας πατρίδα δειλιάζη να φωνάξη το όνομα του πρώτου μήπως αδικήσει το δεύτερο! Και τότες τίνα πούμε γι’ αυτόν που θα πάρη τη θέση του τρίτου; Ποιος μας βεβαιώνει πως δεν θα παραπονεθή για μας ο τέταρτος και τίνος δεν θα τρέμη η καρδιά καλώντας της σειράς τον τελευταίο;
Όλοι για μας είστε αθάνατοι! Όλοι εις τον βωμό της λευτεριάς προσφέρατε την ίδια για την πατρίδα θυσία! Ο σκοπός σας όμως ο ιερός πέτυχε. Με την αυτοθυσία σας χαρίσατε στην γλυκειά σας μητέρα τη ζωή και στις αδερφάδες σας τον καθαρό και μοσκομυρισμένο της λευτεριάς αέρα.
Τιμή σας!
Και τώρα ψυχές των ηρώων αθάνατες που για χάρη σας ευλαβείς προσκυνηταί σας προσφέρομε σήμερο της ευγνωμοσύνης το φόρο μείνατε ήσυχες.
Χτυπήστε τα φτερά σας ανάλαφρα και πετάξτε ξέγνοιαστες στου ύψιστου πατέρα το βασίλειο.
Δε θα λησμονηθούνε ποτές οι θυσίες σας.
Το παράδειγμά σας θα μήνη βαθειά χαραγμένο στην ψυχή μας. Η κληρονομία που μας αφήσατε, η γλυκιά και κοινή για σας και για μας μητέρα βρίσκεται καλά φυλαγμένη στα χέρια μας.
Ορκιζόμαστε στην μνήμη σας την αιώνιο πως όπως εσείς σε μέρες φουρτουνιασμένες δεν λυπηθήκατε την ζωή σας την ίδια για να χαρίσετε σε κείνη ζωή, έτσι και μεις στις μέρες αυτές της γαλήνης δεν θα φεισθούμε σε τίποτα για να της χαρίσουμε ευτυχία και πρόοδο». (Απόσπασμα από την ομιλία που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φωνή» Νάξου Πάρου 15-3-1931).
Ποιος είναι αυτός
-Μα ποιος είναι αυτός; Απόρησαν μερικοί.
– Είναι από το Ρέθυμνο Κρήτης. Γιάννης Μαθιουδάκης λέγεται κι είναι φιλόλογος στο Γυμνάσιο. Μόλις διορίστηκε.
– Μπράβο ευφράδεια….
Είχε σπάνιο χάρισμα να γοητεύει ο σπουδαίος αγωνιστής Γιάννης Μαθιουδάκης. Και δεν απορεί κανένας γιατί ενώ βρίθει ηρώων η Κρήτη, το όνομα του καθηγητή έμεινε με τεράστια χρυσά γράμματα στην ιστορία Ίσως γιατί πάνω από όλα ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Ο Γιάννης Μαθιουδάκης, γεννήθηκε στην Κοξαρέ στις 25 Μαρτίου 1906 από αγροτική οικογένεια. Πάλευε η μάνα Θεονύμφη μια άγια μορφή, να τα φέρει βόλτα. Ο Γιάννης βίωσε από μικρός την ανάγκη περισσότερης κοινωνικής δικαιοσύνης. Έτσι όταν πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει φιλολογία δεν άργησε να ενταχθεί στην Αριστερά. Στις αναμνήσεις του, που κατέθεσε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ο Βαγγέλης Παπαδάκης, γνωστός ως καπετάν Λευτεριάς, σημειώνει και τα εξής: «… δυο άλλοι συγχωριανοί μου, ο Γιάννης Μαθιουδάκης και ο Βαγγέλης Παπαδάκης (απλή συνωνυμία), ο «Βαγγέλης του παπά» όπως τον λέγαμε, είχαν ήδη τελειώσει το Γυμνάσιο και σπούδαζαν στην Αθήνα στο Πανεπιστήμιο… Αυτοί, λοιπόν, οι δυο το καλοκαίρι γινόντουσαν το κέντρο προσοχής όλου του χωριού, γιατί είχαν πάει στην Αθήνα και σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο, θα γινόντουσαν μεγάλοι άνθρωποι…».
Ο Γιάννης Μαθιουδάκης, το Μάρτιο του 1930 έλαβε το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διορίστηκε το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου στο Γυμνάσιο της Νάξου και τρία χρόνια αργότερα μετατέθηκε στο Στ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.
