Της Εύας Λαδιά
Έλεγα πάντοτε ότι για να μάθει κάθε νέος το Ρέθυμνο, θα πρέπει ν’ αρχίσει από τα ποιήματα του Γιώργη Καλομενόπουλου και μετά να συνεχίσει με τα δημοσιεύματα του Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι.
Αν ήξεραν μάλιστα οι Ρεθεμνιώτες πόσα οφείλουν στον Καλομενόπουλο που επάξια χαρακτηρίζεται ως βάρδος του Ρεθύμνου θα έπρεπε να του στήσουν άγαλμα σε κεντρικό σημείο.
Γιατί αυτός ο σεμνός και απλός άνθρωπος δεν άφησε ιστορική, κοινωνική στιγμή του τόπου, να μην την τραγουδήσει με τον υπέροχο άψογο στίχο του.
Μορφές, τύποι που προκαλούσαν το πείραγμα, όλη η κοινωνία μιας άλλης εποχής ξεπροβάλλει από τους στίχους του, που ευτυχώς αρκετοί έχουν μελοποιηθεί από τον Μπάμπη Πραματευτάκη αλλά και από τον Νίκο Μαμαγκάκη
Στ’ Αμαριανού το μαγαζί…
Ο Γιώργης Καλομενόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά, το 1897. Αυτή η λεπτομέρεια, που είναι όμως απόλυτα τεκμηριωμένη, προβληματίζει τους ερευνητές, που κάποιοι θεωρούν τόπο γέννησης του ποιητή το Ρέθυμνο.
Γεγονός είναι ότι η οικογένεια του ποιητή είχε καταφύγει στον Πειραιά κατά την τελευταία επανάσταση κατά των Τούρκων (1897-1898) κι επέστρεψε όταν ελευθερώθηκε η Κρήτη από τον ζυγό τους. Εγκαταστάθηκαν στο Καμαράκι κι εκεί ο πατέρας του Μιχάλης από το Νεύς Αμάρι διατηρούσε μαγέρικο. Δέσποζε μάλιστα στην ποίηση του γιου του όταν νοσταλγεί με έμμετρο στοχασμό τη γειτονιά.
Στ’ Αμαριανού το μαγαζί-πατέρα, ώρα σου καλή!
μοσκομυρίζει καπαμάς και ευωδιάζει βούπα
κι αυτός στην πόρτα καρτερεί το πέρασμα του Καυγαλή
να γνέψει ο ένας τ’ αλλουνού να πιούν από μια κούπα….
Η μητέρα του Μαρία το γένος Αποστολάκη καταγόταν από το Άδελε. Ο ποιητής είχε δυο ακόμα αδέλφια τον Χάριτο και την Ευαγγελία.
Όπως εντοπίσαμε στον επικήδειο λόγο, που είχε εκφωνήσει ο Μόσχος Μοσχάκης, ο Γιώργης Καλομενόπουλος ήταν απόγονος του Γιαννιού Μοσχάκη Γραμματικού της Πόρτας και εθνάρχου της Κρήτης (1714), που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους όταν ανακάλυψαν την πατριωτική του δράση αλλά και της Κατερίνας Ιλαρίωνος Μοχάκη της περίφημης Λαριοπούλας, που η αγάπη για τον τόπο της στάθηκε πιο πάνω από την ισχύ, τα πλούτη κα την ευτυχία της μάνας, κι όταν έφθασε μια τρομερή στιγμή έσωσε το χωριό της τον Μέρωνα από βέβαιη καταστροφή.
Στίχοι γεμάτοι νοσταλγία
Τα μαθήματα του Δημοτικού και του Γυμνασίου παρακολούθησε ο Καλομενόπουλος στο Ρέθυμνο. Κι είναι πολλοί οι στίχοι που μας δίνουν και την εικόνα στα σχολειά εκείνης της εποχής.
Ενδιαφέροντες όμως αυτοί που κρύβουν και τις λαχτάρες της εφηβείας:
Τα εφηβικά μας στήθη επλημμύρισαν στα μέλια
και εσκίρτησε η χαρά μας -χελιδόνι- να πετάξει.
Γέμισε ήλιο η ψυχή μας κι η καρδιά μας χαμογέλα
αναπάντεχη ευτυχία. Συμμαθήτρια στην τάξη.
