Από τους θρύλους της εθνικής αντίστασης ο Γιώργης Γκόγκας. Ένας πανέμορφος άνδρας πραγματικό παλικάρι που σε κάθε κεφάλαιο της ζωής του, στον αγώνα, στην παράδοση, ακόμα και με τον μεγάλο του έρωτα έγραψε ιστορία.
Γεννήθηκε το 1922 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Λεωνίδας, ήταν Πελοποννήσιος, και εργαζόταν ως ταχυδρομικός υπάλληλος. Η μητέρα του Ελένη Τσαχάκη, ήταν από το Χορδάκι Αμαρίου.
Όπως αναγράφεται και σε επίσημο έγγραφο Αγγλικής υπηρεσίας, αλλά και από ιδιόγραφο σημείωμα του Φρουράρχου Υπαίθρου Κρήτης Εμμ. Μπαντουβά, ο Γιώργης παράτησε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί ολόψυχα στον αγώνα της πατρίδας του για τη λευτεριά. Έτσι τον βρήκε ο πόλεμος στην Κρήτη πολύτιμο στέλεχος του συμμαχικού αγώνα.
Παράτολμος καθώς ήταν, του αναθέτει ο αρχηγός του Πετρακογιώργης, στην ομάδα του οποίου πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες της πιο επικίνδυνες αποστολές. Ήταν κι αυτός στην ομάδα που πήρε μέρος στην απαγωγή του στρατηγού Κράιπε. Η δράση του εντοπίζεται από τους ναζί. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται αρχικά στη Φορτέτζα και αμέσως μετά στις φυλακές Αγυιάς Χανίων.
Η γνωριμία του με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ εξελίσσεται σε φιλία και από την αλληλογραφία τους που συνεχίζεται μετά τον πόλεμο στην οποία μοιράζονται αναμνήσεις γίνεται αφορμή να έχουμε κάποιες πληροφορίες περισσότερες για το συμμαχικό αγώνα. Στο ίδιο μετερίζι βρίσκεται με μια πανέμορφη κοπέλα. Είναι η Νίνα Κουκλινού από τις Ελένες. Με εντολή Τζιφάκη εξασφάλισε θέση στη Γκεστάπο και από εκεί με καθημερινό κίνδυνο της ζωής της δίνει πολύτιμες πληροφορίες στις ομάδες των πατριωτών και σώζει αρκετούς άλλους προειδοποιώντας τους όταν έβλεπε ότι κινδυνεύουν.
Ήταν μερακλής σε όλα του ο Γιώργης. Η λύρα είναι η μόνη που τον βοηθά να εκφραστεί όπως θα ήθελε. Αν και τα χρόνια είναι δύσκολα εκείνος μαθαίνει το παραδοσιακό όργανο και εξελίσσεται τόσο καλά που του αποδίδουν ταλέντο ισάξιο του Ροδινού. «Έχει το δοξάρι του Ροδινού» άκουγες να λένε. Το όνομά του γίνεται θρύλος μέχρι που τον υμνεί και η λαϊκή μούσα:
«Αν θες να πιεις κρυγιό νερό, να πας εις το Χορδάκι,
κι αν θες ν’ ακούσεις κοντυλιές, ν’ ακούσεις το Γκογκάκι».
Πέρασε ο πόλεμος χωρίς αυτός να ζητήσει καμιά ανταπόδοση για τη μεγάλη του συμβολή στο χάραμα της λευτεριάς. Αντί να χτυπά πόρτες ακολούθησε τη φυσική ροή των πραγμάτων σαν κάθε αληθινός πατριώτης.
Μετά τον πόλεμο υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στην Τροχαία Αθηνών για πέντε (5) χρόνια. Το 1953 έρχεται η μεγάλη στιγμή να ενώσει τη ζωή του με τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Παντρεύεται τη Νίνα Κουκλινού και αποκτά δυο χαρισματικές κόρες.
Αξιοπρεπής πάντα και επιμένοντας να κερδίζει τη ζωή με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις αφήνεται να τον οδηγήσει το επιχειρηματικό πνεύμα που διαθέτει στον υπέρτατο βαθμό. Ξεκινά να ασχολείται με το εμπόριο ηλεκτρικών συσκευών.
