Θέλει μεγάλη τόλμη και αρετή η ιστορική έρευνα. Τόλμη να ομολογείς τα λάθη σου και αρετή να σέβεσαι τις πηγές που σου δάνεισαν στοιχεία. Σίγουρα όμως κανένας δεν πρέπει να είναι σίγουρος για τίποτα αν δεν βάλει κι αυτός ένα λιθαράκι στην έρευνα.
Το διαπίστωσα για μια ακόμα φορά με την παρακάτω περίπτωση που θα εκθέσω.
Πριν από αρκετά χρόνια, κάνοντας ένα αφιέρωμα στη Μάχη της Κρήτης είχα αναφερθεί στη δράση ενός 12χρονου, θέμα που το βλέπω σε αναρίθμητες ιστοσελίδες τελευταία με αναφορά στην πηγή δεν έχω παράπονο.
Αφορμή για το αφιέρωμα είχα πάρει από μια ζωντανή μαρτυρία στην ΕΡΤ του ήρωα Ανδρέα Μανουρά που αν και ο νόμος του έδινε το δικαίωμα να εξαιρεθεί από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, αυτός και τα άλλα τέσσερα αδέλφια του εν τούτοις έγραψε δική του σελίδα στη Μάχη της Κρήτης.
Στη μαρτυρία του αυτή αναφέρει πως με τις πρώτες σπίθες της ιστορικής μάχης ενώ κατευθυνόταν από Ρέθυμνο…
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να τα αφηγηθεί.
«…Κατά τη διαδρομή από Ρέθυμνο προς τη Βιό για να τοποθετήσουμε το πολυβόλο προσκολλήθηκε μαζί μας ένας πιτσιρίκος γύρω στα 12 ίσως 13 ετών. Αφού ετοποθετήθη το πολυβόλο και ο σιτιστής μαζί με το στρατιώτη πήγαν σε άλλες αποστολές μαζί μου έμεινε ο πιτσιρίκος στον οποίο είχα στο μεταξύ δείξει πώς να μου γεμίζει ταινίες, αφού στο μεταξύ μας είχαν στείλει πυρομαχικά και τα αποτελέσματα που ήρθανε οφείλονται εν πολλοίς στην τροφοδοσία του πολυβόλου από τον πιτσιρίκο, ο οποίος με πολύ δραστηριότητα και ταχύτητα ετροφοδοτούσε το πολυβόλο το οποίο διαρκώς ελειτούργη…».
Όποιος θέλει να την ακούσει αυτή τη μαρτυρία ας ανατρέξει «Μάχη της Κρήτης ΕΡΤ». Είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη στοιχείων παραγωγής 1985 με μαρτυρίες από μορφές θρύλους της ιστορικής μάχης.
Ομολογώ ότι είχα εντυπωσιαστεί από τη μαρτυρία αυτή.
Αλλά ο Μανουράς ανέφερε μόνο το μικρό όνομα του παιδιού που ήταν Γιώργης. Αναζητώντας το επώνυμο έπεσα στην Ιστορία του Ιωάννη Μουρέλλου που αναφέρει το περιστατικό και κατονομάζει ένα δωδεκάχρονο ήρωα Γεώργιο Βεράκη. Κι έτσι το παρουσίασα στην πρώτη εκείνη γραφή.
Προσπάθησα να μάθω περισσότερα από παλιούς Ρεθεμνιώτες αλλά εις μάτην. Κανένας δεν τον ήξερε…
Από τυχαία αναζήτηση
Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ πρόσφατα, από μια τυχαία αναζήτηση έπεσα πάλι στη μαρτυρία Μανουρά. Κι όπως έχω πια άπλετο χρόνο για να σκεφτώ έβαλα μερικές φορές ν’ ακούσω ξανά και ξανά τη μαρτυρία. Ποιος να ήταν άραγε εκείνος ο 12χρονος που κανένας δεν τον θυμόταν;
Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο Μανουράς, δέκα μήνες μετά τα γεγονότα της μάχης κι ενώ κάνει ένα προσκύνημα στην περιοχή που έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο αδελφός του Μανόλης, φθάνοντας στην προκυμαία ακούει μια φωνή:
«Κυρ λοχία, κυρ λοχία…».
