Ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη η επίσκεψη του πανεπιστημιακού καθηγητή Φυσικής Γιώργου Αλεξανδράκη στην εφημερίδα μας χθες. Και φυσικά μεγάλη τιμή για τα «Ρ.Ν.» να τον υποδεχτούν. Η εκτίμηση μας στο πρόσωπο του είναι βαθύτατη και η δική του εκτίμηση για μας τι άλλο παρά τιμητική μπορεί να είναι.
Η ακαδημαϊκή του καριέρα είναι μακρά και αξιοζήλευτη. Υπηρέτησε ως πρόεδρος και αντιπρόεδρος της συγκλήτου του πανεπιστημίου του Μαϊάμι και επί εικοσαπενταετία πρόεδρος του φυσικού τμήματος του ίδιου πανεπιστημίου. Του έχουν απονεμηθεί τα βραβεία εξεχουσών υπηρεσιών και εξέχοντος διδασκάλου του πανεπιστημίου του Μαϊάμι. Το ίδιο πανεπιστήμιο τον τίμησε απονέμοντας του τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή.
Υπήρξε οργανωτής και πρώτος πρόεδρος του τμήματος φυσικής του πανεπιστημίου Κρήτης. Το 2009 ανεκηρύχθη επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος. Το 2002, επί τη ευκαιρία του εορτασμού των 25 ετών λειτουργίας του πανεπιστημίου Κρήτης, του απενεμήθη αναμνηστική πλακέτα.
Ταπεινός, σεμνός, απλός, η λαμπρή καριέρα του σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια όχι μόνο της Αμερικής αλλά παγκοσμίως δεν άλλαξαν τον χαρακτήρα του. Είναι ο αγνός άνθρωπος, γόνος παραδοσιακής οικογένειας από το Άδελε. Εκεί, στο χωριό που γεννήθηκε περνά τα καλοκαίρια του με την οικογένεια του.
«Έτσι κι αλλιώς είχα σκοπό να ‘ρθω να σας δω, μου δόθηκε όμως και μια παραπάνω αφορμή. Ήταν μια καλή προσπάθεια αυτή που έγινε από το πανεπιστήμιο να γιορταστούν τα 40 χρόνια του αλλά δεν μου άρεσε που αγνοήσανε τους θεμελιωτές του. Δεν λέω για μένα, δεν με νοιάζει καθόλου ο εαυτός μου. Αλλά ο Μανούσακας, ο Παναγιωτάκης, ο Κατάκης, δεν αναφερθήκανε καθόλου ενώ αυτοί άρχισαν το πανεπιστήμιο.
Ξαναλέω, εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει για τον εαυτό μου, ζω ακόμη εξ άλλου. Θα ‘μαι εδώ και στα 50 χρόνια του πανεπιστημίου αν έχουμε υγεία. Αλλά εκείνοι που πέθαναν έπρεπε να αναφερθούνε στην εκδήλωση. Δεν μπορεί να αγνοούνται πλήρως οι πρώτοι της διοικούσας επιτροπής. Και δεν ζει κανείς τους. Αυτοί ουσιαστικά έκαναν το πανεπιστήμιο και δεν μ’ άρεσε που αγνοήθηκαν οι πρωτεργάτες της οργάνωσης και λειτουργίας του πανεπιστημίου. Για τον Μανούσακα που ήταν και Ρεθεμνιώτης έστω ο δήμος να φροντίσει να ονοματίσει έναν δρόμο προς τιμή του».
Τα παραπάνω λόγια εξέφρασε με πικρία ο κ. Αλεξανδράκης και επιθυμία του είναι να γραφτούν τα ονόματα των μελών της πρώτης διοικούσας επιτροπής, όπως μας τα παρέδωσε χειρόγραφα καθώς και τα ονόματα εκείνων των καθηγητών που έδωσαν τον βηματισμό στα τρία πρώτα τμήματα του πανεπιστημίου.
