Του ΘΗΣΕΑ ΤΣΙΑΤΣΙΚΑ
Από την αρχαία κωμωδία κι ως τις μέρες μας η σάτιρα υπήρξε πάντα ένας λόγος δραστικός, ένας λόγος δηλαδή που με όπλο τη διακωμώδηση προσώπων, συμπεριφορών, καταστάσεων, ιδεών και θεσμών, στοχεύει ευθέως να διαμορφώσει συνειδήσεις και να οδηγήσει σε επιθυμητές από τον συγγραφέα δράσεις ανατροπής των «κακώς κειμένων». Είναι επομένως ένας λόγος καταγγελτικός στη μορφή και ηθικός στην ουσία του ως λόγος περί «του πρακτέου». Συγχρόνως έχει και την κειμενική του διάσταση: δραματικότητα και λογοτεχνικότητα.
Με βάση τα παραπάνω θα αποτολμήσω κάποια κριτικά σχόλια στα 55 κείμενα που, μαζί με την ερευνητική εργασία για τον Καραγκιόζη που προτάσσεται εισαγωγικά, εμπεριέχονται στον 400 σελίδων συγκεντρωτικό τόμο «Ο Καραγκιόζης ζει» του Γιώργου Φρυγανάκη.
Η ειδολογική κατάταξη παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες. Βέβαια ο συγγραφέας, στον υπότιτλο του βιβλίου του, χαρακτηρίζει τα κείμενά του «παραστάσεις». Και είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα τουλάχιστον έχουν όλα τα στοιχεία σεναρίων για παράσταση Καραγκιόζη. Κάποια άλλα θα μπορούσαμε να τα συμπεριλάβουμε στην κατηγορία, με μια διασταλτική ερμηνεία του όρου. Υπάρχουν όμως και μερικά κείμενα, που ο συγγραφέας τα χαρακτηρίζει θεατρικούς μονολόγους, τα οποία δεν πληρούν βασικές προϋποθέσεις θεατρικών σεναρίων και θα τα χαρακτήριζα μάλλον πολιτικά άρθρα.
Στην επιλογή του να μας μιλήσει «με τον τρόπο του Καραγκιόζη» ο Γ. Φρυγανάκης οδηγήθηκε από τα παιδικά του βιώματα και τη βαθιά ψυχική του ανάγκη να αποτίσει φόρο τιμής στη μνήμη του πατέρα του. Από την άλλη μεριά, αυτός ο τρόπος γραφής θεωρήθηκε ο προσφορότερος για μια άμεση κριτική παρέμβαση στις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από την οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα τα τελευταία 6-7 χρόνια και η οποία έφερε στην επιφάνεια κατά τρόπο έκτυπο προϋπάρχουσες παθογένειες στο πολιτικό, το κοινωνικό και το αξιακό επίπεδο που μέχρι τότε επικαλύπτονταν από μια φαινομενική ευμάρεια και μια ψευδαίσθηση συνεχούς ανοδικής πορείας.
Το να επιχειρήσεις όμως να εμπλακείς σε μια δημόσια γραφή με «θέση» πολιτική, με τη γενική και την ειδικότερη σημασία του όρου, είναι πάντα ένα εγχείρημα τολμηρό έως επικίνδυνο, ιδίως σε περιόδους κρίσης και ενώ τα πάντα βρίσκονται σε συνεχή αναβρασμό και οι κοινωνικές αντιδράσεις προσδιορίζονται κατά κύριο λόγο από το θυμικό παρά από τη λογική ανάλυση των πραγμάτων, συσκοτίζοντας ακόμη περισσότερο τα πραγματικά και συχνά αλληλοαντικρουόμενα κίνητρα όσων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Δυο είναι οι σημαντικότεροι κίνδυνοι: να υποκύψεις στην πίεση της «κοινής γνώμης» υιοθετώντας απόψεις και ερμηνείες που λειτουργούν μεν εκτονωτικά αλλά δεν οδηγούν σε κατανόηση των πραγματικών αιτίων μιας κατάστασης που έτσι κι αλλιώς είναι δυσκολοερμήνευτη ή, αντίθετα, να εκθέσεις ευθαρσώς τις προσωπικές σου απόψεις, στάση απόλυτα έντιμη που σε εκθέτει όμως στον κίνδυνο να διαψευστείς από τα αποτελέσματα, όταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός της ζέουσας εξέλιξης των γεγονότων. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας των κειμένων έχει πλήρη συναίσθηση αυτών των δυσκολιών και των κινδύνων που ελλοχεύουν, αλλά αναλαμβάνει το ρίσκο.