Γυρίζει και βλέπει ένα λουστράκο. Ετοιμαζόταν να του πει ότι δεν χρειάζεται τις υπηρεσίες του όταν ο μικρός τον ρώτησε με φωνή τρεμάμενη από τη συγκίνηση:
«Δεν με θυμάσαι κυρ λοχία. Είμαι το Γιωργιό…».
Αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας. Έπειτα ο μικρός του είπε με σκυμμένο κεφάλι.
«Είδες που κατάντησα για να βγάλω το ψωμί μου;».
Ο Μανουράς του εξήγησε πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Κι έληξε εκεί η συγκινητική τους συνάντηση.
Μα ποιος ήταν τελικά ο μικρός; Ποιος να μου έλεγε κάτι περισσότερο γι’ αυτόν;
Ευλογημένο το Facebook.
Με τα στοιχεία που έδωσα στους φίλους μου έφτασα τελικά στον Γεώργιο Κονταράτο. Αυτός ήταν τελικά ο 12χρονος ήρωας στη Μάχη της Κρήτης.
Μερικούς μήνες πριν θα προλάβαινα και τον ίδιο. Είχε φύγει όμως πλήρης ημερών.
Από τους δικούς του ανθρώπους όμως, που με υποχρέωσαν με την ευγένεια και την προθυμία τους, είχα την ευκαιρία να μάθω περισσότερα για το μικρό ήρωα. Κι ομολογώ ότι μακάρισα τη στιγμή που χρειάστηκε να ξανακούσω τη μαρτυρία Μανουρά και να μου δημιουργηθεί η απορία για την ταυτότητα του 12χρονου βοηθού του που μαζί του έκαναν το πολυβόλο τους να μεγαλουργήσει καταρρίπτοντας δύο εχθρικά αεροπλάνα.
Ένας ήρωας της ζωής
Ο Γεώργιος Κονταράτος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1929, όπως αναγράφει η ταυτότητά του. Ίσως όμως να ήταν λίγο μεγαλύτερος. Καταγόταν από τους Κονταράτους της Αγιάς. Όπως θα μας πει ο πολυμαθέστατος γιος του οι Κονταράτοι ήταν οι επίλεκτοι στρατιώτες της φρουράς του Νικηφόρου Φωκά.
Αυτούς άφησε πίσω του επιστρέφοντας στην Πόλη. Ο παππούς του Γιώργη αναφέρεται σε πράξεις ηρωισμού στην Αντίσταση αν και μεγάλος τότε στην ηλικία.
Από τις δυο αδελφές του η Ζαχαρένια, νοσηλεύτρια, έκανε καριέρα στο στρατό, εξαντλώντας την ιεραρχία, πρωτοφανές για γυναίκα της εποχής της κι αναγράφεται το όνομά της στη λίστα των διευθυντών του 401 στρατιωτικού νοσοκομείου. Η άλλη του αδελφή παντρεύτηκε στα Πλατάνια Αμαρίου.
Από μικρό παιδί ο Γιώργης Κονταράτος, αναγκάστηκε να γνωρίσει τη σκληρή βιοπάλη. Μόλις έπεσαν οι αλεξιπτωτιστές εκείνος έτρεξε με τους μεγάλους από μια εσωτερική ανάγκη να προστατεύσει τους δικούς του. Παιδί με εξαιρετική ευστροφία δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει τη διαδικασία. Και αποδείχτηκε ένας ικανότατος βοηθός του Μανουρά γεμίζοντας με ταχύτητα το πολυβόλο όπως του έδειξε ο τότε λοχίας.
