Στο σπίτι μας είχε σχεδιαστεί ο τρόπος αρπαγής του πολυβόλου που βρισκόταν στημένο στον λόφο του Τιμίου Σταυρού στα δυτικά και στο άκρο της πολιτείας, εκεί πάνω από τη Μεσκηνιά. Μεσκηνιά ονομαζόταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο μικρός οικισμός πάνω από το νεκροταφείο, που φιλοξενούσε τους δυστυχισμένους λεπρούς, που τότε τους ονόμαζαν μεσκήνιδες.
Επιστράτευσαν τότε δύο πανέξυπνα κορίτσια, όμορφα και θαρραλέα, όπως ήταν τότε, στα 17 τους χρόνια. Ηλικία που ούτε φοβάται, ούτε μπορεί να σκεφθεί τις όποιες συνέπειες των πράξεών της. Εκεί ψηλά οι Γερμανοί είχαν στήσει ένα αντιαεροπορικό πολυβόλο, που το φύλαγαν νύχτα μέρα Γερμανοί φρουροί δίπλα σε στημένο μεγάλο αντίσκηνο. Αυτό το πολυβόλο είχε βάλει στο μάτι η ΕΠΟΝ, με σκοπό την αρπαγή του, ώστε να ενισχύσει το αίσθημα της αντίστασης και το ηθικό των μελών της και να φέρει και ένα δυνατό χτύπημα στους Γερμανούς μέσα στην πόλη. Βέβαια, το τόλμημα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες για το Ρέθυμνο και τους Ρεθεμνιώτες. Όμως, εκείνες τις ώρες της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή, η σκέψη ήταν μακριά από κάθε φόβο και από κάθε συνέπεια. Έτσι, επιστράτευσαν τις δύο σπουδαίες, θαρραλέες και δυναμικές κοπέλες για να φέρουν σε πέρας το τολμηρό αυτό έργο. Η Χριστίνα Βαβουράκη που κατοικούσε στη Μεσκηνιά, κάτω από το πολυβόλο, είχε πιάσει αρκετές μέρες κουβέντα με τους νεαρούς φρουρούς και είχε γνωριστεί κατά κάποιον τρόπο μαζί τους. Την ημέρα της αρπαγής, θα ‘ταν σούρουπο, η Χριστίνα ανέβηκε στη σκηνή και παρακάλεσε τους Γερμανούς να της γράψουν ένα γράμμα στα γερμανικά που ήθελε δήθεν να το στείλει σε κάποιο φίλο στη Γερμανία. Έτσι απασχολούσε τους δύο φρουρούς με αστεία, γελάκια, χαριεντίσματα.
Μην ξεχνάμε πως και οι Γερμανοί στρατιώτες, νέα παιδιά με έντονες σεξουαλικές ανησυχίες και με ερωτικές διαθέσεις, έβλεπαν τις όμορφες Ρεθυμνιωτοπούλες με ερωτική διάθεση. Έτσι βρήκε την ευκαιρία η Μαρία Πινιατίδου, μια θαρραλέα, δυναμική και τολμηρή προσφυγοπούλα, να αποσπάσει το πολυβόλο από τη βάση του, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, γιατί είχε αναρριχηθεί από το πίσω μέρος του λόφου. Και ενώ η Χριστίνα χαριεντιζόταν με τους φρουρούς μέσα στη σκηνή, η τολμηρή και άφοβη Μαρία απέσπασε το πολυβόλο και από το ίδιο πίσω μέρος το έφερε και το έκρυψε στο χωράφι που είναι σήμερα κτισμένος ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης -χωράφι τότε με ψηλό χόρτο- χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Πράξη και ενέργεια που μπορεί σήμερα να φαίνεται εύκολη, όμως τότε κάτω από τα τρομερά αντίποινα που ακολουθούσαν κάθε πράξη αντίστασης και δολιοφθοράς σε καιρό πολέμου, να λογάται παράτολμη και παράλογη. Και όμως, αυτή η γενναία πράξη της Πινιατίδου, που συνοδευόταν από τους παλμούς της καρδιάς της και από τους γρήγορους ανασασμούς του φόβου, μπορούσε να αποβεί μοιραία αν, έστω και για μια στιγμή, ένας από τους δυο φρουρούς έβγαινε από τη σκηνή και αντιλαμβανόταν την αρπαγή. Τότε ασφαλώς μ’ έναν πυροβολισμό η Μαρία Πινιατίδου -νυν κυρία Μπενάκη- θα γινόταν ακόμη μία μάρτυρας της αντίστασης και μια ιστορική ανάμνηση. Όμως, αυτό το πολυβόλα το πήραν, μόλις η Μαρία ειδοποίησε, ο Φραγελάκης, οι αδελφοί μου Λευτέρης και Γιώργος, ο Ευάγγελος Ψαρρός, ο Νίκος Μπιρλιράκης και ο Κίμων Τζέτζος και το έφεραν και το έκρυψαν στην αποθήκη του σπιτιού μας, εκεί στο γονικό μας, που πουλήθηκε αργότερα, το 1954. Μάλιστα, το κουβάλησαν μέσα σε τσουβάλι περνώντας ανάμεσα στον κόσμο που έχανε περίπατο στη λεωφόρο Κουντουριώτη, χωρίς να υποψιαστεί κανείς το παραμικρό.
Έτσι, μια κοπέλα μόλις 17 ετών, με τόλμη και θάρρος αξιοθαύμαστο, εξετέλεσε με επιτυχία ένα σπουδαίο έργο που μόνο ικανοί και εκπαιδευμένοι κομάντος μπορούσαν να πραγματοποιήσουν. Γι’ αυτό αξίζει να αναφέρεται η πράξη αυτή της Πινιατίδου ως πράξη ηρωισμού και αυτοθυσίας για τη νεολαία, κυρίως σήμερα, ώστε να αποτελεί εσαεί πράξη προς παραδειγματισμό.