Ο Γιάννης Σμυρνιωτάκης μπήκε ενεργά στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι από το 1991. Ήταν τότε που ξεκινούσε από την Πολιτιστική Αναγέννηση το Φεστιβάλ Παιδική Άνοιξη.
Ήρθε μαζί με την Αγγελική Βαρελά και τη Γαλάτεια Σουρέλη για ένα συμπόσιο γύρω από το παιδικό βιβλίο που ήταν ενταγμένο στο πρόγραμμα.
Έκτοτε ο πολυγραφότατος συγγραφέας έγινε πολύτιμος αρωγός κάθε πολιτιστικής μας προσπάθειας.
Είχε ηγηθεί μιας πρωτοβουλίας, πάντα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ να δημιουργηθεί μια κινητή βιβλιοθήκη παιδικού βιβλίου.
Στον τότε Δήμο Λάμπης, επί δημαρχίας Μιχάλη Απανωμεριτάκη, έγινε και η εκδήλωση αφετηρία της διαδρομής αυτής με ξεχωριστές συμμετοχές.
Μετά τα βιβλία έμειναν στη βιβλιοθήκη του Δημοτικού Σχολείου κι εκεί θα πρέπει να υπάρχουν ακόμα. Ήταν μια δίκαιη ανταμοιβή για τη διευθύντρια του σχολείου που είχε στηρίξει την προσπάθεια και μάλιστα με μια συγκινητική προθυμία.
Πρωτοπόρος στη διάδοση του βιβλίου
Ο Γιάννης Σμυρνιωτάκης δημιούργησε με δωρεά του και την πρώτη βιβλιοθήκη του Παιδικού Πολιτιστικού Κέντρου, στο οποίο πίστευε πάρα πολύ και το στήριζε με πάθος.
Συνήθιζε να παίρνει τηλέφωνο όποτε δεν ελάμβανε για καιρό πρόσκληση και να μας ρωτά:
-Τι έγινε; Το ταξίδι στο όνειρο τέλειωσε;
Μα πώς να τελειώσει όταν ο Γιάννης Σμυρνιωτάκης δεν σε άφηνε να χαλαρώσεις δημιουργικά ποτέ…
Ίλιγγος σε πιάνει εκτιμώντας, τώρα που δεν είναι πια ανάμεσά μας το εύρος του λογοτεχνικού του έργου.
Δεν είναι τόσο απλό να έχεις στη βιβλιοθήκη σου 332 ΔΙΚΑ ΣΟΥ βιβλία!
Ένιωθε την πόλη δική του
Θα μπορούσε να απορήσει καθένας εκτός από μας που τον ζούσαμε.
Ερχόταν για εκδήλωση στο Ρέθυμνο πάντα με δικά του έξοδα. Ποτέ δεν καταδέχτηκε έστω ένα εισιτήριο. Ένιωθε την πόλη δική του.
Η πρώτη του σκέψη να πάμε για φαγητό στου «Αποστόλη». Δεν ήταν όμως μόνο η ποιότητα του φαγητού που τον ενδιέφερε. Ήθελε να δει τον Γιώργο Αποστολάκη παλιό του μαθητή.
Αξέχαστη η μέρα που πήγαμε πρώτη φορά, χωρίς να έχει προηγηθεί γνωριμία Ήταν το εστιατόριο κοντά στην εφημερίδα, ο Γιάννης ήταν πάντα λιτοδίαιτος αλλά και λάτρης του σπιτικού φαγητού, ο Γιάννης Χαλκιαδάκης ήξερε πάντα τα «χούγια» του κι έτσι βρεθήκαμε στο γνώριμο χώρο του ιστορικού πλέον εστιατορίου.
Έρχεται ο Γιώργος ο Αποστολάκης για παραγγελία και μένει στήλη άλατος.