Πρώτη διοικούσα επιτροπή
Πρόεδρος: Γιώργος Κουρμούλης, Ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
Αντιπρόεδρος: Μανούσος Μανούσακας, τακτικός καθηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Μέλη: Σοφοκλής Καραβέλας,Τακτικός καθηγητής του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Δημήτρης Κατάκης,Τακτικός καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
Νίκος Παναγιωτάκης,Τακτικός καθηγητής του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αναπληρωματικά μέλη: Φώτης Καφάτος, Τακτικός καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
Νίκος Δρανδάκης, Τακτικός καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
Ιωάννης Παυλάκης, Υφηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
Η παραπάνω διοικούσα επιτροπή ορίστηκε στις 14/9/1973 υπενθύμισε ο κ. Αλεξανδράκης ότι ο πρώτος πρόεδρος, Γεώργιος Κουρμούλης, απεβίωσε το 1975 και μετά τον θάνατο του ως πρόεδρος υπηρέτησε ο Μανούσος Μανούσακας έως και το 1981.
Χωρίς κανένα δισταγμό ο κ. Αλεξανδράκης μας λέει: «Οι Μανούσακας, Κατάκης, Παναγιωτάκης, αυτοί οι τρεις είναι οι θεμελιωτές, οι πρωτεργάτες της λειτουργίας του πανεπιστημίου. Όλη τη δουλειά την πήραν στις πλάτες τους. Αυτοί τράβηξαν όλο το λούκι. Καταλαβαίνετε πως με στεναχωρεί που δεν τους ανέφερε κανείς στην προχθεσινή εκδήλωση».
Οι θεμελιωτές των πρώτων τμημάτων του πανεπιστημίου οι πρώτοι διδάσκοντες ήταν:
Φιλοσοφική Ρεθύμνου: Ιωάννης Καμπίτσης
Μαθηματικό τμήμα: Νίκος Πετρίδης
Φυσικό τμήμα: Γεώργιος Αλεξανδράκης και αργότερα Λαμπρόπουλος και Οικονόμου (έφυγαν αφήνοντας το τμήμα εμπιστευόμενος σε δυο πολύ ικανούς συναδέλφους μου, λέει ο κ. Αλεξανδράκης).
Είναι απολαυστικός όταν αναπολώντας εκείνη την περίοδο, φέρνει στη μνήμη του γεγονότα, περιστατικά, αγωνίες, δυσκολίες, για να επιτευχθεί ο στόχος που ήταν το πανεπιστήμιο της Κρήτης ν’ αποκτήσει γερά θεμέλια και να γίνει ένα από τα καλύτερα του κόσμου.
«Αυτό θέλαμε, αυτό στοχεύαμε, γι’ αυτόν τον λόγο ήρθα κι εγώ από την Αμερική. Να υπηρετήσω έστω για λίγο διάστημα το πανεπιστήμιο μας, στα πρώτα του βήματα για να εδραιωθεί. Τίποτα δεν ήταν εύκολο αλλά τα καταφέραμε όλοι μαζί να οργανώσουμε τα πρώτα τμήματα, να εξασφαλίσουμε θέσεις καθηγητών, να εξασφαλίσουμε χρηματοδότηση».
Η αφήγηση του καθηγητή Γιώργου Αλεξανδράκη έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και για έναν παραπάνω λόγο. Ο συνειρμός που αυτόματα κάνει το μυαλό του ακροατή του, για το τότε και το σήμερα. Η κατάσταση ίδια σε ότι αφορά το επιστημονικό δυναμικό της χώρας μας. Διαχρονικά, ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων επιστημόνων διεθνούς κύρους δεν έβρισκαν και δεν βρίσκουν τόπο στην Ελλάδα να σταθούν. Θα τους βρούμε στα καλύτερα πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Έχουν όμως μέσα τους την Ελλάδα. Όπως μια παρέα Ελληνόπουλων, στενά δεμένα μεταξύ τους, ανάμεσα τους και ο κ. Αλεξανδράκης, που βρέθηκαν στην Αμερική για μεταπτυχιακές σπουδές στα μέσα της δεκαετίας του ’60, τις ολοκλήρωσαν στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, εξαιτίας και της χούντας παρέμειναν στην Αμερική, ξεκίνησαν μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα αλλά συνεχώς «οι συζητήσεις μας ήταν έντονες και σχεδόν πάντα περιστρέφονταν στο πως η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτυχθεί καλύτερα», όπως λέει. Κι όταν στον ίδιο τον κ. Αλεξανδράκη ζητήθηκε να έρθει να υπηρετήσει την υλοποίηση της ιδέας του πανεπιστημίου Κρήτης, το έπραξε.
