Είναι γνωστός παντού και στα Περιβόλια ακούγεται ο «Βετεράνος».
Ο κ. Γιώργος Κονσολάκης είναι ένας ευχάριστος άνθρωπος, πάντα δραστήριος και διαθέσιμος για κάθε πολιτιστική εκδήλωση. Θα τον δεις να ασχολείται διαρκώς με κάτι, χωρίς να έχει επηρεαστεί από το βάρος του χρόνου στους ώμους του.
Κι όμως ο άνθρωπος αυτός έχει γράψει τη δική του ιστορία και στο πεδίο της τιμής και ως μάχιμος στον πόλεμο της Κορέας. Αν τώρα δεν πήρε ό,τι του άξιζε από την πολιτεία ας όψεται η περηφάνια του και το γεγονός ότι ο ρόλος του Εφιάλτη δεν του ταίριαξε ποτέ.
Γεννήθηκε στα Γουλεδιανά στις 5 Μαρτίου 1931. Γονείς του ο Αδάμ και η Ελένη Κονσολάκη.
Από καιρό ήθελα να τον πείσω για μια αναδρομή στο παρελθόν του. Και μόλις χθες τα κατάφερα.
Κάθισε απέναντί μου με άνεση και μου διηγήθηκε με σκέψη ξεκάθαρη και λόγο που δεν τολμάς να διακόψεις για να μη χάσεις τη γλαφυρότητά του, τον γεμάτο από συγκινήσεις βίο του μέχρι σήμερα.
Εκδίκηση για τους γονείς
«Στα Περβόλια ήρθα έξι μηνών Θα πρέπει να σας πω ότι ανατράφηκα σ’ ένα περιβάλλον που ζούσε για τιμή και αξιοπρέπεια Ο παππούς από τον πατέρα μου ήταν από τ’ Ασκύφου. Οι συνθήκες της εποχής και οι βεντέτες τον υποχρέωσαν να καταφύγει στο Σπήλι, όπου οι Τούρκοι τον έκαψαν ζωντανό με τη γιαγιά μου.
Τον φρικτό θάνατο των γονέων του εκδικήθηκε ο πατέρας μου αργότερα σκοτώνοντας πέντε Τούρκους στου Χαλεβί, όπου του είχαν δώσει κλήρο επειδή ήταν ανάπηρος πολέμου. Είχε τραυματιστεί στη Μικρασιατική εκστρατεία το 1921.
Ήμασταν οκτώ αδέλφια αλλά τέσσερα πέθαναν από πνευμονία στην κατοχή και ένας αδελφός σκοτώθηκε στην Αλβανία.
Πλανόδιος ανθοπώλης
Στη διάρκεια της Κατοχής πουλούσα λουλούδια στους Γερμανούς για να επιβιώσουμε, αλλά δυο φορές την εβδομάδα εκτελούσα το χρέος μου σαν σύνδεσμος στον ΕΛ.ΑΣ. Πήγαινα που λέτε δυο φορές την εβδομάδα στον Γεώργιο Κωνσταντουδάκη, τον επιλεγόμενο Καπνουτζή, έπαιρνα το σημείωμα και το έφερνα στην οργάνωση στο Χαλεβί. Εκεί στο αντάρτικο έμαθα και πολλά τραγούδια».
Και για του λόγου το αληθές ο κ. Γιώργος αρχίζει να μου τραγουδά Δεν είναι από τα πολύ γνωστά αντάρτικα τραγούδια και σκέπτομαι ότι αξίζει να καταγραφούν επειδή είναι κι αυτά μια μορφή αντίστασης του λαού μας ενάντια στον κατακτητή.
Επιστρέφει αμέσως μετά στο θέμα μας, γιατί ζήτησα διευκρινίσεις για τη φωλιά των ανταρτών.
– Στου Χαλεβί, μου απαντά ήταν το αντάρτικο του ΕΛ.ΑΣ, στο Ξηρό Χωριό ήταν το άντρο του ΕΟΡ.