Λάτρης της γνώσης δεν άφηνε το εαυτό του εύκαιρο ούτε για λίγο. Διάβαζε αδιάκοπα. Και πολεμούσε το άδικο από τα πιο τρυφερά του χρόνια. Έγραφε ασταμάτητα κι είχε τη χαρά να βλέπει από το 1936 μέχρι το 1941 να δημοσιεύονται στη φιλολογική εφημερίδα «Νεοελληνικά Γράμματα» στο λογοτεχνικό περιοδικό «Κρητικές Σελίδες» και στο περιοδικό «Δρήρος» κρητικά ηθογραφικά διηγήματα και συνεργασίες του.
Από την Αθήνα μετατίθεται στο «εν Παλαιοχώρα Προγυμνάσιον» και στις 13 Φεβρουαρίου 1940, συλλαμβάνεται στο Γυμνάσιο Παλαιόχωρας από τις Αρχές της δικτατορίας του Μεταξά, για τα πολιτικά του φρονήματα και μετάγεται στην Αθήνα απ’ όπου απολύεται και γυρίζει στην Παλιόχωρα.
Η πρώτη του δυναμική παρουσία ήταν εκεί, όταν οι Γερμανοί μετά τη Μάχη της Κρήτης προχώρησαν σε αντίποινα. Όταν ο Μαθιουδάκης έμαθε για τη σύλληψη ομήρων κατέβηκε από το βουνό που είχε καταφύγει και σε άπταιστα Γερμανικά απευθύνθηκε στους ναζί. Μιλώντας στη γλώσσα τους προσπάθησε να τους εξηγήσει τη σημασία του ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ. Και τους εντυπωσίασε τόσο που άφησαν τους μελοθάνατους ελεύθερους.
Ηγετικό στέλεχος της αντίστασης
Μετά τη Μάχη της Κρήτης αναχωρεί οικογενειακώς για τη γενέτειρά του, την Κοξαρέ, όπου παρέμεινε δύο – τρεις μήνες. Το Σεπτέμβριο του ’41 αναλαμβάνει καθηγητής στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου και το ’42 προσχωρεί στο ΕΑΜ και αναδεικνύεται ηγετικό στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης στο Νομό Ρεθύμνου.
Το ’42 ή το ’43, ιδρύει την αντιστασιακή εφημερίδα «Νίκη», το ’43 εκφωνεί πατριωτικό λόγο στους μαθητές μετά την αναγγελία του θανάτου του Κωστή Παλαμά και οι Γερμανοί επιχειρούν να τον συλλάβουν, αλλά διαφεύγει και διακόπτει αυτοβούλως τη διδασκαλία του στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου. Από τότε αφιερώνεται αποκλειστικά στον αντιστασιακό αγώνα κατά των Γερμανών.
Και ρίχτηκε στον αγώνα
Που εύρισκε τόση δύναμη;
Έγραψε αργότερα γι’ αυτόν ο αξέχαστος Ρεθεμνιώτης αγωνιστής Κώστας Ξεξάκης καθηγητής:
«Ο Γιάννης Μαθιουδάκης εγκατέλειψε την υπηρεσία του στο Γυμνάσιο, την οικογένειά του και την ησυχία του και ρίχτηκε στον αγώνα. Εκεί μερικοί κρατούσαν όπλα-όσοι είχαν-και τα όπλα ρίχνουν σφαίρες. Μα ο Γιάννης Μαθιουδάκης είχε άλλα όπλα. Δεν έριχνε σφαίρες. Έριχνε τους κεραυνούς του λόγου του. Είχε το χείμαρρο της ευγλωττίας του. Είχε τις αστραπές των ματιών του.
Ο Μάρκος Ζουριδάκης μου είχε πει: «Εκείνα τα μάτια του όταν στριφογυρίζουν μανιασμένα πετούν αστραπές και φοβάσαι να τα κοιτάξεις.»
Είχε δύναμη και μεγαλείο η παρουσία του λεβεντόκορμου άντρα. Όσοι τον άκουγαν ένιωθαν να ξυπνά μέσα των μια αντρειοσύνη που μετά δεν μπορούσαν να την υποτάξουν. Μου το είπε ένας που τον είχε ακούσει στο χωριό του να μιλάει την επόμενη μέρα: «Απόψε δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα, μια φωτιά μού βάλενε μέσα μου. Αυτός είναι μεγάλος άνθρωπος».
Από τους πρώτους στην αντίσταση
Ο καθηγητής από τις πρώτες μέρες που μόλευε την ανάσα του νησιού, η ανάσα του κατακτητή προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον κόσμο. Στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου 1941, έγινε στο ξενοδοχείο «Αρκάδι» στην οδό Αρκαδίου μια συνωμοτική συνάντηση Ρεθεμνιωτών από κάθε κομματική πλευρά για να οργανωθεί ο αγώνας.