Πως λύθηκε το πρόβλημα με τις θέσεις καθηγητών
Οι θέσεις διδασκόντων ήταν ένα σοβαρό θέμα, το σοβαρότερο τότε, για το πανεπιστήμιο. Οι μόλις οκτώ θέσεις που το υπουργείο Παιδείας ήθελε να διαθέσει, δεν γινόταν δεκτές ούτε από τη διοικούσα επιτροπή, ούτε από τους καθηγητές που ήρθαν να οργανώσουν τα πρώτα τμήματα. Ο αριθμός ήταν πολύ φτωχός για τα σχέδια τους να κάνουν ισχυρό το πανεπιστήμιο.
Αξίζει να παραθέσουμε τη διήγηση του κ. Αλεξανδράκη επ’ αυτού του θέματος. Η αφήγηση του παραστατική, όπως εξ άλλου παραστατικότατα έχει αποτυπώσει και αυτό το ζήτημα και όλα όσα τα γεγονότα εκείνης της περιόδου όπως τα έζησε στο βιβλίο που έχει γράψει ο κ. Αλεξανδράκης με τίτλο «Μερικά από τα πρώτα βήματα του πανεπιστημίου Κρήτης και άλλες ιστορίες» που σύντομα θα επανεκδοθεί με πρόσθετα στοιχεία.
Το ακαδημαϊκό έτος 1977-1978 άρχισαν τα μαθήματα στο μαθηματικό τμήμα στο Ηράκλειο και τη φιλοσοφική του Ρεθύμνου, το έτος ακαδημαϊκό έτος 1978-1979 ξεκίνησαν στο τμήμα Φυσικής, με καθηγητές είτε αποσπασμένους από άλλα πανεπιστήμια, είτε επαναπατρισθέντες από πανεπιστήμια του εξωτερικού που είδαν το πανεπιστήμιο Κρήτης ως μια μεγάλη ιδέα που ήθελαν να την υπηρετήσουν, ωστόσο οι θέσεις διδασκόντων παρέμενε το καυτό θέμα.
Μας παραπέμπει στο βιβλίο του ο κ. Αλεξανδράκης (σελ. 91-94), όπου υπενθυμίζει πως και ποιος υπουργός τότε έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τις θέσεις των καθηγητών αλλά και τη χρηματοδότηση του πανεπιστημίου. Ήταν ο τότε υπουργός Συντονισμού, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Αναφέρει ο κ. Αλεξανδράκης:
«…Το επόμενο ακαδημαϊκό έτος 1979-80 θα ήταν ο δεύτερος χρόνος που οι διδάσκοντες βρίσκονταν ακόμη «στον αέρα,» κάτω από δύσκολες οικονομικές και άλλες συνθήκες. Τα εσωτερικά προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται και τα κόμματα «βγάλανε τη μούρη τωνε από το ντορβά» και άρχισαν να εμπλέκουν όλο και περισσότερο τους φοιτητές και ορισμένους διδάσκοντες στα σχέδια και στους ανταγωνισμούς τους.
Τα μεγάλα θέματα, που αφορούσαν την ακαδημαϊκή δομή του Πανεπιστημίου και τον αριθμό των θέσεων διδασκόντων εκκρεμούσαν ακόμη. Για τους παραπάνω λόγους αναγκάστηκα να υποδείξω για πρόεδρο του τμήματος ένα άλλο πρόσωπο, που είχε τους τίτλους, απλά δυστυχώς αποδείχτηκε ανεπιτυχής επιλογή. Η υπόδειξη ήταν σφάλμα μου, και από αυτό το σφάλμα πήρα ένα καλό μάθημα για το υπόλοιπο της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας μου. Η νέα ηγεσία δεν είχε σταθερές θέσεις, οπότε η συνοχή του τμήματος άρχισε να δοκιμάζεται κάτω από τις κομματικές πιέσεις και τα αντικειμενικά προβλήματα. Ο Γραμματικάκης ενοχλήθηκε με την αλλαγή και μου το είπε, όμως εξακολούθησε να παίζει εποικοδομητικό ρόλο.
Το μεγάλο βήμα
Ο Νίκος Γιάσογλου ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος και μεγάλος πατριώτης. Πολύ ήπιος αλλά και πολύ στενόχωρος. Δεν είπε ποτέ όχι σε ό,τι του ζητούσαμε και προσπαθούσε να βοηθήσει, αν και πολλές φορές η όψη του αντανακλούσε τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει.
