Κάθε χρόνο περιμένουμε τις γιορτές της 28ης Οκτωβρίου, του πολυτεχνείου, της 25ης Μαρτίου, και της μάχης της Κρήτης, για να γράψουμε και πάλι χιλιάδες λέξεις, να τις προσθέσουμε στα αμέτρητα εκατομμύρια που ήδη έχουν γραφτεί γι’ αυτά τα γεγονότα, για να τονίσουμε τη γενναιότητα του Έλληνα, τη γενναιότητα των φοιτητών, τη γενναιότητα των προγόνων μας. Να τονίσουμε την αντρειοσύνη και την μαγκιά του ραγιά, που τόλμησε και σήκωσε κεφάλι στον τότε παντοδύναμο τούρκο, και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μετέδωσε το κίνημα σε όλη τη βαλκανική, με αποτέλεσμα όχι μόνο να ελευθερωθεί ο ίδιος, αλλά και να φτάσει σχεδόν (όμως δεν τον άφησαν οι μεγάλοι παντοτινοί «φίλοι μας») να καταλύσει το οθωμανικό κράτος.
Αρκούμαστε σε γιορτές, δοξολογίες και παρελάσεις για να καμαρώσουμε τα βλαστάρια μας. Αυτά που με κόπους και θυσίες κάθε οικογένεια τα ανατρέφει τα σπουδάζει και που τελικά αύριο, κατά πως φαίνεται, μοιραία θα μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, μη έχοντας άλλη επιλογή και θα τα βλέπουμε και θα μιλάμε πλέον μαζί τους μόνο από το skype! (το skype για όσους δεν ξέρουν είναι πρόγραμμα στο διαδίκτυο, όπου μπορείς να μιλάς και να βλέπεις τον άλλον στην άλλη άκρη του κόσμου, χωρίς τηλεφωνικά τέλη και άλλα έξοδα). Ξεχνάμε εύκολα αυτό που γράφεται και στο τελευταίο εγχειρίδιο ιστορίας, ότι ποτέ κανένας λαός δεν ξεκίνησε πορεία προς τα εμπρός, με τέτοιου είδους παράτες. Ξεχνάμε πως μόνο με αγώνες, πραγματικούς αγώνες και όχι γιαλαντζί, που αρεσκόμαστε να κάνουμε τα τελευταία σαράντα χρόνια, μπορεί να ξεκινήσει η πορεία προς τα εμπρός, και όχι με παράτες και ομιλίες, για τα κόκαλα των ελλήνων τα ιερά, που έτσι κι αλλιώς και ο πιο ανενημέρωτος έλληνας, θέλω να πιστεύω πως γνωρίζει τα ιστορικά γεγονότα, έστω και στο ελάχιστο.
Οι πορείες, οι παρελάσεις, τα πανό, οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι έχουν ξεφτίσει πια. Σαράντα και βάλε χρόνια ο κόσμος έχει κουραστεί να πηγαίνει σε πορείες, σε διαδηλώσεις, σε απεργίες, χωρίς κανένα αποτέλεσμα και πολλές φορές χωρίς σχεδόν κανένα νόημα. Γι’ αυτό άλλωστε τα τελευταία χρόνια, ενώ τα κόμματα και τα συνδικάτα για δικούς τους λόγους, αγωνίζονται και πληθαίνουν όλα τα παραπάνω, πορείες κ.τ.λ. αυτοί που συμμετέχουν σ’ αυτές όλο και λιγοστεύουν. Ο κόσμος, οι μαθητές, οι εργαζόμενοι, ο κάθε κάτοικος αυτής της χώρας, πρέπει επιτέλους να καταλάβει πως όλα τα παραπάνω είναι εντελώς ξεπερασμένα, και χρειάζονται νέες μορφές αγώνων και πάλης, που δεν θα έχουν σχεδόν καμία σχέση με τις προηγούμενες των τελευταίων σαράντα ετών. Εύκολα θα με ρωτήσει κάποιος. Ποιες μορφές πάλης είναι αυτές; Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα τις υπαγορέψει και θα τις αναδείξει, ούτε και τις ξέρω. Αφού όμως κατάφεραν και τις βρήκαν οι πρόγονοι μας, που ζούσαν κάτω από αθλιότερες συνθήκες και τη βίαιη μπότα των κατακτητών, είτε τούρκοι λέγονταν αυτοί, είτε γερμανοί, θέλω να πιστεύω πως θα τις βρούμε και εμείς σήμερα. Το θέμα όμως είναι πότε θα τις βρούμε;
Κανένας μας και ειδικά οι νέοι, τα νέα μυαλά που φεύγουν στο εξωτερικό, διωγμένα στην κυριολεξία από την μάνα πατρίδα, δεν κάθεται να συλλογιστεί το πιο απλό πράγμα. Που είναι η δική μας 28η του Οκτώβρη; Που είναι το Πολυτεχνείο μας; που είναι η 25η Μαρτίου, που είναι η μάχη της δικιάς μας Κρήτης; Που είναι το δικό μας Αρκάδι; Όταν και αν κάποια στιγμή κάνουμε τη σκληρή αυτοκριτική που χρειάζεται, ο καθένας μας ξεχωριστά και όλοι μαζί, τότε και μόνο τότε ίσως μπορέσει να γίνει το μεγάλο, το επόμενο μεγάλο και καταλυτικό βήμα, που θέλουν και περιμένουν οι γενιές των τελευταίων σαράντα και παραπάνω χρόνων και ποτέ δεν έρχεται.
