Ύστερα από μακρόχρονη, σκληρή και άνιση μάχη με την επάρατη νόσο, στις 14 -2-2016, έφυγε από τη ζωή ο Γιώργης Νικ. Ορφανουδάκης.
Γεννήθηκε το 1934 στο χωριό Μαριού Ρεθύμνου.
Στο Ρέθυμνο τέλειωσε το Γυμνάσιο και μετά μπήκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, που αναφέρεται στα βιβλία του, παράλληλα με τις σπουδές του, εργάστηκε και ως συντάκτης στην εφημερίδα «Καθημερινή» και συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά.
Αρχές της δεκαετίας του 1960 διορίστηκε στο υπουργείο Εργασίας υπάλληλος.
Το 1967 εκφράζοντας την αντίθεσή του στο καθεστώς της δικτατορίας παραιτήθηκε από το υπουργείο και εργάστηκε πλέον ως δικηγόρος.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Μελέτης των Ελληνικών προβλημάτων» και ήταν μέλος της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Έχει εκδώσει δεκαεννέα βιβλία.
Το πρώτο τυπώθηκε το 1964 και το τελευταίο τον Ιανουάριο του 2016, λίγο πριν πεθάνει και το οποίο έλαβα στα τέλη Φεβρουαρίου 2016 μαζί με το άγγελμα του θανάτου του.
Από αυτά τα δεκατρία είναι ποιήματα και τα έξι πεζά, αυτά είναι:
1) «Μικρή Οδύσσεια»(ποιήματα) 1964
2) «Εκεχειρία» (ποιήματα) 1973
3) «Πλανήτες» (ποιήματα) 1978
4) «Παρενθετικά» (ποιήματα)1979
5) «Διάχρονα» (ποιήματα) 1982
6) «Καταγραφές» (ποιήματα) 1983
7) «Ζάλογγος Χρόνος» (ποιήματα)1984
8) «Τα φεγγάρια του Έρωτα» (ποιήματα) 1985
9) «Τοιχογραφία σε βάθος» (ποιήματα) 1989
10) «Τα Κάστρα της Κρήτης» (πεζό) 1989
11) «Πως θα μπορούσα» (δοκίμιο) 1994
12) «Τα φαιά του φθινόπωρου» (ποιήματα) 1994
13) «Η γυναίκα της Κρήτης» (πεζό) 1995
14) «Παραλλαγές του πράσινου και του μπλε»(ποιήματα) 1997
15) «Τω καιρώ εκείνω» (διηγήματα)1999
16) «Τα ετερογενή»(διηγήματα) 2001
17) «Και με λίγο ουρανό»(ποιήματα 2005)
18) «Τα Ανέντακτα» (πεζό) 2015 και
19) «Εν τέλει» (ποιήματα) 2016.
Ποιήματα και πεζά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε πολλά περιοδικά και ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες.
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ο Ορφανουδάκης τα έζησε εκτός Κρήτης, όμως η καρδιά του πάντα ξεχείλιζε Κρήτη και ό,τι Κρητικό.
Είμαστε συμμαθητές και φίλοι στο γυμνάσιο και η φιλία μας διατηρήθηκε μέχρι το τέλος.
Γράφω το παρόν κείμενο με την αίσθηση ότι εκπληρώνω μια ηθική υποχρέωση ή αν θέλετε ένα βασιγέτι (επιθυμία ανθρώπου λίγο πριν πεθάνει) και να γιατί:
Τελευταία φορά τον συνάντησα το περασμένο καλοκαίρι ’15 περνώντας από τη Τζαγκαράδα του Πηλίου όπου έμενε τα τελευταία χρόνια.
Ύστερα από επίμονη απαίτησή του διανυκτέρευσα εκεί Λίγο πριν τον αποχαιρετισμό, μου διατύπωσε την επιθυμία του κάποτε το έργο να γίνει γνωστό και στο Ρέθυμνο.
Αυτό ακριβώς προσπαθώ να κάμω… και το έργο του είναι μεγάλο και θαυμαστό.
Όλα του τα βιβλία και τα δεκαεννέα είναι υπέροχα.
Δεν ξέρω αν κρίνω υποκειμενικά αλλά για μένα το προτελευταίο του βιβλίο «Τα Ανένταχτα» είναι εκείνο που δείχνει περίτρανα την τεράστια λογοτεχνική του αξία.
Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω ένα πάρα πολύ μικρό δείγμα από μερικά κείμενα αυτού του βιβλίου που έχουν σχέση με την Κρήτη και ορισμένα ειδικά με το Ρέθυμνο:
1) Στο κείμενο με τίτλο «Ρέθεμνος» γράφει:
Ανάμεσα στο Μεγάλο Κάστρο και στα Χανιά και σε ίση περίπου απόσταση μεταξύ τους βρίσκεται το «παντέρμο Ρέθεμνος» όπως χαϊδευτικά το ονοματίζουν οι κάτοικοί του. Αρχοντικιά παμπάλαια πολιτεία. Γεροντικό δέντρο, κουτσουρεμένο από πολέμους και αλώσεις, κατοχές και ξεσηκωμούς. Λεηλατημένο από τον άνθρωπο και το χρόνο…
…Και κει, πάνω σε μια μικρή χερσονησίζουσα γλώσσα στεριάς, που η ψηλή, βραχώδης απόληξή της εισχωρεί στο ντελιασμένο συχνά, Κρητικό, ορθώνονται τα περήφανα τείχη της φημισμένης Φορτέτζας. Είναι το φρούριο που σηκώσανε οι Ενετοί και που θεωρείται ως το καλύτερα διατηρημένο Βενετσιάνικο κάστρο στην Ελλάδα.
Έξω και κάτω από τα τείχη της αναπαύεται η πολιτεία που λεγόταν Ρυθιμνια ή Ριθυμνα. Που οι ρίζες της προχωράνε βαθειά. Στην αχλύ της προϊστορίας. Στον μύθο και στ’ όνειρο. Η πολιτεία με τις κοκκινωπές κεραμιδένιες σκεπές και τους πανύψηλους, για τα εντόπια μέτρα, μιναρέδες, που λες και απόμειναν εκεί ξεχασμένοι, δαχτυλοδείχνοντας εσαεί τ’ ουρανού, τη γαλάζια διάρκεια…!
2) Ιδιαίτερη εκτίμηση και θαυμασμό ο Ορφανουδάκης είχε για τον Παντελή Πρεβελάκη και του αφιερώνει το κείμενο με τίτλο «Η θειά Ρουσάκη στο Ήλιο του θανάτου του Παντελή Πρεβελάκη, ως αντιπροσωπευτικός τύπος της Κρητικιάς»!
Για τον Π. Πρεβελάκη γράφει: …Αυτό το ιδιοφυές που χαρακτηρίζει τους λίγους, είναι και η ειδοποιός διαφορά, η οποία τους ξεχωρίζει από τη μετριότητα ή και ασημότητα των πολλών και τους εγκαθιστά στις απρόσιτες κορυφές που ηγεμονεύουν η δόξα και το φως της αιωνιότητας. Σε τούτους συγκαταλέγεται και ο Παντελής Πρεβελάκης. Και η θεία Ρουσάκη του σαν αυτάρκες δημιούργημα της πνευματικής του ρωμαλεότητας και της θαυμαστής λογοτεχνικής του γραφής…».
Για τη θεια Ρουσάκη μεταξύ πολλών άλλων γράφει: «Θα προβούμε ταυτόχρονα στο διαχωρισμό των χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων που συναπαρτίζουν το θύσανο εκείνο, ο οποίος και συνιστά την καθόλου προσωπικότητα της θειας Ρουσάκη.
Ας κάνουμε λοιπόν την αρχή με τον ρόλο της μάνας…!»
Και αλλού…!
«Η θεια Ρουσάκη δεν είναι η αποστεωμένη αποτύπωση ενός συμβόλου ή και ειδώλου με την έννοια μιανής αύλης, μορφής που το κείμενο χρησιμεύει σαν κάτοπτρο στο σκιώδη σχηματισμό του Δεν είναι το θεόξερο κέλυφος ενός νεκρού τζιτζικιού, γαντζωμένου στον κορμό μιας ελιάς αλλά το ίσιο το τραγούδι του «Νυν και αεί» της ζωής…!
3) Η πραγματική και πηγαία τέχνη τον συγκινούσε πάντα, γι’ αυτό και θαύμαζε το Μουντάκη και του αφιέρωσε κείμενο με τίτλο «Η Εφημερία του Κώστα Μουντάκη».
Θαυμάστε αυτά τα λίγα που μεταξύ πολλών άλλων γράφει!