Στη θεατρική δομή των κειμένων το πρόσωπο του Καραγκιόζη, ενώ διατηρεί τα βασικά στοιχεία του παραδοσιακού θεάτρου σκιών, λειτουργεί και ως λογοτεχνική persona του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος, όπως διαπιστώνουμε στο εισαγωγικό μέρος του βιβλίου αλλά και σε αναφορές διάσπαρτες στο κύριο σώμα του βιβλίου, υιοθετεί πλήρως τη σκοπιά θεώρησης των πραγμάτων και καταφάσκει τον ελεγκτικό κοινωνικό ρόλο του βασικού θεατρικού ήρωα. Αντίθετα ο συγγραφέας αποστασιοποιείται από τα υπόλοιπα πρόσωπα, τα οποία, όπως και στον παραδοσιακό Καραγκιόζη, λειτουργούν ως τυπικοί εκφραστές αυτού που αποκαλείται κοινή γνώμη. Η πληθωρική παρουσία τους στα κείμενα, ενώ μεταφέρει αυτούσια την ακατέργαστη και συχνά αντιφατική λαϊκή αντίδραση, δεν φαίνεται να κερδίζει πάντοτε την αποδοχή εκ μέρους του Καραγκιόζη και δεν υιοθετείται άκριτα από τον συγγραφέα. Οι θέσεις τους συχνά υπονομεύονται με την τεχνική της ειρωνικής αποστασιοποίησης, όχι τόσο με τη λεκτική ειρωνεία αλλά με την ασύγκριτα πιο αποτελεσματική αντίφαση ανάμεσα στις φαινομενικά άψογες διακηρύξεις και τις ιδιοτελείς πραγματικές επιδιώξεις, οι οποίες τελικά αποκαλύπτονται, όπως συμβαίνει πολύ συχνά με τον Χατζιαβάτη.
Τα κείμενα, παρότι γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στη διάρκεια 6-7 ετών και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, χαρακτηρίζονται από μια αξιοθαύμαστη συνέπεια στον τρόπο θεώρησης, με τον οποίο μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κάποιος, πράγμα αναμενόμενο και απόλυτα φυσιολογικό. Από λογοτεχνική και θεατρική άποψη όμως, πράγμα επίσης αναμενόμενο, παρατηρείται κάποια ποιοτική διαφοροποίηση. Κατά την προσωπική μου γνώμη τα κείμενα που βρίσκονται πιο κοντά στον παραδοσιακό καραγκιόζη τόσο θεματικά όσο και τεχνοτροπικά υπερτερούν σε σχέση με εκείνα που η επικαιρότητα, η έντονη πολιτική τους διάσταση και η αμεσότητα της στόχευσης αποστερούν την απαραίτητη απόσταση για την λογοτεχνική τους ωρίμανση.
Σε κάθε περίπτωση όμως έχουμε να κάνουμε με ένα συγγραφέα με εξαιρετικά εκφραστικά μέσα, θαυμαστή γλωσσική ικανότητα, στέρεα φιλολογική σκευή, με λεπτή αίσθηση του χιούμορ και αποτελεσματική χρήση της ειρωνείας. Η κάποια υπερβολή στα λογοπαίγνια και τις παρετυμολογίες είναι απόλυτα δικαιολογημένη, καθώς εναρμονίζεται με τη μανιέρα του παραδοσιακού Καραγκιόζη.
Εύχομαι από καρδιάς στον δραστήριο και παραγωγικό συγγραφέα να μας δώσει σύντομα τη χαρά να μιλήσουμε για μια καινούργια δημιουργία, καθαρά λογοτεχνική αυτή τη φορά. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις επιτυχίας.