Γίναμε καλοσυνάτοι των δασκάλων μας καμάρια
καθαρίσαμε τα νύχια απ’ του πένθους τη μαυρίλα.
Όλοι κάμαμε χωρίστρα εντυθήκαμε καθάρια
κι έπαψε η αίθουσά μας να μυρίζει… ποδαρίλα.
Η φωνή του Ρεθύμνου
Όλη εκείνη την εποχή τραγουδούν οι στίχοι του στα «Τραγούδια της παλιάς πόλης». Κι αναβιώνουν έθιμα, ανασταίνουν μνήμες και μορφές, που κανένας δεν θα θυμόταν αν έλειπε η ανάγκη του Καλομενόπουλου, να εκφράσει τη νοσταλγία για τον τόπο του μέσα από την ποίησή του.
Υπηρέτησε ως έφεδρος με το βαθμό του δεκανέα και πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία όπου πολέμησε πλάι στον στρατηγό θείο του και ήρωα του μετώπου Στ. Καλομενόπουλο.
Διορίστηκε αρχικά ως έκτακτος στο υπουργείο Εσωτερικών και στη συνέχεια στη Νομαρχία Ρεθύμνης. Μετά από πολυκύμαντη σταδιοδρομία συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση (Κεντρική Υπηρεσία) του Διοικητικού Επιθεωρητή με βαθμό διευθυντή Α’ και μισθό γενικού διευθυντή.
Στη διάρκεια της υπαλληλικής του σταδιοδρομίας (μετά την απελευθέρωση), του ανατέθηκαν καθήκοντα γενικού γραμματέα της «Γενικής Διοικήσεως Κρήτης» θέση στην οποία διακρίθηκε (και ως αναπληρωτής του Γενικού Διοικητή) για τις εξαιρετικές διοικητικές ικανότητές του. Εξάλλου επανειλημμένα από τις προϊσταμένες του αρχές, του απονεμήθηκε η ηθική αμοιβή της ευαρέσκειας. Επίσης τιμήθηκε με τον «Χρυσό Σταυρό του Β’ Τάγματος του Γεωργίου του Α’» και με το «Σταυρό των ταξιαρχών Β’ Τάγματος του Φοίνικος».
Πρότυπο λειτουργού και ανθρώπου
Ήταν πρότυπο δημόσιου λειτουργού αλλά κυρίως ανθρώπου. Θα μπορούσε ν’ ανατρέψει τα πάντα μέχρι ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη σε κάποιον ταπεινό, που δεν επρόκειτο διαφορετικά να βρει το δίκιο του στερούμενος δύναμης οικονομικής και κοινωνικής. Αν και μικρόσωμος, επέβαλε τον σεβασμό. Γιατί ήταν ανθρώπινος και δίκαιος με όλους. Σεμνός και αξιοπρεπής. Το εύθραυστο παρουσιαστικό του έκρυβε αφάνταστη δύναμη.
Αυτή τον κράτησε σε ώρες δύσκολες, που ως γραμματέας της Γενικής Διοίκησης, μπορούσε να επωφεληθεί και να εκδικηθεί αν ήθελα όσους τον πίκραναν.
Εκείνος όμως λες και ζυμώθηκε από τη λέξη ΑΓΑΠΗ. Έγνοια του ήταν μόνο πώς θα εξυπηρετήσει. Πώς θα βοηθήσει δυστυχισμένους ν’ αποκατασταθούν.
Απέραντη νοσταλγία
Οι συνθήκες υποχρέωναν τον Καλομενόπουλο, να είναι μακριά από τον τόπο του. Ήταν φυσικό επομένως να φορτίζεται η έμπνευσή του από την αθεράπευτη νοσταλγία για τον τόπο του, όπως φαίνεται και από τους παρακάτω στίχους:
Βουρκώνω σαν αναπολώ
το Ρεθεμνιώτικο γιαλό
ως τα Περβόλια πέρα.
Κι άσπρο σηκώνει το πανί
-για σένα αγάπη μακρινή-
του νόστου μου η γαλέρα.