«Κύριε εσείς; …» ακούμε να απευθύνεται στο Σμυρνιωτάκη με την αμηχανία μικρού μαθητή…
Όταν ο Γιάννης κατάλαβε ποιον είχε απέναντί του άφησε τη συγκίνησή του να εκδηλωθεί. Κι από τότε όποτε ερχόταν έπρεπε να πάμε στου «Αποστόλη», να δει και τον παλιό του μαθητή. Αν τώρα με συνόδευε δεν έπρεπε καν να διανοηθώ ότι θα του έκανα το τραπέζι.
Άρχοντας πραγματικός ήταν πάντα ο Γιάννης Σμυρνιωτάκης.
Θαύμαζε την πνευματική μας παράδοση
Πίστευε στην πνευματική παράδοση του Ρεθύμνου και πίστευε πως την συνεχίζουν ο Βασίλης Χαρωνίτης, ο Μπάμπης ο Πραματευτάκης, η Φέφη Βαλαρή (που θαύμαζε και ξεχωριστά) ο Αλκιβιάδης Μαυράκης και μερικοί ακόμα που δεν θυμάμαι τώρα.
Αυτός ο άνθρωπος «φαινόμενο» είχε πάντα κάτι να κάνει.
Κάθε φορά που ερχόταν κι εμείς έπρεπε να τελειώσουμε τη δουλειά μας στην εφημερίδα για να κάνουμε παρέα, εκείνος καθόταν σε μια γωνιά, έβγαζε από την τσάντα του μια τεράστια δέσμη από χαρτιά κι άρχιζε να διορθώνει.
Κι όταν είχε την άνεση του χρόνου, στο χώρο του, έγραφε ασταμάτητα.
To βιογραφικό του μεστό, δείχνει πως από μικρός όλοι ήξεραν πως θα γίνει ένας σπουδαίος άνθρωπος.
Μια έντιμη δύναμη
Γεννήθηκε το 1935 σ’ ένα μικρό χωριό της Κρήτης, τα Καστελλιανά Ηρακλείου. Φοίτησε στο Γυμνάσιο της Βιάννου από το οποίο αποφοίτησε με «Άριστα» το 1955. Ως μαθητής Γυμνασίου έλαβε μέρος σε πανελλήνιους μαθητικούς διαγωνισμούς ποίησης και ανάλυσης ποιημάτων και βραβεύτηκε δύο φορές. Στη συνέχεια φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του με «Άριστα» το 1957. Κατά τον χρόνο της φοίτησής του στην Ακαδημία έγραψε και δημοσίευσε πολλά ποιήματα στις τοπικές εφημερίδες του Ηρακλείου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Λογοτεχνικού Συλλόγου Ηρακλείου «Λόγος και Τέχνη». Το 1957 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή με τίτλο «Τα πρώτα σκαλοπάτια». Υπηρέτησε δύο χρόνια στον στρατό στην παραμεθόριο περιοχή, όπου ανέπτυξε πλούσια κοινωνική δράση. Ίδρυσε και λειτούργησε τις ώρες εκτός υπηρεσίας του «Σχολείο αναλφάβητων στρατιωτών» στο οποίο φοίτησαν πολλοί αγράμματοι στρατιώτες και έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν. Τον ίδιο καιρό έγραφε και δημοσίευε ποιήματα στην τοπική εφημερίδα των Σερρών «Σερραϊκόν Βήμα». Μετά την απόλυσή του από τον στρατό διορίστηκε αναπληρωτής δάσκαλος στο 9ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου και στη συνέχεια (το 1960) διορίστηκε μόνιμος δάσκαλος στο νομό Χανίων. Υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία της υπαίθρου στον νομό Χανίων και τελευταία στο 4ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης των Χανίων.