Μεγάλος λάτρης της παραδοσιακής μουσικής και όχι μόνο
Ο έμπορος όμως δεν επηρέασε ποτέ τον καλλιτέχνη, τον συλλέκτη και τον μεγάλο λάτρη της παραδοσιακής μουσικής και όχι μόνο. Μυήθηκε στην κλασική μουσική απ’ τον πατέρα του και το θείο του, από όπου και μέρος της σημαντικής συλλογής του σε σπάνιες ηχογραφήσεις δίσκων 78 στροφών.
Αρχίζει να συλλέγει ο ίδιος Δημοτική μουσική και όχι μόνο.
Κι όσο χρόνο του αφήνει λεύτερο η μουσική τον ξοδεύει στην καλλιτεχνική φωτογραφία όπου κι εκεί διακρίνεται. Θα μπορούσε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη λύρα αλλά προτίμησε να παίζει μόνο στις αξέχαστες παρέες που έκαναν με τους κορυφαίους καλλιτέχνες όπως: Μουντάκης, Σκορδαλός, Δερμιτζάκης, Σηφογιώργης, Μανιάς, Μαρκογιαννάκης, Ξυλούρης, Ρος Ντέιλυ και πολλούς από τους νεώτερους. Έπαιξε όμως με τον πραγματικά μοναδικό εκφραστικό του τρόπο σε πολλές εκδηλώσεις του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και επίσης με τον «Σύλλογο προς διάδοση της Εθνικής Μουσικής» υπό τον Σίμωνα Καρρά και πρόσφερε από το αρχείο του ηχογραφήσεις του 1934 των Ροδινού, Μπαξεβάνη, Λαγού, Λαβρεντίας Μπαξεβάνη, Φουσταλιέρη, Κουτσουρέλη κ.α.
Με τον καιρό αποκτά και το μεράκι της ηχοληψίας. Το σπίτι του γίνεται ένα πρότυπο στούντιο που επισκέπτονται όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες για να σιγουρέψουν την ποιότητα της δουλειάς τους.
Εκεί γίνονται και πολλές ηχογραφήσεις που αποτελούν πλέον σήμερα μοναδικά τεκμήρια και πολύτιμο θησαυρό για την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Η αγάπη του για τη μουσική έγινε επάγγελμα και διατηρούσε το κατάστημα Lyric Hi-Fi με μηχανήματα ήχου υψηλής πιστότητας στην Αθήνα. Από εκεί πέρασαν άλλοι πολλοί και εκλεκτοί, όπως: Γιάννης Ξενάκης, Μάνος Χατζηδάκης, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Μαρκόπουλος κ.α. για τις παραστάσεις του Ηρωδείου ή τις εκπομπές της ΕΡΤ και πολύ-πολύ νεολαία, που τον αποκαλεί «Πατριάρχη του Hi-Fi στην Ελλάδα». Έτσι προέκυψαν πολύ δυνατές φιλίες:
«Τον κόπο και την κούραση εγώ δεν τα μετράω
Γκόγκα για το χατίρι σου στον άλλο κόσμο πάω»
και συγκεντρώθηκε μια σημαντικότατη μουσική βιβλιοθήκη.
Μετά τη συνταξιοδότησή του έμενε με τη σύζυγό του μονίμως πλέον στο σπίτι του στη Νέα Μάκρη Αττικής.
Υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Κρητικής Μουσικής και διετέλεσε αντιπρόεδρος του Καλλιτεχνικού Σωματείου «Κρητική Μούσα». Αμέτρητες ήταν και οι τιμητικές του διακρίσεις. Τιμάται ιδιαίτερα από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και από πολλά κρητικά σωματεία.
Δεν έκλεισε ποτέ την πόρτα του σε κανένα. Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του. Άρχοντας πραγματικός ήξερε μόνο να δίνει. Ακόμα και από το προσωπικό του αρχείο χωρίς μιζέρια ψυχής πάντα με το χαμόγελο και την προθυμία να βοηθήσει κυρίως τους νέους.
Λεβέντης μέχρι το τέλος
Η Κρήτη ήταν πάντα στη σκέψη του κι άλλο δεν τον ένοιαζε παρά να φύγει ορθός, περήφανος. Έτσι κι έγινε. Έφυγε στις 3 Οκτωβρίου 2012, σε ηλικία 90 χρόνων εκεί στο σπίτι του. Έσβησε με μια τελευταία ανάσα βυθίζοντας στο πένθος όσους τον γνώρισαν. Μπορεί να ήταν πλήρης ημερών αλλά ποτέ δεν είχε γεράσει. Δεν επέτρεψε ποτέ στο χρόνο να τον επηρεάσει όσο κι αν τον βάρυναν τα γερατειά. Ήταν λεβέντης μέχρι το τέλος. Μια ήταν η τελευταία του επιθυμία. Μια πέτρα από τον Ψηλορείτη να τον συντροφεύει στην τελευταία του κατοικία. Εκεί που έζησε τόσο συγκλονιστικές στιγμές με το άλλο αντάρτικο. Κι έγινε όπως το ζήτησε. Ακόμα και στο θάνατό του ήθελε να πάρει κάτι από Κρήτη.