Φιλεναδούλες μου παλιές
οι γνώριμες ακρογιαλιές
μου γνέφουν με καμάρι
χαϊδεύοντας με απαλά
το κύμα με γλυκοφιλά
και μου γελούν οι γλάροι
Δέχτηκε πολλά χτυπήματα από τη ζωή
Χτυπήθηκε από τη ζωή όσοι λίγοι άνθρωποι. Υπέμεινε μακροχρόνιες και βασανιστικές ασθένειες. Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Μεγαλύτερο από τα χτυπήματα της ζωής που δέχτηκε ήταν η εκτέλεση του αδελφού του Χαρίτου υπαλλήλου του Λιμενικού Ταμείου Ρεθύμνου, από τους Ναζί στις 24 Μαΐου 1941 στην ακτή των Μυσσιρίων. Ήταν κι αυτός μεταξύ των 110 Μαρτύρων.
Από τον χαμό του αδελφού του εμπνεύστηκε τα ποιήματα «Η Μάχη στα Μισίρια» και «Ο στύλος της Αγυιάς».
Συνταξιοδοτήθηκε στα 60 του με τον τίτλο του επίτιμου επιθεωρητή του υπουργείου Εσωτερικών.
Πνεύμα σπινθηροβόλο
Διέθετε ένα σπινθηροβόλο πνεύμα και μια ετοιμότητα, που τον έκανε να διακρίνεται στις μαντιναδομαχίες. Γιατί δεν έχανε ευκαιρία όταν τον βοηθούσαν οι συγκυρίες να έρχεται στην πόλη του και να παίρνει μέρος στα λαϊκά γλέντια.
Σε μια τέτοια μάχη με ρίμες κάποιος του πέταξε υπονοούμενα για την ηλικία του. Κι ο Καλομενόπουλος τον αποστόμωσε λέγοντας.
«Όντεν επρωτοφέρανε
στο Ρέθεμνος τσι γκράδες
μεσοκαιρίτης ήσουνα
και κυνηγούσες γκράδες.
Αν και φαίνεται, κρίνοντας από τους στίχους, που προδίδουν ερωτικά χτυποκάρδια, πως είχε ερωτευθεί και μάλιστα σφόδρα στα νεανικά του χρόνια, στάθηκε πολέμιος του γάμου.
Κι αυτή η παραξενιά προκαλούσε πολλές φορές τα πειράγματα των φίλων του. Οι φάρσες δε που του έκαναν είχαν μείνει ιστορικές. Κάποτε συγκεκριμένα που αναγκάστηκε να ξωμείνει σ’ ένα σπίτι στα Χανιά, μετά από τρικούβερτο γλέντι, διαπίστωσε πως οι φίλοι του είχαν ρίξει κουφέτα και ρύζι στο κρεβάτι για να τον πειράξουν. Εκείνος χωρίς να χάσει καιρό τους ξύπνησε όλους για να του δώσει μια πληρωμένη απάντηση στα πειράγματα τους, με ένα δίστιχο που αυτοσχεδίασε εκείνη τη στιγμή και άφησε εποχή.
Σαν έπαψε η πέρδικα
να διπλοκακαρίζει
χαράμι τα κουφέτα σας
χαράμι και το ρύζι
Μέχρι που γνώρισε την Μαρία Κ. Κουντούρη, κόρη εμπόρου από την Καλαμάτα και την παντρεύτηκε το 1946.
Ήταν η τέλεια σύζυγος και εκείνη που τον ενέπνεε πάντα να γράφει.
Ένα δείγμα μεγάλης σεμνότητας
Στα 1961 αποφάσισε η πνευματική ηγεσία του τόπου, να τον τιμήσει σε μια ειδική μεγάλη εκδήλωση στο ΚΑΡΤΑΛΕΙΟ.
Εκείνος κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό μόλις το πληροφορήθηκε:
Με τηλεγράφημά του εξήγησε ευγενικά τους λόγους, που δεν μπορούσε να δεχθεί αυτή τη μεγάλη τιμή, αλλά στον φίλο του Κώστα Μαμαλάκη ήταν πιο ομολογητικός.
«Ντρέπομαι θεόψυχά μου γι’ αυτό, του είπε και δεν θα κατέβω στο Ρέθεμνος στην τιμητική φιέστα που μου ετοιμάζουν, ας είναι καλά, σαν τον Πρεβελοπαντελή. Πες μου ίντα ‘χω ‘γω να παρουσιάσω σαν έργο; Πράμα Ντουσούντισε το μεγάλο Πρεβελάκη, που δεν είμαι άξιος μήτε τα σπαούλια των παπουτσιών του να λύσω».