Άκουσα τη φωνή που ξεχύθηκε από το κουφάρι της λύρας. Όχι Όχι απ’ το κουφάρι. Από τα σπλάχνα του λυράρη ξεχύθηκε. Από τα τρίσβαθα της ψυχής του. Ο ίδιος ήταν το θείο ηχείο. Η λύρα απλώς το αντήχειο. Απόμενα με τα χέρια μετέωρα, σε μια στάση κοκαλωμένης ακινησίας …!»
4) Ιδιαίτερη ευαισθησία δείχνει ο συγγραφέας για το Αρκάδι. Γράφει λοιπόν για την εθελοθυσία ένα μακροσκελέστατο άρθρο που μικρο του δείγμα είναι:
«…Η 9 η Νοεμβρίου 1866 αποτελεί έναν από τους πλέον σπουδαίους σταθμούς μέσα στο θαύμα της Ελληνικής συνέχειας και διάρκειας. Κι ο Γιαμπουδάκης και ο Γούμενος Γραβριήλ είναι απλώς το χέρι και η φωνή της μιας ψυχής της μιας γνώσης, της συγκλονιστικής και ανεπανάληπτης έκτοτε απόφασης των τραγικών εκείνων ηρώων που έκριναν χρέος τους να φτάσουν ως την ακραία συνέπειά του το έργο που θεωρούσαν σωστό και να εξοφλήσουν με τη ζωή τους.
Έτσι στη θέση της χαμοσερτής ζωής τοποθετούν τη θυσία. Διότι είχαν αποφασίσει να υπερβούν το «ενθάδε».
5) Παθιασμένος κυριολεκτικά με την Κρήτη παραθέτει ένα σχετικά μικρό κείμενο με τον τίτλο «Το γράμμα» Μεταξύ άλλων γράφει.
«Μαυλιστικές, ανυπόφορες οι φωνές της με καλούσαμε πάλι. Και με σύραν και φέτος κοντά της. Και βέβαια για την Κρήτη μιλώ…
…Είμαι δικός της. Το απειροστό του δικού της. Και παραμένει άτμητος ο ομφάλιος λώρος που μας ενώνει Και έτσι θα μείνει μέχρι εσχάτων!
6) Ο θαυμασμός του συγγραφέα για τον Νίκο Καζαντζακη είναι απέραντος.
Η εμβάθυνση στο λογοτεχνικό του έργο φαίνεται από ένα κείμενο στα «ανένταχτα» με τίτλο «Η Γυναίκα στο μυθιστορηματικό έργο του Νίκου Καζαντζακη» και που μεταξύ πάρα πολλών άλλων γράφει: Κανένα μυθιστόρημα του Καζαντζάκη δεν έχει ως κεντρικό του πρόσωπο γυναίκα, παρόλο που η γυναικεία παρουσία στα έργα του είναι πληθωρική»…και παρακάτω:
«Είναι σάμπως να θέλησε αποσπώντας κάποια μεμονωμένα στοιχεία γυναικείας υφής να δημιουργήσει ξεχωριστές θηλυκές παρουσίες με υπερτονισμένο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό καθεμιάς»… και προς το τέλος … «Ο αμείλικτος χρόνος δεν μας επέτρεψε να αναφερθούμε και σε άλλα πιστεύω του Καζαντζάκη για τη γυναίκα, όπως τουλάχιστον απηχούνται στο έργο του. Παράδειγμα η μητρότητα που τη θεωρεί ως το βαθύτερο και εφ όρου ζωής ακαταμάχητο πόθο της και την ύψιστη καταξίωσή της. Αλλά η μητρότητα προϋποθέτει γάμο. Για τούτο και η λακτάρα της παντρειάς να είναι το ίδιο πρώιμη και το ίδιο ισχυρή και αδιάλειπτη με αυτήν της μητρότητας!
7) Με ένα μακροσκελέστατο κείμενό του αναφέρεται και στην Μινωίτισσα Κρητικιά γυναίκα με τον τίτλο: «Η γυναίκα της Κρήτης στη Μινωική εποχή» (με βάση κυρίως τα έργα της τέχνης)
Να ένα μικρό δείγμα: « Την ώρα που άφωνα θαυμάζουμε τις τοιχογραφικές παραστάσεις, που εικονίζουν τη θρυλική «Παριζιάνα τις «Γαλάζιες Κυρίες» ή τα ψηλόλιγνα κορίτσια με τους γυμνωμένους μηρούς στα ταυροκαθάψια, τότε θαρρούμε πως ονειρευόμαστε ξυπνητοί.
