Του ΓΙΩΡΓΗ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ
Ο τόπος καταγωγής είναι η «ρίζα» μας μέσα στη γη. Από εκεί πηγάζουν πολλές από τις «τροφές» που μας δυναμώνουν, που συντελούν κι αυτές με τον τρόπο τους στη «βλάστηση» και στην «άνθισή» μας. Οι «τροφές» αυτές κυκλοφορούν μέσα μας μια ζωή, άλλοτε δυναμικά και άλλοτε εν υπνώσει, πάντα όμως πολύτιμο υλικό στο αποθετήριο της ψυχής, της μνήμης και της νοσταλγίας, έτσι ώστε να αντλούμε από εκεί, όποτε χρειάζεται, υποστηρικτική δύναμη. Γι’ αυτό, συνήθως, ο καθένας νιώθει υποχρέωσή του, εσώψυχα επιβαλλόμενη, την όποια αφιερωτική προσφορά μπορεί ή του ταιριάζει, στον τόπο που «βλάστησε» η ρίζα του. Είδος προσφοράς είναι -για τους έχοντες το προνόμιο- η ποιητική αναφορά.
Στο Ατσιπόπουλο «βλάστησαν» κι «άνθισαν» άνθρωποι πολλοί που -μέσα στα άλλα- έχουν τη χάρη του προνομίου αυτού. Και με τη χάρη αυτή μίλησαν για το χωριό τους, υμνώντας και τιμώντας την ιστορία και την παράδοσή του, τους ανθρώπους και τα ήθη, ό,τι για τον καθένα σήμαινε η ιδιαιτερότητα αυτού του τόπου με «το θυμάρι και ασπάλαθο / στην άκρη από τα βράχια» (Χρυσούλα Δημητρακάκη) και «με τον δριμύ λαό» (Γιάννης Δαλέντζας), των ξεχωριστών ανθρώπων, με την περηφάνια του χαρακτήρα και τα «καθαρά» αισθήματα.
Ο Γιώργος Φρυγανάκης, Ατσιπουλιανός εκ μητρός και με ισχυρούς δεσμούς από τα παιδικά του χρόνια με το χωριό, καταθέτει τη δική του «σπονδή» αγάπης και ευγνωμοσύνης με τον τρόπο που γνωρίζει πολύ καλά ως φιλόλογος και λογοτέχνης: συλλέγει σε ένα βιβλίο όσα ποιητικά κατέθεσαν από παλιά μέχρι σήμερα Ατσιπουλιανοί ποιητές και στιχουργοί για τον τόπο τους. Η κατάθεση αυτή λέει ο ίδιος «είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής σ’ όλους εκείνους, επώνυμους και μη, που απεικόνισαν ποικιλότροπα το Ατσιπόπουλο και πτυχές από τη ζωή του, βουτώντας τον ποιητικό τους χρωστήρα στην παλέτα της παλλόμενης ψυχής τους».
Η απεικόνιση με ποικίλα τεχνοτροπικά μέσα (ομοιοκαταληξία, ελεύθερο στίχο, γλώσσα κοινή δημοτική, κρητική διαλεκτική) μνημονεύει περιστατικά από την τοπική ιστορία, αναπλάθει στιγμές από την κοινωνική ζωή του παλιού καιρού, προβάλλει το ξεχωριστό ήθος των ανθρώπων του Ατσιπόπουλου, περιγράφοντας παράλληλα τη φυσική, οικιστική και αρχιτεκτονική του ιδιαιτερότητα. Σε μια επόμενη βαθμίδα, ποιητές εξωτερικεύουν ταυτόχρονα τη βαθύτερη εσωτερική σχέση τους με τον γενέθλιο τόπο, από την οποία προκύπτουν ευρύτεροι προβληματισμοί, αναζητήσεις και οραματισμοί.
Σταχυολογώντας από τη συλλογή του Γιώργου Φρυγανάκη, μπορούμε να σταθούμε σε ποιήματα όπως: «Τ’ Ατσιπόπουλο» του Γιάννη Δαλέντζα, με τον ύμνο στο ηρωικό παρελθόν.
Κι οι Καπετάνιοι βραχουριές
κι απάνω τους να σπούνε
οι λύσσες όλων των εχτρών
σαν τους αφρούς κυμάτων.
Στα «Ατσιπόπουλο» του Μανόλη Κουτσουράκη και «Το Ατσιπόπουλο με θύμησες του χτες» του Γιώργη Γαγάνη με έντονους τους λυρικούς τόνους της νοσταλγίας του παλιού καιρού, αναπλάθεται η χωρο-γεωγραφία του τόπου, ανακαλούνται στη μνήμη και ηθογραφούνται γενεαλογικά αλλά και ατομικά, οι άνθρωποί του μέσα στο περιβάλλον των καθημερινών εκδηλώσεών τους.
Ο Γιώργης Καλομενόπουλος στο «Το Ατσιπόπουλο» αναθυμάται μια ευφραντική ατσιπουλιανή ευωχία, ενώ ο Πέτρος Βερνάρδος αναπολεί τους παλιούς, δύσκολους, αλλά με αυθεντικές γεύσεις ευτυχισμένων στιγμών χρόνους.
Θυμάμαι και την έκπληξη που φώλιαζε στο νου μου,
όταν παρά τη μίζερα κουραστική ζωή,
ευτυχισμένους έβλεπα όλους τους χωριανούς μου,
να ζούνε πάντα ελπίζοντας το επόμενο πρωί. («Ατσιπόπουλο»).