Και τελικά δεν κατέβηκε στο Ρέθυμνο για να παραστεί στην εκδήλωση που έγινε προς τιμή του.
Όλες τις φυσικές ομορφιές του τόπου του, καθώς και τη μνήμη φίλων ακριβών που ύμνησε επανειλημμένα στους στίχους του πήρε μαζί του στο αιώνιο ταξίδι ο Γιώργης Καλομενόπουλος. Λένε πως πριν ξεψυχήσει είπε: «Ζήτω η Κρήτη».
Είναι γεγονός ότι ενώ ένιωθε πως τέλειωνε η ζωή του δεν παρέλειψε να στείλει στις τοπικές εφημερίδες δυο ποιήματά του, που μιλούσαν για παλιές Ρεθεμνιώτικες απόκριες.
Η πρώτη έκδοση
Άφησε πίσω του φεύγοντας, στις 27 Φεβρουαρίου 1963, όλο το άλλο έργο για το Ρέθυμνο, το Αρκάδι, το Αμάρι, τη Μάχη της Κρήτης, όλη την ιστορία του τόπου την αρχοντιά και το μεγαλείο της.
Μετά τον θάνατό του η σύζυγός του Μαρία επιμελήθηκε και εξέδωσε το 1964 ένα βιβλίο με τον τίτλο Ποιήματα («Τα Ψηλορείτικα», «Τα τραγούδια του παλιού Ρεθύμνου», «Κρητικές Λύρες»).
Το σύνολο των χειρόγραφών του, με ποιήματά του κατατέθηκαν στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου.
Είναι πολλοί εκείνοι που ασχολήθηκαν με το έργο του Γιώργου Καλομενόπουλου Στέργιος Μανουράς, Κώστας Η Παπαδάκης, Σπύρος Μαρνιέρος, Λέλα Κούνουπα, Κ. Μαυρουλάκης, Γιαννης Δαλέντζας, Κώστας Απανωμεριτάκης, Μανώλης Κούνουπας, Μόσχος Μοσχάκης, Δ. Δεμερτζής, Σπύρος Λίτινας, Κώστας Μαμαλάκης, Νίκος Ανδρουλιδάκης, Γιάννης Σαρρής, Χριστόφορος Σταυρουλάκης, Νίκος Σκανδάλης, Ιωάννης Ταταράκης, Γ. Γεωρβασάκης, Γιωργος Εκκεκάκης, Παναγιώτης Παρασκευάς, Μιχάλης Τρούλλης κ.ά.
Τα ποιήματα δε του Χριστόφορου Σταυρουλάκη και ιδιαίτερα του Κώστα Απανωμεριτάκη είναι εξαιρετικά.
Μια άγνωστη λεπτομέρεια
Εδώ πρέπει ν’ αναφέρουμε μια άγνωστη λεπτομέρεια έτσι για την ιστορία. Λάτρης του Γιώργη Καλομενόπουλου και ο ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννης Χαλκιαδάκης, βλέποντας να χρησιμοποιώ συχνά σε κείμενά μου στίχους Καλομενόπουλου μου ανέθεσε να επιμεληθώ μια επανέκδοση του βιβλίου, γιατί στο μεταξύ είχε εξαντληθεί. Αυτό έγινε βέβαια με μεγάλη προθυμία κι ενώ ήμασταν έτοιμοι να συνεννοηθούμε με τον Βαγγέλη Σφακιανάκη της «Γραφοτεχνικής» τις λεπτομέρειες της έκδοσης, παίρνουμε ένα τηλεφώνημα από τον αξέχαστο Νίκο Μαμαγκάκη, που μας ανακοίνωνε ότι με δαπάνες του είχε επανεκδώσει το βιβλίο. Και μάλιστα όπως είχε κάνει η Μαρία Καλομενοπούλου χωρίς κανένα σχόλιο.
Τελικά ο μεγάλος Γιώργος Καλομενόπουλος είχε καταφέρει να πείσει πως όσο πιο ταπεινά αναδεικνύεται ένα έργο τόσο δικαιότερα αποτιμάται η αξία του. Και η αξία του δικού του έργου δεν μπορεί να χωρέσει στα όρια ενός σχολιασμού καθώς είναι ανυπολόγιστη.