Ήταν αξιαγάπητος και όχι μόνο από τους Κρητικούς. Δεν ήταν Κρητικός αυτός που τον αποχαιρέτισε με τα εξής συγκινητικά λόγια:
Ελεγεία για ένα μεγάλο φίλο
Κι αν πέταξε ψηλά ο αετός ως τ’ ουρανού τ’ αστέρια
αετός πετούσε και στης γης τα πιο ψηλά λημέρια.
Κι αν το κορμί φυτεύτηκε σαν λούλουδο σε γλάστρα
φτερά φυτρώσαν στην ψυχή να φτάσει μέχρι τ’ άστρα.
Στα περιβόλια τ’ ουρανού σιγήσαν τ’ αγγελούδια
ν’ αφουγκραστούν του κρητικού λυράρη τα τραγούδια.
Φτώχεψε από λεβεντιά κι αντρειοσύνη η Κρήτη
για να πλουτίσει η κορφή τ’ ουράνιου Ψηλορείτη.
Το έχει ο αμάραντος στα βράχια να φυτρώνει;
κι αν αποκόβεται απ’ τη γης στη μνήμη μας ριζώνει
Από το θρήνο των πραγματικών λειτουργών της λαϊκής παράδοσης δεν θα μπορούσε να λείψει ο στίχος του μοναδικού Σταύρου Φωτάκη. Έτσι τον αποχαιρέτισε ο εκ των πλέον αντιπροσωπευτικών χαρακτήρων της παράδοσης:
Το Γιώργη Γκόγκα χάσαμε, τση Κρήτης το ξαθέρι,
ένας μπαξές ωριόπλουμος, απού δεν είχε ταίρι.
Τση Κρήτης γόνος εμισός απ’ τον αθό τση νιότης,
σ’ ούλο τον κόσμο δήλωνε ατόφιος Αμαριώτης.
Όρη, λαγκά περπάτηξε, στσ’ Αμαριανές τσι στράτες,
στσ’ αγώνες για τη λευτεριά μαζί μ’ επαναστάτες.
Έδωκε την αγάπη του απλόχερα του κόσμου,
ο λόγος του μυρωδικός του γιασεμιού και δυόσμου.
Τη μουσική τση Κρήτης μας αγάπησε με πάθος,
το κάθε του συνταίριασμα μεστό κι είχενε βάθος.
Το σπίτι του ‘ταν ανοιχτό για τσ’ εδικούς και ξένους,
ούλοι γι αυτόν ελέγανε, λόγο καλό κι επαίνους.
Ο Ψηλορείτης θλίβεται, το Κέντρος ανταριάζει,
η Σάμιτος δακρυρροεί, μα πράμα δεν αλλάζει.
Γιώργη, δε σε ξεχνούμενε οι γι εδικοί κι οι φίλοι,
άσβηστο να ‘ν’ στη μνήμη σου του τάφου το καντήλι.
Ίσως κι αυτός θα έπρεπε να έχει τη δική του θέση στο πάνθεον των ηρώων. Ομολογώ ότι αν δεν υπήρχε η νεκρολογία του κ. Αλέξανδρου Προβιά δεν ξέρω που θα εύρισκα στοιχεία για ένα αφιέρωμα όπως του άξιζε στον Γιώργη Γκόγκα. Θα πρέπει από θεσμικό φορέα να γίνει προσπάθεια για να διατηρούνται οι μνήμες που συνθέτουν την πολιτιστική μας ταυτότητα. Άνθρωποι όπως ο Γιώργης Γκόγκας επιβάλλεται να μνημονεύονται αιωνίως. Είναι το ελάχιστο που τους αξίζει μπροστά στην τόσο μεγάλη του προσφορά.
ΠΗΓΕΣ
Αλέξανδρος Προβιάς (νεκρολογία)
Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων του Αμαρίου
Αρχείο Στέλιου Γ. Μπαγουράκη
Προφορική παράδοση