Το 1971 με αίτησή του μετατέθηκε στην Αθήνα, όπου υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία. Ανέπτυξε πλούσια κοινωνική και συνδικαλιστική δράση. Εξέδωσε μαθητικές εφημερίδες σε διάφορα σχολεία που υπηρέτησε και ανέβασε πολλές θεατρικές παραστάσεις με έργα που έγραφε και σκηνοθετούσε ο ίδιος. Εκλέχτηκε πολλές φορές πρόεδρος Διδασκαλικού Συλλόγου της περιφέρειας που υπηρετούσε και αντιπρόσωπος στη Διδασκαλική Ομοσπονδία. Παράλληλα με την άσκηση των καθηκόντων του φοιτούσε τις απογευματινές ώρες στην Ιδιωτική Σχολή Λογοτεχνίας Γ. Δολιανίτη, τριετούς φοίτησης και πανεπιστημιακού επιπέδου. Αποφοίτησε με «Άριστα».
Ακόμα, παρακολούθησε μαθήματα συγγραφής θεατρικών και κινηματογραφικών έργων και σεναρίων στη σχολή Μωυσίδη. Το 1972 έγραψε το πρώτο του σχολικό βοήθημα με τίτλο «Η τεχνική των εκθέσεων», 540 σελίδων, το οποίο τον καθιέρωσε ως συγγραφέα σχολικών βοηθημάτων. Τα επόμενα χρόνια συνέχισε τη συγγραφή βοηθημάτων για όλα τα μαθήματα της Γλώσσας, των Μαθηματικών κ.λπ. Το 1985 αποχώρησε από την υπηρεσία, για να αφοσιωθεί στη συγγραφή σχολικών και παιδικών βιβλίων και βοηθημάτων. Μέχρι το 2008 έχει γράψει και έχει εκδώσει 296 βιβλία των ειδών αυτών.
Ο Γιάννης Σμυρνιωτάκης ήταν μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων και της Ιταλικής Ακαδημίας DEL FIORINO, από την οποία και πήρε χρυσό βραβείο για την προσφορά του στα Γράμματα και τον πολιτισμό. Για την εν γένει πνευματική προσφορά του είχε αποσπάσει πολλά βραβεία και αναμνηστικές πλακέτες από Συλλόγους και λοιπούς φορείς, καθώς και έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών για τη συμβολή του στη συγκέντρωση λαογραφικού υλικού. Έργο ζωής του οι φερώνυμες εκδόσεις «Σμυρνιωτάκη», που δραστηριοποιούνται, κυρίως, στον χώρο του σχολικού και παιδικού βιβλίου, και που έχουν εκδώσει περισσότερα από 2.000 παιδικά και σχολικά βιβλία και πολλά λογοτεχνικά βιβλία για μεγάλους.
Ο «Άγιος Βασίλης» του βιβλίου
Μια μέρα εκεί που συζητούσαμε είπαμε να γράψουμε μαζί ένα παραμύθι. Να έχει θέμα τον Άγιο Βασίλη και τα υπόλοιπα ο καθένας όπως νομίζει.
Όταν διάβασα το δικό του είδα πως το παιδί ονειρευόταν ένα καλό βιβλίο κι αυτό ζήτησε από τον Άγιο.
«Γιάννη μου το πιστεύεις αυτό; τον ρώτησα συνηθισμένη από τις απαιτήσεις των νεαρών βλαστών μας. Βιβλίο τα σημερινά παιδιά;»
«Δεν ξέρω μπορεί να έχεις δίκιο» μου απάντησε. «Αλλά το βιβλίο θα πρέπει να γίνει ξανά αναπόσπαστο κομμάτι από τη ζωή μας. Και θα γίνει, θα δεις…»
Από τότε τον ονόμαζα «Άγιο Βασίλη των βιβλίων» κι εκείνος το χαιρόταν σαν μικρό παιδί.
Αυτό που πίστευε πάντως φρόντιζε να το αναζητά σε ευκαιρίες από την Πολιτεία. Με άνεση έμπαινε στο ρίσκο για επενδυτικές δράσεις πρωτοπόρες στο χώρο των εκδόσεων. Κι όταν δεν έμενε ευχαριστημένος έλεγε «Δεν βαριέσαι. Θα έρθει και άλλη ευκαιρία».
Ιδεολόγος της φιλαναγνωσίας ήταν πάντα κι έτσι έμεινε.
Αυτό που με εντυπωσίαζε ήταν ότι η θεματική του σαν λογοτέχνης ήταν πάντα επίκαιρη και ανεπηρέαστη από κρίση ιδεών, που είχε αρχίσει να φαίνεται στον τομέα της έμπνευσης σε πολλούς άλλους επίσης γνωστούς καλλιτέχνες.
Ο Σμυρνιωτάκης δεν μας κούρασε ποτέ σαν δημιουργός.
Ο ίδιος μοίραζε το αποτέλεσμα της αστείρευτης έμπνευσής του σε τρεις κατηγορίες: Σχολικά, παιδικά, λογοτεχνικά.
Από τις καινοτόμες δράσεις του, που τον καθιέρωσαν στον λογοτεχνικό αλλά και εκδοτικό χώρο, τα σχολικά βοηθήματα κυρίως αυτά για την περίοδο των διακοπών. Είχε το πάθος να φέρει το παιδί κοντά στη γνώση. Κι αυτό πάσχιζε.
Άξιος κάθε τιμής
Έτσι θα τον θυμόμαστε πάντα. Εκείνος από ‘κει ψηλά που βρίσκεται τώρα μπορεί να απολαμβάνει μια υστεροφημία που θα ζήλευε κάθε άνθρωπος των Γραμμάτων και του Πνεύματος. Και κυρίως τη χαρά ότι άφησε πίσω του άξιους συνεχιστές του έργου του, τους γιους του, στους οποίους κληροδότησε την ικανότητα για καινοτόμες δράσεις και το ίδιο πάθος για το βιβλίο.
Το τηλεφώνημα που μου έδωσε το θλιβερό άγγελμα ήταν από τον γιο του Κώστα. Θα περάσει καιρός βέβαια να συνηθίσουμε οι Ρεθεμνιώτες φίλοι του στην απουσία του Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Στο μεταξύ έγινε το «χατίρι» του. Γκρίνιαζε κάθε φορά που διάβαζε ακροστιχίδες μου για γνωστούς και φίλους.
«Ήθελα και να ‘ξερα αν θα κάνεις και μια για μένα», μου έλεγε.
Η επιθυμία του εκπληρώθηκε μόλις πληροφορήθηκα το γεγονός, χωρίς καμιά προσπάθεια.
Η ακροστιχίδα «βγήκε» προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ότι ο ακριβός φίλος δεν υπάρχει πια. Ελάχιστη σπονδή αγάπης και τιμής στη μνήμη του:
ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗ
Γ-έμισες φως γραφής αμέτρητες σελίδες
Ι-χνηλατώντας τις αξίες με βιβλία.
Α-νήκες στους δασκάλους που μ’ ελπίδες
Ν-α παραμείνουν φάροι γνώσης τα σχολεία
Ν-ιότης αφρόντιστης χαρές ποτέ δεν είδες
Η-ταν η πέννα μοναχή σου ασχολία
Σ– ε οίστρο ατέλειωτο σε βρήκαν κι οι ρυτίδες.
Σ-πουδαίος ήσουν μα τον ίσκιο σου θωρούσες
Μ-όλις ο ήλιος καλημέριζε τη μέρα
Υ– περηφάνιας μεγαλεία δεν ποθούσες
Ρ– άντιζες άρωμα ψυχής πέρα ως πέρα
Ν– α βλέπεις πρόοδο σε όλους μας μοχθούσες.
Ι– ππότης πάντα του καλού μεγαλουργούσες
Ω-ρια ψυχή του μεγαλείου θυγατέρα.
Τ-ιμούμε όλο σου το έργο που αφήνεις
Α– νυπολόγιστης αξίας διαθήκη
Κ– αι τις σπονδές σου στην Παιδεία ευλογούμε
Η– ταν κι αυτές καρπός υπέρτατης ευθύνης
Σ-τέφανος μνήμης που δεν σβήνει σου ανήκει.