Ακολουθεί η πρώτη ουσιαστική συνάντηση για την ίδρυση επιτροπής και ένταξης σε παγκρήτιο Αντιστασιακό Μέτωπο που έγινε στα Περιβόλια, στο σπίτι του καθηγητή Μιχάλη Κουτρουμπά. Σε κάθε συνάντηση ήταν παρών και ο καθηγητής. Στις συζητήσεις αναδείκνυε μια ακόμα αρετή του. Να στηρίζει τη σωστή άποψη βάζοντας πάνω το συμφέρον της πατρίδας και όχι του κόμματος. Αυτό του αναγνώριζαν ακόμα και οι παράγοντες της άλλης πλευράς. Και τον τιμούσαν.
Βέβαια η σκέψη του Γιάννη ήταν πάντα κοντά στους δικούς του. Σκεφτόταν τη γυναίκα του μια άξια συντρόφισσά του που στεκόταν με την αντοχή δέκα αντρών στο διπλό της καθήκον, τώρα που έλειπε ο άντρας της στον αγώνα. Ένοιωθε να λιώνει στη σκέψη του γιου του Μανόλη, που θα γνώριζε από μικρός κι αυτός την αδρή όψη του αγώνα, όταν τον συνέλαβαν μαζί με τους δικούς του, μικρό παιδί, και τον έκλεισαν στη φυλακή, για να μείνει στα χρονικά της αντίστασης, ως ο μικρότερος κρατούμενος. Είχε και την έγνοια της μάνας του που είχε ταχθεί στην αντίσταση και στον αγώνα από την περίοδο κιόλας της μεταξικής δικτατορίας. Στην κατοχή το σπίτι της ήταν το κέντρο των περαστικών και το καταφύγιο κάθε αγωνιστή. Οι Γερμανοί πολλές φορές τη βασάνισαν να μαρτυρήσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Απόστολος της λευτεριάς
Σκεπτόταν όλα αυτά ο Μαθιουδάκης κι έπαιρνε δύναμη για τον αγώνα που γινόταν όλο και πιο σκληρός. Αλώνιζε την ύπαιθρο ακούραστος για να ξεσηκώνει, να οργανώνει, να καθοδηγεί. Κι όποτε φούντωναν τα πάθη αυτόν έβαζαν να εξομαλύνει καταστάσεις και να αμβλύνει πολιτικές αντιπαραθέσεις. Λέγεται ότι η πολιτική δράση του καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη με τη σημαία του ΕΑΜ, προκάλεσε το μένος ακόμα και του αιμοσταγούς λοχία του γερμανικού στρατού Φριτς Σούμπερτ, που δυο μήνες νωρίτερα σε μια ομιλία του, στις αρχές Ιανουαρίου του ’44 στο Ηράκλειο σε συγκέντρωση μόνιμων και έφεδρων αξιωματικών, είχε πει ανάμεσα στα άλλα: «για το καλό της πατρίδας να καταδώσετε στις γερμανικές Αρχές τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη και τον καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη, οι οποίοι καταζητούνται ως μεγάλοι κομμουνιστές…».
Ήθος και αξιοπρέπεια
Ο Γιάννης Μαθιουδάκης έβαλε, ως συνειδητοποιημένος αριστερός, το σπόρο για να φυτρώσει το ΕΑΜ στο Ρέθυμνο και ήταν μια αξιοθαύμαστη προσωπικότητα με ήθος και αξιοπρέπεια. Μύησε στις τάξεις της αντίστασης καπετάνιους και πρωτοπαλίκαρα που προωθήθηκαν στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ και διακρίθηκαν σε μάχες και άλλα πολεμικά γεγονότα. Ήταν από τα διακεκριμένα στελέχη του ΕΑΜ στην Κρήτη.
Τέλος Μαρτίου 1944, λίγους μήνες πριν χαράξει η λευτεριά ο Μαθιουδάκης, γραμματέας του ΕΑΜ μόλις είχε διευθετήσει ένα ζήτημα που αφορούσε την ομάδα του και κατέφυγε στην Σπηλιά της Μέσης, στην Γκιουμπρά για να ξεκουραστεί, συνοδευόμενος από τον Αντώνη Περακάκη. Εδώ τους βρήκαν οι Κλιάνης (Κουμπάρος), ο Αεράκης, ο Βαβαδάκης Αναστάσης, ο Τερζιδάκης Νίκος κι ένας επονίτης ο Χατζηνικολής από την Πηγή.
Στη σπηλιά αυτή γράφτηκε ο επίλογος της ζωής ενός μοναδικού ανδρός που δεν υπάρχει σελίδα της αντίστασης να μην τον περιγράφει με τα φωτεινότερα χρώματα.
Πολλές φορές αναφέρεται στο θέμα ο γνησιότερος εκφραστής της αντίστασης στο Νομό μας, Γιώργης Αγγελιδάκης με εμφανή τη θλίψη κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Και δεν παραλείπει να τονίζει πόσο εύκολα η ανθρώπινη αμέλεια μπορεί να καταστρέψει αγώνες και να απειλήσει ζωές.