Τα θεμελιώδη θέματα των βαθμίδων και των καθηγητικών θέσεων, είχαν «κολλήσει» στο υπουργείο Παιδείας. Στείλαμε λοιπόν μια μέρα πάλι τον Γιάσογλου να δει τι μπορεί να κάνει με τον υπουργό Συντονισμού και σε λίγες μέρες γύρισε στα γραφεία της διοικούσας επιτροπής – θυμάμαι ακόμη τη θλίψη στο πρόσωπό του. Η πρώτη του λέξη ήταν: «Χάσαμε! Δεν γίνεται τίποτε, δεν μπορούμε να πάρουμε τις θέσεις που θέλουμε». «Βρε αμάν!» «Συγγνώμη Νικολάκη, είσαι σίγουρος;».
«Είμαι σίγουρος. Ο υπουργός είπε ότι δεν μπορεί να μας βοηθήσει άλλο. Να πάρουμε τώρα αυτές που μας δίνουν (νομίζω ήταν 8 στο τμήμα Φυσικής) και να ξεκινάμε, αργότερα θα προσπαθήσουμε να βρούμε κι άλλες». Ήταν ευνόητη η απογοήτευση όλων μας εκείνη τη στιγμή. Τόσο οι άμεσες, όσο και οι απώτερες συνέπειες αυτής της εξέλιξης, θα ήταν καταστρεπτικές, γιατί το «κάτι που ξεχωρίζει» δεν θα ξεχώριζε για πολύ ακόμη.
Ευτυχώς η απογοήτευση δεν κράτησε και πάρα πολύ. Εκείνες τις μέρες ξέσπασε ένα σκάνδαλο στο υπουργείο Παιδείας για τις εξετάσεις στα ανώτατα ιδρύματα.
Σε λίγες μέρες μετά το σκάνδαλο ήρθε σήμα -δεν θυμάμαι αν το ‘φερε ο Γιάσογλου ή αν τηλεφώνησαν στον πρόεδρο, να πάει η διοικούσα επιτροπή να δει τον υπουργό Συντονισμού. Έτυχε να είμαι κι εγώ στην Αθήνα τότε και μου είπε ο Μανούσακας να πάω μαζί τους. «Ευχαρίστως, κύριε πρόεδρε». Αν δεν με απατά η μνήμη μου, η συνάντηση ορίστηκε γύρω στις 8 μ.μ. στο υπουργείο Συντονισμού κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Από την πλευρά μας ήταν οι Μανούσακας, Κατάκης, Παναγιωτάκης και Προυκάκης. Φτάσαμε λοιπόν την καθορισμένη ώρα στο υπουργείο έξω από την πόρτα του υπουργού ήταν ένα γραφείο, όπου καθόταν μια νέα κοπέλα, είμαι σχεδόν βέβαιος πως ήταν η κ. Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία κανόνιζε τις επισκέψεις. Από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας ήταν ο υφυπουργός Χάρης Καρατζάς και ο γενικός διευθυντής τον υπουργείου Λύσανδρος Μαυρίδης.
«Γεια σου Μανούσο, γεια σου Χαραλάμπη, γεια σου Νίκο, Δημήτρη, καλώς ορίσατε». «Κύριε υπουργέ, κύριε γενικέ, ο κ. Αλεξανδράκης από δω, στενός συνεργάτης μας». Ύστερα στρέφεται προς τον Καρατζά και του λέει: «Εσείς γνωρίζεστε». Λέμε όλοι «χαίρω πολύ» και ο υπουργός απευθυνόμενος σε μένα, μου λέει: «Πώς τα πάτε εκεί κάτω: Ο φίλος μου ο Μανούσος (;) μου λέει καλά πράματα…». Αλλά εγώ είχα το νου μου στις επόμενες κινήσεις, οπότε δεν θυμάμαι καλά αυτό το σημείο. «Κάτσετε».