Έκανα που λέτε το σύνδεσμο και πουλούσα λουλούδια. Έτυχε όμως την επομένη της Μάχης των Ποταμών κι όταν μαθεύτηκε το αποτέλεσμα να βρεθώ μπροστά σε έναν έξαλλο γερμανό αξιωματικό που συνήθως μου επέτρεπε να πουλώ τα λουλούδια μου.
Εκείνη τη μέρα όχι μόνο δεν το επέτρεψε, αλλά με μια κλωτσιά με πέταξε έξω. Χτύπησα άσκημα θυμάμαι. Και μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι τον είδα μετά σαν να είχε μετανιώσει, βλέποντας ένα παιδάκι μέσα στα αίματα να προσπαθεί να επανορθώσει.
Έδωσε διαταγή να με πάνε σε ένα πλυσταριό να με πλύνουν και μετά πάλι με δική του διαταγή, μου έδωσαν δυο κονσέρβες ανέγγιχτες και δυο κουραμάνες.
Δεν το πίστευα ότι την είχα γλιτώσει κι έφευγα με φαγητό.
Πρωταθλητής με διακρίσεις
Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκα με τον αθλητισμό. Το 1948 συμμετέχοντας στα Αρκάδια κι έχοντας να αντιμετωπίσω έναν Μάνταλο, ένα Ραγάδο κι ένα Χουσίδη, θρύλους στον αθλητισμό και οι τρεις πρωταθλητές, τερμάτισα τρίτος. Κι ήμουν ο πρώτος Κρητικός με αυτή τη διάκριση στο άθλημα.
Η Βασιλεία Δρακάκη, γενική γραμματέας της Νομαρχίας πλησίασε με τα έπαθλα. Ένα δάφνινο στεφάνι κι ένα κύπελλο. Με στεφάνωσε ο Παύλος ο Βαρδινογιάννης.
Έτρεχα κάθε χρόνο και μάλιστα με διακρίσεις. Το 1999 πήρα μέρος στα Βαρδινογιάννεια. Η κ. Χρυσή με είδε και απόρησε.
–Θα τα καταφέρεις μπάρμπα να τερματίσεις; με ρώτησε.
– Θα δούμε, απάντησα. Και τερμάτισα πράγματι τρέχοντας από την Επισκοπή μέχρι του Γάλλου.
Η ζωή στον Στρατό
– Ας έρθουμε τώρα στις δόξες σας, γιατί έχουμε ακούσει για σας.
– Φαντάρος ήμουν στα τεθωρακισμένα. Είχα διοικητή τον Στυλιανό Πατακό και ανθυπίλαρχο τον Μιχαήλ Σκούληκα, εκλεκτό δάσκαλο από την Κρύα Βρύση.
Και τότε είχα μια επιτυχία στον αθλητισμό. Στο Τατόι γινόταν αγώνας δρόμου με συμμετοχή τριών σωμάτων στρατού. Συμμετείχαν 48 άτομα και από τα τρία σώματα.
Ήρθα πρώτος, με σήκωσαν στα χέρια οι δικοί μου, αλλά το κύπελλο το χάρισα στον διοικητή μου.
-Δεν χωράει στο γυλιό του είπα είναι δικό σας.
Τότε εκείνος μου ζήτησε να βγω στην αναφορά και μου έδωσε δέκα μέρες τιμητική άδεια.
Έτσι κατάφερα να έρθω στην Κρήτη να δω τους δικούς μου που τους είχα λαχταρήσει.
Κορέα ή Μακρόνησο
Αργότερα πήρα μετάθεση για Θεσσαλονίκη στου Βότζη. Ο πατέρας μου είχε εκεί έναν ξάδελφο στρατηγό ονόματι Γαβριλάκη Γεώργιο που εγώ δεν ήξερα.
Μια μέρα εκεί που έκανα φασίνα στο άρμα μου έρχεται ο ανθυπασπιστής και μου λέει να πάω αμέσως στον διοικητή. Εκείνος μόλις παρουσιάστηκα μου είπε γελώντας.
– Βρε μασκαρά γιατί δεν μου είπες ότι έχεις μπάρμπα στην Κορώνη;
Τελικά με αποδέσμευσαν από άλλα καθήκοντα και με πήρε ο διοικητής στο γραφείο του σαν αγγελιαφόρο.
-Στην Κορέα πως βρεθήκατε;
-Κάποια μέρα ήρθε διαταγή να στείλουν στην Κορέα δέκα ελεύθερους σκοπευτές. Εγώ για κακή μου τύχη είχα αρκετές επιτυχίες στην σκοποβολή και είχαν σημειώσει στο μπει μπουκ «ελεύθερος σκοπευτής».
Έτσι ο πρώτος που φώναξε ο διοικητής μου ήμουν εγώ.
-Κονσολάκη ετοιμάσου για την Κορέα, μου είπε.
– Κύριε διοικητά τόλμησα εγώ, έχω αδελφό σκοτωμένο στην Αλβανία. Ξέρετε ότι μπορώ να απαλλαγώ.
Εκείνος όμως δεν χαμπάριαζε από νόμους.
– Αν το θέτεις έτσι Κονσολάκη, θα πρέπει να διαλέξεις, μου είπε κοφτά. Λέγε λοιπόν και γρήγορα Κορέα ή Μακρόνησο.
– Εντάξει Κορέα, είπα.
Έζησε μια κόλαση
Βρέθηκα σε μια κόλαση. Φυλάγαμε σκοπιά για μια ώρα επειδή έκανε πολύ κρύο. Το χειρότερο νούμερο ήταν 12- 1. Μου έπεσε κι αυτός ο κλήρος να φυλάξω σκοπιά δίπλα στο ποτάμι που ήταν πυρομαχικά και καύσιμα.
Συνηθισμένος να δουλεύω στη φύση δεν άργησα να καταλάβω από ένα τσάχαλο ότι θα είχα ανεπιθύμητους επισκέπτες. Πράγματι σε λίγο είδα τους Κορεάτες που επιχειρούσαν αιφνιδιασμό. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο παρά ότι γονατίζω και αρχίζω να βάλω με το πολυβόλο βολή κατά βολή.
Το πρωί εμφανίστηκα στην αναφορά ολοκίτρινος. Τρόμαζες να με βλέπεις. Είχα βγάλει τη «χρυσή». Οι Αμερικάνοι θεωρούσαν πολύ κακή την αρρώστια αυτή.
Θεωρώντας με ξεγραμμένο με έστειλαν μια βδομάδα στη Σεούλ και από εκεί στο Τόκιο. Εκεί ήρθε να με δει ο συνταγματάρχης Παντελής Σαββάκης. Είχαμε μια συγγένεια. Την αδελφή του κ. Σαββάκη είχε παντρευτεί του πατέρα μου ένας αδελφός.
-Και κάποτε επιστρέψατε.
-Ναι γύρισα και άνοιξα τσαγγάρικο στην οδό Βάρδα Καλλέργη. Κάποιο πρωινό με ειδοποίησαν να παρουσιαστώ επειγόντως στην Ασφάλεια.
Πήγα με αγωνία, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που απασχολεί τις αρχές.
Στην αρχή ο διοικητής ήταν όλο «μέλι».
-Είσαι μεγάλος πατριώτης Κονσολάκη, μου είπε. Και τώρα η πατρίδα σου ζητά ένα νέο καθήκον.
-Τι θέλετε από μένα; ρώτησα απορημένος.
-Τίποτα σπουδαίο. Θα γίνεις το μάτι και το αυτί μας στη γειτονιά.
Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου.
-Εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι, του είπα με θυμό. Κάνετε ό,τι νομίζετε. Κι έφυγα.
Μάταια όμως προσπάθησα να βγάλω μια σύνταξη σαν βετεράνος της Κορέας. Με έκοβαν συνέχεια. Αναγκάστηκα να πάω στον Παύλο το Βαρδινογιάννη.
-Ιντα γίνεται του λέω. Με κόβουν συνέχεια. Τι χαρτιά τους πάω, τι βεβαιώσεις αλλά το ίδιο κάνει.
– Ασε και θα δω, μου λέει.
Έτσι έμαθα τους λόγους που μου στέρησε η πολιτεία το δικαίωμα της σύνταξης. Αρνήθηκα να γίνω χαφιές άρα ήμουν αριστερός. Βγάλε άκρη μ’ αυτούς. Τελικά πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ. Δούλευα σε δυο και τρεις δουλειές. Δεν γονάτισα. Δεν ήθελα να τους κάνω το χατίρι.
Αμέτρητα βάσανα
Εδώ σταμάτησε εκείνος να πάρει μιαν ανάσα κι εγώ βρέθηκα στο δίλημμα αν έχω το δικαίωμα να αναφερθώ και στα άλλα χτυπήματα της ζωής που δέχτηκε ο άνθρωπος αυτός κι όμως δεν λύγισε, δεν άφησε τη ζωή να τον πάρει από κάτω. Απέκτησε περιουσίες με τον ιδρώτα του που θυσίαζε σχεδόν αμέσως για να ξεπεράσει προβλήματα. Δέχτηκε κεραυνούς, αντιμετώπισε θύελλες. Πέρασε βάσανα που δεν αντέχει ο κάθε άνθρωπος. Κι όμως δεν έπεσε.
-Από την πολυτάραχη ζωή σας τι θυμάστε με συγκίνηση, ρώτησα.
-Κάποτε εκβράστηκε το πτώμα ενός Ιταλού αιχμαλώτου στην παραλία μας. Πήγα με ένα μαχαίρι να του βγάλω τις μπότες. Το δέρμα εκείνη την εποχή ήταν κάτι πολύτιμο. Με αντιλήφθηκαν Γερμανοί από τρία φυλάκια που ήταν ολόγυρα και άρχισαν να βάλουν εναντίον μου. Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μου, αλλά δεν ήθελα να παραιτηθώ από το σκοπό μου. Έκανα την καρδιά μου πέτρα και σε λίγο τα κατάφερα να ξεφύγω με τα πολύτιμα λάφυρα στο χέρι. Πούλησα τις μπότες σε κάποιον Καπετανάκη από το Ρουσσοσπίτι για δυο οκάδες μιγάδι. Όταν το πήγα στο σπίτι οι γονείς μου με γέμισαν ευχές.
Ζυμώναμε και τρώγαμε για μεγάλο διάστημα. Σώθηκα με τη χάρη του Θεού. Πάντα εκείνος με έσωζε. Εκεί έχω κι εγώ τα θάρρη μου.
Ο κ. Γιώργος Κονσολάκης ακμαιότατος πάντα περνά δημιουργικά τη ζωή του, αφήνοντας πίσω το πένθος και τις αγωνίες του παρελθόντος. Αν δεν βρίσκεται στο ΚΑΠΗ θα είναι στις ασχολίες του. Κι όταν τον βλέπεις να βαδίζει από μακριά τον περνάς για έναν νέο άνθρωπο που τρέχει να προλάβει τις δουλειές του.
Κι είναι νέος ο κ. Κονσολάκης στα 83 χρόνια του. Γιατί με τη δράση και το πείσμα του για ζωή δεν επέτρεψε στο χρόνο μέχρι σήμερα να τον αγγίξει και να του εφαρμόσει τους νόμους της φθοράς. Κι αυτόν ακόμα τον νίκησε ο κ. Γιώργος Κονσολάκης, ο βετεράνος με το όνομα.