Η καταξιωμένη Χρυσούλα Δημητρακάκη εικονίζει ποιητικά το ατσιπουλιανό τοπίο και τονίζει την τόσο ενδυναμωτική επενέργειά του.
Θυμάμαι στου χωριού μου
τ’ ακροβράχια,
ξαπόσταινα ώρες εκεί
κι αγνάντευα στο πέλαγός σου
Κρήτη μου αγέρωχο νησί
Εκεί ερχόμουν στο όνειρό μου
κι εκεί ζωντάνευε η ψυχή
και μες στη θλίψη η καρδιά μου,
ξαναγυρνούσε πάλι εκεί,
στην άκρη εκεί μες στα χαράκια,
που ’σχιζε ο αγέρας τη σιωπή. («Το χωριό μου»).
Ο Χρήστος Λιονής στο «Το χωριό» επιχειρεί μια «ονειροδρομία» στο χώρο και στο χρόνο αποτυπώνοντας εικόνες και μνήμες του τόπου.
Δυο σκιές στην ανταύγεια του φωτός
που παιγνιδίζει στα νεόβγαλτα πράσινα φύλλα
του ασβεστολιθικού αμπελιού,
επίγειου μουσείου ψυχών και μνήμης…
Το Χωριό, η επιγραφή τους
στο Μουσείο των κειμηλίων,
επίγεια αντανάκλαση της μνήμης.
Ενώ ο Μανόλης Καλλέργης υμνεί την ατσιπουλιανή καρδιά.
Του μόχθου θυγατέρα
Χαρακιασμένη αρχόντισσα…
των λογισμώ μου σάρκα…
τ’ ονείρου μου η βάρκα
Κωπηλατώ εις τσι φλέβες σου και πλέω στα νερά σου
Ριγώ κι ανακυκλώνομαι στ’ αναστορήματά σου στο ομώνυμο 15σύλλαβο ποίημά του.
Η ποιητική πένα του Αιμίλιου Γάσπαρη στο «Στο χωριό μου» και «Άγιο Πνεύμα» ζωγραφίζει τις γειτονιές και τα τοπία της μνήμης.
Αρχοντικά σφιχτά αγκαλιασμένα
με τα φτωχικά κονάκια…
δρόμοι στενοί, σπίτια αδελφωμένα
πλατείες μια σταλιά…
Ασπάλαθοι ως απάνω ψηλά στον ξερόλοφο.
Κλαδιά γυμνά τείνουν και χειροδικούν στον ουρανό
Μια ήμερη πλαγιά σμίγει με τις ελιές και τις δυο ράχες),
ενώ στο «Εικονοστάσι» αποτυπώνει εκφράσεις του παλαιού ήθους βαθιά εντυπωμένες μέσα του.
Μια μαυροφορεμένη με τόσα χρόνια
Φορτωμένη στους ώμους τις φροντίδες
Με μια μαντίλα στ’ άσπρα μαλλιά
Κάθε βραδάκι άναβε το καντήλι
θύμιαζε για τους καημούς και τα βάσανα
Μια φλόγα να σκορπίζει τη νύχτα
Τους περαστικούς φόβους.
Ο ίδιος ο Γιώργος Φρυγανάκης κλείνει το αφιέρωμά του με μια συγκινητική δέηση «Στην Παναγιά την Ατσιπουλιανή», συναρτώντας την ποιητική προσφορά του προς τη Μάνα των πιστών με τη μνήμη της Ατσιπουλιανής δικής του μάνας.
Κρίνο ευώδες,/Άνθος εύοσμον, /Άνθος Ευαγγελίου,/ Ρόδον Αμάραντον,/ Στάχυ ολόχρυσο Θεϊκό/Άνθος χαράς ακράδαντον /Χρυσοδαφνίτισσα, Χριστοανθή /Μυρτιώτισσα και Καθαριώτισσα /Μαλικαρού και Βάτε φλογοφόρε,/ Μια ανθοδέσμη έφτιαξα για Σένα/ από τον κήπο των προσωνυμίων σου/ με περιτύλιγμα απ’ το αγιόκλημα/ της μάνας μου, που το ποτίζω/ στον κήπο του μυαλού μου, / και την κατέθεσα στο εικόνισμα /της Κοίμησής Σου στην εκκλησία/ της Μεσοχωριάς τ’ Ατσιποπούλου. / Μου το παράγγειλε η μάνα μου/ παραμονή Δεκαπενταύγουστου /με της βελανιδιάς το θρόισμα/που κρέμεται από πάνω της / στο κοιμητήρι του χωριού. Στη Μεγαλόχαρη άμε τη/ τη Μητέρα των όλων !/ μου ψιθύρισε επιτακτικά ).
Συμπεραίνει ο συγγραφέας ότι «Το Ατσιπόπουλο δεν είναι απλώς ένας τόπος, αλλά και ένα υπερτοπικό σύμβολο Αρετής και Ατσιπουλιανός δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός προσδιορισμός αλλά ένα πολυσήμαντο σύμβολο…» και το επικυρώνει με την ακροστιχίδα του, οι χαρακτηρισμοί της οποίας μπορούν να ανιχνευτούν στο νόημα των ανθολογημένων ποιημάτων. Για έναν τόπο που εμπνέει με την ιστορία και την παράδοσή του, που διατηρεί τη συνοχή και το φρόνημά του, που είναι περήφανος για το ξεχωριστό ήθος των ανθρώπων του.