Εκείνες τις μέρες όμως του έπεσε ο κλήρος και για ένα θλιβερό καθήκον. Επιστρατεύθηκε να θάψει τα άμοιρα «χωροφυλακάκια» που είχαν αποδεκατιστεί από τον οργανωμένο γερμανικό στρατό, καθώς πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης χωρίς εκπαίδευση, με μοναδικό τους εφόδιο την αγάπη για την πατρίδα.
Ένας λουστράκος με καρδιά ήρωα
Όταν οι Γερμανοί κατέκτησαν το νησί, ο μικρός οργάνωσε το κασελάκι του και στημένος εκεί που είναι σήμερα το κτίριο της παλιάς Νομαρχίας έβαφε παπούτσια.
Ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ για τα κατορθώματά του. Κανένα παιδί όμως δεν έμενε αμέτοχο όταν ο λαός μας έκανε αντίσταση και μάλιστα στο χώρο που δρούσε η μεγάλη αγωνίστρια Μαρία Λιονή. Εκείνη που δεν δίστασε να εμπλέξει και το μικρό της γιο σε μια αποστολή, ήξερε να οργανώνει στον αγώνα τα παιδιά που έδειχναν διάθεση να αγωνιστούν για την πατρίδα.
Ο Γιωργάκης απέκτησε με τον καιρό το δικαίωμα να μπαίνει στα μαγειρεία των Γερμανών και να παίρνει τα πατατόφυλλα και τα κρεμμυδόφυλλα. Με αυτά συντηρήθηκε η μάνα, η Χρυσή Σταθάκη, που ήταν εντελώς τυφλή και οι αδελφές του μέχρι την απελευθέρωση.
Είχε πάντα υψηλό το αίσθημα της ευθύνης. Αδιαφορώντας για τον κόπο, έκανε αρκετές φορές τη διαδρομή μέχρι τα Σελλιά, χωριό της μάνας του, για να εξοικονομήσει λίγο λάδι.
Βέβαια ο μικρός για ένα χρόνο έζησε κι άλλη ταλαιπωρία.
Αναγκάστηκε να πάρει τη θέση του πατέρα του στις αγγαρείες που έστελναν τους πατριώτες οι Γερμανοί στην Αγία Γαλήνη. Κι ήταν μόλις 13 χρόνων. Το ξεπέρασε κι αυτό.
Αυτό που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει ήταν η δίψα του για μάθηση. Μόλις είχε προλάβει να τελειώσει τέσσερις τάξεις του δημοτικού. Δεν άφηνε όμως αδιάβαστο ούτε χαρτάκι στο δρόμο. Κι έτσι κατάφερε να διευρύνει τους ορίζοντές του. Μέχρι και ξένες γλώσσες έμαθε εμπειρικά μόνο και μόνο για να εξυπηρετεί τους ξένους πελάτες του όταν το Ρέθυμνο γνώρισε τα αγαθά του τουρισμού.
Αγαπούσε όμως και τη μουσική. Έμαθε μόνος του λύρα και για ένα μεγάλο διάστημα συνεργάστηκε και με τον αξέχαστο Νίκο Μανιά. Τα γλέντια όπου συμμετείχε με τη λύρα του άφησαν εποχή όπως μαρτυρούν αρκετοί που τα έζησαν στα δυτικά χωριά του νομού.
Προσπαθούσε διαρκώς να βελτιώνει τη ζωή του και να προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στην οικογένειά του. Έτσι εκτός από το κασελάκι του που λάτρευε, δημιούργησε κι ένα μπακαλικάκι κοντά στον Τίμιο Σταυρό.
Ο γάμος του έγινε από προξενιό αλλά η κυρία Χρυσούλα η γυναίκα του μας μιλά με δάκρια για τα αλησμόνητα χρόνια που της χάρισε ο γάμος της με τον Γιώργη. Ο έρωτας ήρθε μετά κι έμεινε αγέραστος μέχρι το τέλος.