Η αμέλεια σκοτώνει
Η Γερμανική περίπολος που περνούσε τυχαία από εκεί, με εντελώς διαφορετική αποστολή, στάθηκε γιατί άκουσε θορύβους. Αν είχαν ληφθεί μέτρα δεν θα εύρισκαν τραγικό θάνατο τόσοι λεβέντες και πρώτος απ’ όλους ο ηρωικός καθηγητής. Όπως το συνήθιζε δεν στάθηκε στην αναζήτηση υπαιτίων του εντοπισμού τους. Έκανε μέχρι το τέλος ό,τι όφειλε ως αρχηγός, ως τίμιος συναγωνιστής. Κι έπεσε πρώτος.
Μετά την απελευθέρωση, άνθρωποι της οικογένειας του Γιάννη Μαθιουδάκη, συγχωριανοί και συναγωνιστές του μετέφεραν τα οστά του στο χωριό από την περιοχή που σκοτώθηκε. Εξιστορεί ο συγχωριανός του Γιώργης Βαβουράκης: «Ο θάνατος του Μαθιουδάκη, ήτανε ένα πλήγμα για την οργάνωση. Πήγαμε, λοιπόν, κι εγώ ο ίδιος έσκαψα και μάζεψα τα οστά του και τα φέραμε στο χωριό με ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε, νομίζω, ο Δημοσθένης ο Πεδιαδιτάκης από το Σπήλι. Το κασάκι που ήτανε τα κόκαλα του καθηγητή, θυμούμαι και το είχαμε βάλει σε μια προέκταση που ‘χε το αυτοκίνητο στο φτερό και το σκεπάσαμε με την ελληνική σημαία. Εκεί βρέθηκε εκείνη τη μέρα κι ένας υπενωμοτάρχης, που είχε υπηρετήσει και στο σταθμό Χωροφυλακής Κοξαρέ και μπορεί, τότε, να ήταν σε απόσπασμα που κυνηγούσε τους κομμουνιστές! Πλησίασε, λοιπόν, κοντά μας και μας έκανε την παρατήρηση, γιατί βάλαμε τη σημαία πάνω στην κάσα. Εγώ, νεαρός τότε, του είπα ότι ο καθηγητής αξίζει τη σημαία και όχι ορισμένοι άλλοι».
Και μια λεπτομέρεια για τον αγωνιστή, που μας δίνει ο Νίκος Περακάκης. Ο θείος του καπετάν Αντώνης διέσωσε και διαφύλαξε την κατσούνα-τη βέργα-του αείμνηστου καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη, την οποία παρέδωσε (το 1975) στον αδελφό του καπετάν Αλέκο Μαθιουδάκη, ο οποίος τη φίλησε, την παρέλαβε με βαθιά συγκίνηση και την διαφύλαξε σαν κειμήλιο ιερό και θείο!
Η πνευματική πλευρά
Η πνευματική πλευρά του αείμνηστου, πρωτοπόρου του αντιστασιακού κινήματος στο Νομό Ρεθύμνου Γιάννη Μαθιουδάκη, ξεδιπλώνεται μέσα από μια έκδοση που κυκλοφόρησε στο Ρέθυμνο και περιλαμβάνει ερωτικά διηγήματα, λόγους, άρθρα και την αλληλογραφία του Μαθιουδάκη.
Το βιβλίο (227 σελίδων) εκδόθηκε από την εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» ο εκδότης των οποίων, Γιάννης Χαλκιαδάκης, υπήρξε μαθητής του Γιάννη Μαθιουδάκη στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου. Την επιμέλεια της έκδοσης, τον πρόλογο και τα σχόλια, έκανε ο Στέργιος Μιχ. Μανουράς.
Αυτός ήταν ο ηρωικός καθηγητής Γιάννης Μαθιουδάκης.
Ακόμα και σήμερα σαν βρεθείς στη σπηλιά που τερμάτισε ηρωικά το βίο του, επηρεασμένος από το επιβλητικό τοπίο, που καθαγιάστηκε από το αίμα ηρώων αγωνιστών, θαρρείς πως θ’ ακούσεις τα τελευταία του λόγια όπως μας τα διέσωσε ο συναγωνιστής του Αντώνης Περακάκης.
«Σύντροφοι τώρα που ο φασισμός ψυχορραγεί και η λευτεριά στη χώρα μας γλυκοχαράζει, εμείς πεθαίνουμε, φτάνει όμως που βεβαιωθήκαμε πως τα παιδιά μας θα απαλλαγούν από τους πολέμους και η ανθρωπότητα θα ζήσει στο μέλλον λεύτερη κι ευτυχισμένη…».