Η φαντασία όσο και αν είναι αδύναμη και φτωχή και σερνάμενη ξεθηκαρώνει λευτερωμένη από το πήλινο εκμαγείο της!…
8) Αθεράπευτος νοσταλγός μιας παλιάς εποχής που έζησε στα μικράτα του. Και λάτρης της παράδοσης μελέτησε επισταμένα τη δημοτική ποίηση.
Μικρό κομμάτι αυτής θεωρεί και την έκφραση της ανθρώπινης οδύνης μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου το μοιρολόι.
Καταπιάστηκε με συλλογές κρητικών μοιρολογιών και παρουσιάζει ένα εμπεριστατωμένο πολυσέλιδο κείμενο με τον τίτλο: «Το κρητικό μοιρολόι και οι μαρτυρούμενες εκδηλώσεις του πένθους!
Παραθέτω ένα πολύ μικρό δείγμα του:
«Το πένθος δεν «ταιριάζει στην Ηλέκτρα» μονάχα
Το πένθος ταιριάζει κυρίως στην Κρητικιά Τα 700 χρόνια αδιάλειπτης ξενικής κατοχής , με το θάνατο να καταχτυπά τα κερκέλια της πόρτας της, την ανάγκασαν να πενθεί συνεχώς Σχεδόν εξοικειώθηκε με την παρουσία του Εξοικειώθηκε όμως δεν σημαίνει και συμφιλίωση.
Οι εκδηλώσεις του πένθους της αντανακλούν το μέγεθος της αγάπης που τρέφει για τη ζω ή και για τους οικείους της…!
9)Όμως η μεγάλη αγάπη του Ορφανουδάκη ήταν η Ποίηση με την οποία μπορώ να πω πως έχει ένα είδος ερωτικής σχέσης.
Όμως ας αφήσω τον ίδιο να μιλήσει όπως αρχίζει τον πρόλογο στο «κύκνειο του άσμα» «Εν τέλει».
Αντί προλόγου.
«Εδώ με τούτη την ανά χείρας συλλογή έκλεισε ο κύκλος της «όσο γινόταν περισσότερο διακριτικής ποιητικής μου πορείας ή μάλλον οδοιπορίας «όπως γράφω στον πρόλογο παλαιότερης συλλογής μου. Ένας κύκλος που άνοιξε με την έκδοση της «Μικρής Οδύσσειας» το 1964. Κι όμως δεν είναι μόνο τα 51 χρόνια -δηλαδή πάνω από μισός αιώνας ζωής -που υπηρετώ την ποίηση όσο γίνεται πιο πιστά που ίσως σημαίνει το ίδιο τη μάχομαι για να δυνηθώ να την κατακτήσω. Αλλά τι λέω! Αυτό είναι ύβρις. Γιατί η ποίηση δεν ορίζεται και προπαντός δεν κατακτιέται «Δίδεται» μόνο σε πολύ λίγους ευνοημένους που φέρουν «εκ γενετής» τη σφραγίδα της δωρεάς.
Προσωπικά πιστεύω ότι πρότυπα και λογοτεχνικοί δάσκαλοι του Γ. Ν. Ορφανουδάκη ήταν ο Π. Πρεβελάκης και ο Ν. Καζαντζάκης και είμαι πεπεισμένος ότι φάνηκε αντάξιος των δασκάλων του μαθητής.
Ο βαθύς στοχασμός ή σε βάθος και πλάτος έρευνα η λεπτόλογη περιγραφή και η εντυπωσιακή λογοτεχνική παρουσίαση, νομίζω ότι είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το κάθε θέμα με το οποίο καταπιάνεται. αξιοποιώντας παράλληλα και τις τυχόν υπάρχουσες πηγές.
Τέλος να πω ότι το παρόν πόνημα είναι πάνω και πέρα από μια απλή νεκρολογία.
Είναι το οφειλόμενο χρέος σε ένα φίλο και απευθύνεται κυρίως στο πνευματικό Ρέθυμνο για να γνωρίσει το πνευματικό έργο ενός Ρεθεμνιώτη που τιμά την παράδοση του Ρεθύμνου.