Το παρατσούκλι
Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΚΠΙΝΗ
Τα παλιά χρόνια οι κάτοικοι των χωριών μετά από τις πολύωρες καθημερινές εργασίες τους, συνήθως τα βράδια και τις γιορτές, συνηθίζανε να παρέχουν εις τους εαυτούς τους λίγη ξεκούραση που την πραγματοποιούσαν μεταξύ τους εις το καφενείο του χωριού τους.
Εκεί εκτός από τον καφέ είχε και λίγα ποτά, συνήθως κρασί, ρακή, γαζόζες, λουκούμια για τα παιδιά, λίγους μεζέδες από ελιές, φιστίκια και φρούτα της εποχής.
Με την παρέα και με το ποτό που πίνανε, βγάζανε λίγο κέφι και ξεχνούσαν τα βάσανα και τη φτώχεια τους που κυριαρχούσαν τότε. Αν είχανε χρόνο παίζανε με τα χαρτιά την κολτσίνα ή την ξερή.
Όμως δεν παραμερίζανε τα διάφορα αστεία μεταξύ των και τους διάφορους χαρακτηρισμούς με ονομασίες για ορισμένους χωριανούς, σύμφωνα με τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους, καλές ή κακές.
Στη συνέχεια ορισμένες από αυτές μείνανε και εξακολουθούσαν να λέγονται από όλους, η επονομασία που δίδανε την αποκαλούσαν παρατσούκλι.
Το παρατσούκλι είναι ένα επιπρόσθετο διακριτικό ασυνήθιστο όνομα από αυτό που έχει κάποιος το οποίο προέρχεται από τον χαρακτήρα του, τη σωματική διάπλαση, την πνευματική του ικανότητα, την επαγγελματική του εργασία αλλά στο σχολείο, στην εκκλησία, στον στρατό, στην πολιτική, να επαναλαμβάνει λέξεις ή φράσεις κ.λπ.
Αυτό τις περισσότερες φορές πριν και σήμερα αντικαθιστά το επίθετο, το όνομα ή και τα δυο.
Το κάθε χωριό συνήθως είχε ένα ή δυο άτομα που δίνανε τον χαρακτηρισμό που ταίριαζε από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις άλλοτε καλή ή κακή.
Αυτός λοιπόν ήτανε ο δεύτερος νονός γιατί τον θεωρούσανε ότι έγινε βάπτισμα.
Προτιμούσανε τις περισσότερες φορές το καφενείο του χωριού που είχε την παρουσία πολλών χωριανών και του καφετζή για να πάρει την ανάλογη πληροφόρηση σε όλους τους χωριανούς. Ορισμένοι το δεχότανε το παρατσούκλι χωρίς αντιδράσεις αν τους ικανοποιούσε ο χαρακτηρισμός ενώ από τους περισσότερους έπαιρνε δυσάρεστες καταστάσεις εναντίον αυτού που τον βάπτιζε.
Τύχαιναν περιπτώσεις με ξυλοδαρμούς μεταξύ των και η κατάληξή τους ήτανε το δικαστήριο.
Όμως όποια και αν ήτανε η απόφασή του, το παρατσούκλι του έμενε με την επέκτασή του σε όλη την οικογένεια. Λέγανε όπως δεν σβήνει όταν γράφουμε με σινική μελάνη έτσι δεν σβήνει και το παρατσούκλι όταν δοθεί.
Μετά τη δικαστική απόφαση ο νονός αργούσε να πάει στο καφενείο για να μην έχει συνέχεια και να ξεχαστεί η φασαρία που έγινε με τον χωριανό του.
Στο διάστημα της απουσίας του, πήγαινε στο καφενείο του διπλανού χωριού όπου και εκεί τον ξέρανε ότι είναι ο πλέον ειδικός να βγάζει παρατσούκλια.