Ήταν ένα σχετικά στενόμακρο τραπέζι συνεδριάσεων, που χωρούσε 8-10 άτομα. Στην κεφαλή τον τραπεζιού προς την πόρτα κάθισε ο υπουργός, δεξιά του ο πρόεδρος, μετά η υπόλοιπη διοικούσα επιτροπή και τελευταίος εγώ. Στα αριστερά του υπουργού κάθισαν οι δύο εκπρόσωποι του υπουργείου Παιδείας. Ανοίγοντας την κουβέντα είπε μισοαστεία-μισοσοβαρά: «Τί γίνεται; Μετά τους παπάδες έρχεστε εσείς (εννοούσε τους πανεπιστημιακούς) στους καυγάδες». Το ύφος του έγινε σοβαρό όταν απευθύνθηκε στον υφυπουργό Παιδείας: «Ορίστε, πέστε μου, το κύριο θέμα είναι για τις θέσεις των καθηγητών του πανεπιστημίου».
«Μάλιστα, κύριε υπουργέ» άρχισε ο κ. Καρατζάς. «Αναγνωρίζουμε ότι κάνουν καλή δουλειά, αλλά ζητούν πάρα πολλές καθηγητικές θέσεις και δεν μπορούμε να τις δώσουμε. Δεν τις χρειάζονται όλες αμέσως. Να πάρουν ορισμένες τώρα να αρχίσουν και αργότερα παίρνουν και άλλες».
«Μάλιστα, εσείς τί λέτε;» και στρέφεται προς τη μεριά μας. Ο Μανούσακας έστριψε το κεφάλι του προς την πλευρά μας και πήρε το λόγο ο Κατάκης, ο οποίος είχε κοφτά: «Αυτά είναι αηδίες, κύριε υπουργέ!». Νομίζω ξαφνιαστήκαμε όλοι από την έκφραση του Κατάκη αλλά δεν πρόλαβε κανείς να αντιδράσει, γιατί ο υπουργός γύρισε σ’ εμένα και μου είπε: «Εσείς τι λέτε, κύριε Αλεξανδράκη;» «Συμφωνώ με τον κ. Κατάκη, κύριε υπουργέ». «Μάλιστα».
Οπότε χτυπά ελαφρά τη χερούκλα του με ανοιχτή την παλάμη προς το τραπέζι και λέει: «Λέτε εσείς», κοιτάζοντας πρώτα τη μια πλευρά, «λέτε κι εσείς», κοιτάζοντας την άλλη, «αλλά εγώ αποφασίζω. Αύριο θα μιλήσω στον κ. πρωθυπουργό να πάρω εξουσιοδότηση να προχωρήσουμε με την ίδρυση των θέσεων. Μανούσο, στείλετέ μου τις εισηγήσεις». «Ευχαριστούμε πολύ, κύριε υπουργέ»
«Τίποτε άλλο;». «Μάλιστα, κύριε υπουργέ», παίρνει τον λόγο ο Παναγιωτάκης, «χρειαζόμαστε χρήματα για τα οικόπεδα, να κάνουμε τα συμβόλαια. Έχουμε κι εμείς βέβαια, αλλά χρειαζόμαστε κι άλλα».
«Πόσα χρειάζονται όλα μαζί;» «183 εκατομμύρια κύριε υπουργέ». «Πόσα έχετε;» «Έξι». «Εντάξει, πέστε μου πότε ακριβώς τα θέλετε και θα σας τα βρω αμέσως. Δεν μου αρέσει να τα γράφω εκ των υστέρων στον προϋπολογισμό, γιατί μου φωνάζουν οι εφημερίδες, αλλά γι’ αυτό τον σκοπό δεν με νοιάζει, ας φωνάζουνε».
«Ευχαριστούμε πάρα πολύ, κύριε υπουργέ, να ‘στε καλά» και βγήκαμε έξω.
Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Ο Μανούσακας είχε το συγκρατημένο χαμόγελό του, αλλά τώρα είχε φτάσει στ’ αυτιά του. Εμείς οι πιο εκδηλωτικοί δεν μπορούσαμε να συγκρατηθούμε.
Κατά τη γνώμη μου, η συνάντηση εκείνη και η έκβασή της ήταν θεμελιώδους σημασίας για το πανεπιστήμιο Κρήτης και πρόσφερε μεγάλες δυνατότητες σε όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια. Με τη χειρονομία εκείνη του Μητσοτάκη, το ελαφρό χτύπημα τον τραπεζιού με την ανοιχτή παλάμη, ουσιαστικά κατακρημνίστηκε ο θεσμός της έδρας στη ελληνικά πανεπιστήμια. …».