Εκτιμώντας την προκοπή της και την αγάπη που έδειχνε κυρίως στην τυφλή μητέρα του έκανε τα πάντα να μην την επιβαρύνει περισσότερο. Κι ας ήξερε την αξιοσύνη της, καθώς είχε γίνει μάνα για τ’ αδέλφια της.
Ο Γιώργης αναγκάστηκε να αφήσει τη λύρα και να φροντίζει ο ίδιος τη μητέρα του που ήταν πλέον και κατάκοιτη χωρίς να μπορεί ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί. Δεν ήθελε να κουράζει άλλο τη γυναίκα του που λάτρευε.
Έγινε ένας υπέροχος πατέρας για τα παιδιά του που κατάφερε να σπουδάσει και να καμαρώνει γι’ αυτά.
Κάθε Κυριακή επιστρέφοντας στο σπίτι κρατούσε πάντα ένα κουτί με γλυκά για να χαρούν τα παιδιά του. Και δεν πέρασαν Χριστούγεννα χωρίς η κυρία Χρυσούλα να λάβει μια ανθοδέσμη με λουλούδια κι ένα κόσμημα με λίγα θερμά λόγια από τον άνδρα της. Κάθε χρόνο γινόταν αυτό. Ο Γιώργης προσφωνούσε τη γυναίκα του με τα πιο τρυφερά λόγια. Κι ήταν ένα φωτεινό παράδειγμα για τα παιδιά του. Ήταν όμως και άριστος παιδαγωγός. Είχε μάθει στα παιδιά του να μιλάνε στον πληθυντικό ακόμα και στους γονείς τους. Έτσι μεγάλωσαν κι έγιναν οι πολίτες που χαίρουν σήμερα τόσης εκτίμησης.
Από μικρά τα έμαθε να εργάζονται μετά τα μαθήματα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ο γιος του θέλοντας να φάει μια σοκολάτα υποχρεώθηκε να μεταφέρει μια πέτρα από ένα σημείο του δρόμου στο άλλο πέντε φορές. Κι όταν διαμαρτυρήθηκε του είπε ο πατέρας του με χαμόγελο: «Τι να κάνουμε παιδί μου; Τόσο κοστίζει η σοκολάτα…».
Έτσι γνώρισαν και τα παιδιά του την ευτυχία να αποκτούν αγαθά με τον κόπο τους και να ζουν με αξιοπρέπεια. Ούτε από το μαγαζί τους το μικρό μπακαλικάκι μπορούσαν να πάρουν κάτι χωρίς να καταβάλουν το αντίτιμο. Για να μάθουν πως τίποτα δεν μας χαρίζεται στη ζωή.
Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθαν πικρά τα γερατειά για τον Γιώργη με σοβαρά προβλήματα υγείας. Απόλαυσε όμως τους καρπούς του μόχθου του γνωρίζοντας την απόλυτη φροντίδα και αφοσίωση των αγαπημένων του. Σύζυγος και παιδιά ήταν πάντα δίπλα του έτοιμοι να απαλύνουν τη δοκιμασία του στο κρεβάτι που είχε καθηλωθεί με τον καιρό. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος πριν λίγους μήνες στην αγκαλιά των αγαπημένων του.
Με την ιδιότητά του στιλβωτή αναφέρεται και από τον εκλεκτό εκπαιδευτικό κ. Αντώνη Δαφέρμο στο βιβλίο του «Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται». Ήταν μάλιστα και ο τελευταίος του κλάδου. Γνωστό στους πάντες το μόνιμο στέκι του στη Μεγάλη Πόρτα.
Αυτή είναι η ιστορία του Γιώργη Κονταράτου που θυμούνται με σεβασμό οι Ρεθεμνιώτες εκτιμώντας την παροιμιώδη του ευγένεια και την αξιοπρέπειά του. Ευτυχώς που από τυχαία γεγονότα μάθαμε και τη συμβολή του στην εποποιία της Μάχης της Κρήτης που έγραψε τη δική του σελίδα δόξας κι ας ήταν μόλις δώδεκα χρόνων!!!