Οι χωριανοί είχανε να τον δούνε κοντά ένα μήνα. Όταν πια ένα απόγευμα ξαφνικά τον είδανε από μακριά να έχει προορισμό στο καφενείο τους τον καλωσορίσανε όλοι και τον ρωτήσανε που ήσουνα Περικλή, τόσο καιρό; Δουλειές είχα τους είπε και ήμουνα λίγο άρρωστος.
Τους απέκρυψε τη φασαρία που είχε γίνει με το χωριανό του και ότι πήγανε στο δικαστήριο. Ενώ αυτοί το ξέρανε.
Μετά ένας άλλος του είπε: Απόψε δεν έχεις να βαπτίσεις κανένα χωριανό; Όχι, απάντησε, δεν έχω όρεξη, μια άλλη φορά, και έφυγε για το σπίτι του. Όταν έφυγε ακούστηκε από άλλον να λέει: οι κατσουνιές που έφαγε από τον χωριανό μας, του κάνανε καλό και έκοψε το χούι του να παρατσουκλιάζει τους χωριανούς. Στο χωριό οι περισσότεροι είχανε παρατσούκλια και ο πρόεδρος της κοινότητας, στο μητρώο, δίπλα στο ονοματεπώνυμο έγραφε πάντα και το παρατσούκλι για κάθε ενδεχόμενο.
Επίσης και ο αγροφύλακας όταν έκανε μήνυση σε βοσκό για αγροζημιά, συνοδευόταν και με το παρατσούκλι του. Το ίδιο και ο αγρονόμος τον φώναζε ν’ απολογηθεί και με τα δυο.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ για ορισμένα παρατσούκλια που είχανε δοθεί πριν πολλά χρόνια μέχρι σήμερα σε κατοίκους της γύρω περιοχής μας και σε εκπαιδευτικούς σε στρατιωτικούς, σε πολιτικούς κ.λπ. τα οποία ορισμένα μείνανε και υπάρχουν ακόμα ως επίθετο και ονόματα όπως:
Ο Γρηγόρης του διπλανού χωριού ήτανε πολύ μερακλής ως νέος. Του άρεσε να βάζει συνέχεια εις το δεξιό του αυτί το λουλούδι του καντιφέ ακόμα και στην πόλη όταν πήγαινε. Κάποιος χωριανός τον ζήλευε και του κόλλησε το παρατσούκλι ο «Καντιφές». Μετά από χρόνια βρέθηκε γραμμένος στο Μητρώο της Κοινότητας Καντιφές Γρηγόρης.
Ο Μπάρμπας Γιάννης την Κατοχή έφτιαχνε ασκιά από τις προβιές των ζώων για το λάδι και μικρότερα για το τυρί (τουλουμοτύρι). Μετά τον πόλεμο βρέθηκε και αυτός γραμμένος Ασκής Ιωάννης. Του Θωμά η φωνή ήταν λεπτή και με διακοπές σαν την φωνή του Κοτσιφού. Του είχανε δώσει το παρατσούκλι ο Κοτσυφός και νομίζω σήμερα ότι υπάρχει επίθετο Κοτσυφός.
Την Κατοχή ο Θεμιστοκλής είχε δυο παγίδες που έπιανε τις ζουρίδες, τις έγδερνε και έβαζε αλάτι στην προβιά για να μην πέφτει το τρίχωμά τους. Ορισμένες τις γέμιζε με άχυρα, τις άλλες τις πουλούσε ως γούνα για να παίρνει ρούχα και παπούτσια στα παιδιά του.
Στον γερμανικό πόλεμο κάηκε το κοινοτικό γραφείο του χωριού του. Ο νέος πρόεδρος ρωτώντας τον έγραψε στο νέο Μητρώο Ζουριδάκη Θεμιστοκλή. Ο ίδιος το έμαθε όταν πήγε να πάρει πιστοποιητικό για τον γιο του που θα πήγαινε χωροφύλακας. Δεν μίλησε γιατί του άρεσε περισσότερο από αυτό που είχε.