Μέχρι να το πάρουμε όμως επιτέλους απόφαση, ας πάμε πάλι μια από τα ίδια… Όσοι δεν έχουμε βαρεθεί και αηδιάσει ακόμη, ας πάμε μεθαύριο στην παρέλαση με τα γιορτινά μας και τα σημαιάκια μας, για να νιώσουμε υποτίθεται εθνική ανάταση, και για να θαυμάσουμε τις μαθήτριες με τα προκλητικά μίνι, και τα χορευτικά συγκροτήματα. Στο τέλος θα ακούσουμε και τις δηλώσεις των επισήμων, για το εξαιρετικό ηθικό φρόνημα της νεολαίας (που αποδίδει φόρο τιμής με το στανιό, μπαίνει με το ζόρι και χίλια παρακάλια στην παρέλαση και βαδίζει όπως της αρέσει), για το αθάνατο ελληνικό έθνος, που θα βαδίσει προς τα εμπρός, είτε με κάγκελα στην παρέλαση, είτε χωρίς αυτά. Τώρα βέβαια πως γίνεται σαράντα χρόνια να γίνονται δηλώσεις και κόντρα δηλώσεις από τους επίσημους, ότι η Ελλάδα θα βαδίσει προς τα εμπρός, και αυτή να βαδίζει συνέχεια και με μαθηματική ακρίβεια προς τα πίσω, είναι μια άλλη ιστορία…
Αναπολώντας την νεοελληνική ιστορία από το 1821 και μετά, δεν μπορώ να μη σκεφτώ για τους προγόνους μας, που ταπεινά έχυσαν το αίμα τους για μια ελεύθερη Ελλάδα, αυτή που τώρα ξεπουλιέται για άνομα συμφέροντα απ’ άκρη σ’ άκρη από τους απογόνους τους ότι: «ευτυχώς εσείς πεθάνατε νωρίς!»
Ο γάλλος διανοούμενος Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε πει πως «αν δε χρησιμοποιείς τα μάτια σου για να βλέπεις και το μυαλό σου για να θυμάσαι, τότε μοιραία θα τα χρησιμοποιήσεις για να κλάψεις ». Καλό είναι να θυμηθούμε, ότι στο εξαιρετικό θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», που θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ο ηθοποιός που υποδύεται τον Κολοκοτρώνη ( ο εξαίρετος και αλησμόνητος Δ. Παπαγιανόπουλος) λέει κάποια στιγμή στον νεοέλληνα: «Αφήστε τον αγώνα το δικό μας, κοιτάξτε το δικό σας! Που είναι η τρεις του Σεπτέμβρη; (όχι φυσικά της διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ, αλλά της επανάστασης του λαού με Μακρυγιάννη – Καλλέργη στον βασιλιά Όθωνα για σύνταγμα, το 1843), που είναι το σύνταγμα σας; Ο Σεπτέμβρης είναι παιδί του Μάρτη! Κι εσείς παιδιά δικά μας! οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τα ζωντανά! ε! ρε Παπαφλέσσα σήκω κι έλα βοήθα με!» κι επειδή εμείς σήμερα, δεν έχουμε κανένα Παπαφλέσσα να μας βοηθήσει, θα πρέπει μόνοι μας να μπορέσουμε να νιώσουμε, να πάρουμε τη μορφή και τη δύναμη ενός Παπαφλέσσα, ενός Κολοκοτρώνη, ενός Καραϊσκάκη, μιας Μπουμπουλίνας, πολεμώντας καθένας από το δικό του ταμπούρι και όλοι μαζί, όχι για το προσωπικό μας συμφέρον, αλλά για το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας που ζούμε, αν θέλουμε πραγματικά κάποια στιγμή επιτέλους, να δούμε κάτι να αλλάζει σταθερά και αμετάκλητα σ’ αυτή τη ριμάδα τη χώρα προς το καλύτερο.