Όταν γκάνιζε ο γάιδαρος του Σωτήρη, γκάνιζε και αυτός μαζί του. Και στο καφενείο όταν πήγαινε πότε – πότε χωρίς λόγο γκάνιζε, του είχε μείνει κουσούρι γι’ αυτό ο καφετζής τον βάπτισε ο Γκανιάς.
Το παρατσούκλι δεν έκανε ποτέ εξαίρεση σε κανέναν αγνοώντας την εργασία και το αξίωμά τους. Όπως, όταν ο υποδιοικητής του στρατοπέδου Θηβών Κ.Ι. πήγαινε για επιθεώρηση στην εκπαίδευση των στρατιωτών κατά τη διαδρομή του όποιον υπαξιωματικό ή στρατιώτη συναντούσε χωρίς παράπτωμα του έλεγε πέντε (5) μέρες φυλακή και να πας στον λοχαγό σου να την γράψει. Στο στρατόπεδο τον λέγανε ο «Πεντάρας».
Ένας στρατιώτης από τη Μεσαρά Ηρακλείου μια μέρα ήτανε με την παρέα του έξω από το Κ.Ψ.Η. τον είδε από μακριά να έρχεται και είπε στους άλλους: Παιδιά ο πεντάρας έρχεται – να πάμε να κρυφτούμε – γιατί ποτέ τα σπίτια μας δεν θα τα ξαναδούμε.
Μετά τη σειρά την έχουν οι εκπαιδευτικοί: σε επαρχιακό λύκειο τον Λυκειάρχη οι μαθητές τον λέγανε λύκο καθ’ ότι ήταν ο πλέον ικανός να συλλαμβάνει τους μαθητές στις εξετάσεις όταν κάνανε αντιγραφή.
Έναν άλλο καθηγητή τον αποκαλούσανε φουκαρά. Όταν οι μαθητές του ήταν αδιάβαστοι, όταν κάνανε φασαρία στην τάξη κ.λπ. τη μόνη λέξη που τους έλεγε για συμβουλή ή παρατήρηση ήτανε «φουκαράς», «φουκαράδες» και έτσι εύκολα του δώσανε το παρατσούκλι «φουκαράς».
Από χρόνια έχουν δοθεί παρατσούκλια και σε πολιτικούς που έχουν υπηρετήσει επί πολλά χρόνια στη Βουλή μας, όπως τον Μ.Ε. τον ονόμαζαν «Μπουλντόζα», τον Κ.Σ. «Κινέζο», τον Π.Θ. «Ιπποπόταμο» και την Φ.Γ. «Ζυγούρα».
Και τέλος εις την Εκκλησία. Ο παπάς ενός ορεινού χωριού έλεγε στους βοσκούς όταν τους συναντούσε να μην ξεχάσετε ένα αρνί για τον δεσπότη μας. Όλοι ανταποκριθήκανε αλλά ο δεσπότης δεν είδε κανένα αρνί με αποτέλεσμα να κάνει ο παπάς ένα μικρό δικό του κοπάδι.
Από τότε τον ονομάζανε δεσπότη και το είχε καμάρι που βγήκε ψηλά στην ιεραρχία της εκκλησίας του τόπου μας. Τον επόμενο χρόνο κανείς δεν εκτέλεσε το αίτημά του.
Τελειώνοντας τη σημερινή μας εποχή το παρατσούκλι έχει περιοριστεί στα χωριά και έχει αυξηθεί στις πόλεις με διαφορετικούς χαρακτηρισμούς που εμφανίζονται συνήθως στα επαγγέλματα, στις υπηρεσίες, στα σχολεία, στους συλλόγους κ.λπ. Οι δε ονομασίες πολλές φορές είναι και εισαγόμενες. Ορισμένα από αυτά παραμένουν και τους ακολουθούν όπως και στην παλιά εποχή.
Έτσι σήμερα δεν δημιουργεί σοβαρές καταστάσεις, μεταξύ των ατόμων καθ’ ότι φεύγει από τις δυσάρεστες εξελίξεις του παρελθόντος και τοποθετείται ως ένα αστείο που δίνει ζωντάνια και χαρά εις το χώρο της παρέας.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός