Ήταν από τους ήρωες της Κατοχής ο Γιώργος Μελισσουργός. Αρκετές φορές ο αθηναϊκός τύπος ασχολήθηκε με τα κατορθώματά του. Αναφέρεται μάλιστα και ο θάνατός του με πηχυαίο τίτλο «Έσβησε στα 81 του ο σεμνός ήρωας». Εδώ στον τόπο του όμως δεν άκουσα ιδιαίτερες αναφορές. Και ήταν εντελώς τυχαία η ανακάλυψη για τη ζωή και τη δράση του.
Ο αξέχαστος Μάρκος Πολιουδάκης, και ο επίσης αλησμόνητος λόγιος του τόπου μας Αλκιβιάδης Μαυράκης, ασχολήθηκαν με τη θυσία της μητέρας του, θύμα αντιποίνων στα Περιβόλια. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Μικρασιάτης κι αυτός
Ο Γιώργος Μελισσουργός γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1909. Η πατρική περιουσία ήταν στου Άη Γιώργη το τσιφλίκι, 17 χιλιόμετρα από την κοσμοπολίτικη γωνιά της Μικράς Ασίας, κοντά στον Τσεσμέ.
Θα ήταν 13 χρόνων όταν ένας Τούρκος που δούλευε στην περιουσία των Μελισσουργών, προειδοποίησε για τη συμφορά που ερχόταν. Κι ο πατέρας χωρίς να χάσει καιρό, πήρε την οικογένεια κι έσπευσε να φύγει. Μέχρι να φτάσουν στα παράλια είχε αρχίσει η καταστροφή. Κατάφεραν όμως να σωθούν οι περισσότεροι.
Μια τραγωδία στα Περιβόλια
Εδώ στο Ρέθυμνο ο πατέρας Μελισσουργός, στέριωσε στα Περιβόλια κι έγινε σύντομα με τη σκληρή δουλειά του ένας καλός νοικοκύρης.
Ο Γιώργος τέλειωσε το Γυμνάσιο Ρεθύμνου, πέτυχε στη σχολή Υπαξιωματικών και έφυγε για την Αθήνα. Εκεί έζησε και τις συγκλονιστικές στιγμές που θα διηγηθούμε παρακάτω.
Έζησε όμως και η οικογένειά του εδώ στα Περιβόλια μια τραγωδία μαζί με άλλους πατριώτες.
Εκείνο το πρωινό, λίγο πριν φανούν οι αλεξιπτωτιστές ο γέρο Μελισσουργός με την κόρη του Κωνσταντίνα ήταν στο χωράφι. Στο σπίτι είχε μείνει η μάνα να μαγειρέψει. Όταν φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της συμφοράς αλαφιασμένος ο πατέρας έστειλε την κόρη να ειδοποιήσει τη μάνα της να φύγουν. Θα τις περίμενε στο Γιαννούδι όπου θα μπορούσαν να κρυφτούν.
Πρόλαβε όμως η μοίρα να τους χωρίσει. Οι ναζί συνέλαβαν τις δυο γυναίκες. Ήδη στο σπίτι τους είχαν φέρει ομήρους οι κατακτητές και άλλους χωριανούς.
Μια συγκλονιστική μαρτυρία
Μας είχε πει σχετικά ο αυτόπτης μάρτυς κ. Βασίλης Παπαδόπουλος.
«Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι αλεξιπτωτιστές μας πήραν από το σημείο που βρισκόμαστε και μας συγκέντρωσαν μαζί μ’ άλλους χωριανούς στο σπίτι του Μελισσουργού. Εκεί μείναμε δυο μέρες. Μέσα στο σπίτι ήμαστε όλοι ξαπλωμένοι, γιατί έμπαιναν απ’ τα παράθυρα οι σφαίρες και κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα σημάδια απ’ τις σφαίρες στο σπίτι. Έπειτα, μας πήραν οι Γερμανοί και μας πήγαν στο σημείο που υπάρχει σήμερα το μνημείο των πεσόντων. Στο σημείο αυτό είχαν ήδη γίνει δύο εκτελέσεις ανδρών. Μερικά απ’ τα πτώματα των ανδρών τα έκαψαν κι άλλα τα πέταξαν στο πηγάδι. Έπειτα, πήραν την απόφαση να μας πάνε κι εμάς προς την παραλία να μας εκτελέσουν.
– Ακόμα και τα γυναικόπαιδα.
– Ναι. Αυτό κατάλαβαν οι μεγαλύτεροι από μας. Γιατί εμείς ήμασταν παιδιά.
Στη διάρκεια της πορείας, δύο ηλικιωμένοι δυσκολεύονταν να περπατήσουν και τους σκότωσαν επί τόπου. Ήταν ο Πέτρος Παράσχος και η σύζυγός του Άννα Παράσχου. Τότε καταλάβαμε ότι είχε έρθει η ώρα της εκτέλεσης και για εμάς κι ο καθένας αγκάλιασε και φίλησε τους δικούς του».
Τραγωδία στην άμμο
Θυμάμαι την τελευταία φορά που μας αγκάλιασε η μάνα μου και μας φιλούσε κι έλεγε: «Αν σωθεί κανείς να κοιτάξει τα παιδιά». Τότε αρχίσαμε να κλαίμε.
Οι Γερμανοί μας χτυπούσαν και μας κλωτσούσαν, μέχρι να φτάσουμε στην παραλία. Όταν φτάσαμε εκεί έδωσαν εντολή να πέσουμε κάτω. Πέσαμε ο ένας κοντά στον άλλο. Ο πατέρας μου άνοιξε ένα λάκκο στην άμμο, μας έβαλε μέσα και έπεσε κι αυτός σχεδόν πάνω μας. Αυτό πρόλαβε να κάνει. Σε λίγη ώρα οι Γερμανοί έστησαν το πολυβόλο, σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων. Άργησαν όμως να μας πυροβολήσουν. Δεν ξέραμε το λόγο. Πέρασε πάνω από μισή ώρα. Στο τέλος έριξαν μια ριπή και σταμάτησαν. Για εμάς, όμως είχε γίνει το κακό με την πρώτη ριπή. Σκοτώθηκε η μάνα μου, η γιαγιά μου και η θεία μου. Επίσης σκοτώθηκε η Μελισσουργού και τραυματίστηκαν δυο γυναίκες, η Παναγιώτα Δρανδράκη και η Χαρίκλεια Δελή. Τα παιδιά, άρχισαν τότε να κλαίνε. Το ίδιο και οι τραυματίες. Άρχισε να μας κυριεύει ο φόβος, περιμένοντας τη χαριστική βολή. Ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μας!
Καθώς περνούσε η ώρα και οι Γερμανοί δεν είχαν έρθει να μας εκτελέσουν, συνέβη το εξής περιστατικό: Η Δελή είχε τραυματιστεί κρατώντας το μωρό στη «φασκιά» της. Τρεις με τέσσερις σφαίρες πέρασαν απ’ το χέρι της και απ’ τη φασκιά του μωρού τραυματίζοντάς την. Το μωρό δε σκοτώθηκε αλλά έκλαιγε συνέχεια, όπως και τ’ άλλα δύο μεγαλύτερα. Αυτό έκλαιγε περισσότερο. Τότε άρχισαν να φοβούνται οι μεγάλοι, μήπως το ακούσουν οι Γερμανοί κι έρθουν να μας αποτελειώσουν. Της είπαν, λοιπόν, να το ρίξει στη θάλασσα που ήταν δύο μέτρα σε απόσταση από εμάς. Αυτή δέχτηκε, αφού την πίεζαν και την παρακαλούσαν οι μεγάλοι. Τότε άρπαξαν το μωρό απ’ την αγκαλιά της δυο κοπέλες, η Κωνσταντίνα Μελισσουργού και η Αθηνά Δρανδράκη και είπαν: «Αν είναι τυχερό, θα σωθούμε κι εμείς και το παιδί θα σωθεί». Χωρίς την ψυχραιμία των κοριτσιών, το μωρό δε θα είχε σωθεί.
Πέθανε από αιμορραγία
Είχε τραγικό θάνατο η μάνα του Γιώργη. Οι σφαίρες από το απόσπασμα την είχαν τραυματίσει βαριά. Διψούσε και παρακαλούσε την κόρη της την Κωνσταντίνα να της φέρει νερό. Σερνόταν η κοπέλα μέχρι τη θάλασσα έβρεχε την ποδιά της κι έφερνε να περιορίσει κάπως τη δίψα της μάνας. Κοντά στο ξημέρωμα παραδόθηκε του χάρου η μητέρα εξαντλημένη από την αιμορραγία.
Ο Γιώργης έμαθε αργότερα αυτά που συνέβησαν κάτω. Μόνη διέξοδος που του είχε μείνει να πάρει την εκδίκησή του όπως κάθε πατριώτης. Κάνοντας αντίσταση. Ήδη στην Αθήνα ξεκινούσε δειλά δειλά ο αγώνας με την ορμή κάποιων ψυχωμένων πατριωτών.
Ήταν 5 του Οκτώβρη 1941.
Ο Γιώργης Μελισσουργός, υπενωμοτάρχης τότε, ντυμένος με τη στολή του κατηφόριζε την Πατησίων.
Είχε φτάσει έξω από το Ιταλικό στρατόπεδο που βρισκόταν στη Σχολή Χωροφυλακής.
Η καρδιά του ήταν βαριά όπως κάθε φορά που περνούσε από εκεί. Ξαφνικά δυνατές γυναικείες φωνές διαμαρτυρίας τον αιφνιδίασαν που σκέπαζαν βαριά ανδρικά γέλια. Σταμάτησε και κοίταξε γύρω του να δει τι συνέβαινε. Το έλεγε η καρδιά του γιατί σε κείνη την χαλεπή εποχή οι περισσότεροι μόλις έβλεπαν κάτι περίεργο έσπευδαν να εξαφανιστούν για να μην «μπλέξουν».
Δεν άργησε να αντιληφθεί τι συνέβαινε. Λίγο πέρα από την πύλη του στρατοπέδου, δύο Ιταλοί στρατιώτες προσπαθούσαν με το ζόρι να πάρουν μαζί τους δυο νεαρά κορίτσια. Τα χέρια τους σύρονταν με αναίδεια στο κορμί των κοριτσιών που κοιτούσαν ολόγυρα ζητώντας βοήθεια. Ξάφνου αντιλήφθηκαν τον νεαρό χωροφύλακα που είχε στο μεταξύ πλησιάσει.
Το ένα από τα κορίτσια τον κοιτούσε σαν να έβλεπε το Θεό τον ίδιο.
– Σας παρακαλούμε βοηθείστε μας! Φώναξε.
Ο Ιταλός που την κρατούσε θύμωσε και την άρπαξε από το στήθος. Άναψε το πρόσωπο του κοριτσιού από τη ντροπή χωρίς να σταματήσει να φωνάζει.
– Γιατί το κάνετε αυτό; ρώτησε τους Ιταλούς ο Μελισσουργός. Θα θέλατε να κάναμε το ίδιο στις αδελφές σας αν ήμασταν στον τόπο σας.
Άστραψε και βρόντησε ο ένας από τους Ιταλούς. Ενώ ο Μελισσουργός πήδηξε κοντά τους, τον άρπαξε από το χέρι και προσπαθούσε να το λυγίσει ανάποδα. Κάποιοι άλλοι καραμπινιέροι έτρεξαν να βοηθήσουν για τη σύλληψη του «θρασύτατου» Έλληνα.
Τότε ο Γιώργος χωρίς να διστάσει καθόλου τράβηξε το υπηρεσιακό του περίστροφο και πυροβόλησε εξ επαφής τον Ιταλό που τον κρατούσε. Εκείνος σωριάστηκε στα πόδια του νεκρός. Ο Γιώργος τράβηξε και πάλι τη σκανδάλη σκοτώνοντας και τον άλλο.
Αμέσως σαν να τους είχαν προστάξει αόρατες δυνάμεις οι Ιταλοί στρατιώτες άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι. Ο Μελισσουργός έριξε άλλες τέσσερις σφαίρες σημαδεύοντας τρεις στρατιώτες που έφευγαν μαζί. Ο ένας έπεσε σφαδάζοντας στον δρόμο κρατώντας το γόνατό του.
Ο Γιώργος πάτησε πάλι τη σκανδάλη, αλλά το ξερό κλικ που άκουσε και η αίσθηση ότι δεν είχε άλλες σφαίρες σαν να τον ξύπνησε από λήθαργο.
Άρχισε να τρέχει και ήταν καιρός γιατί από το στρατόπεδο έβγαιναν πάνοπλοι Ιταλοί που έριχναν στο «ψαχνό». Οι σφαίρες σφύριζαν δαιμονικά γύρω του. Έστριψε σ’ ένα στενό κι έτρεχε ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια. Κάποιο περαστικό γερμανικό αυτοκίνητο σταμάτησε στο στενό. Ο Ρεθεμνιώτης ήρωας άκουσε ριπές. Πέτρες τινάζονταν και γίνονταν κομμάτια μπροστά στα πόδια του.
Σώθηκε από θαύμα
Και τότε ο Γιώργος άρχισε να προσεύχεται με θέρμη.
– Παναγία μου κάνε να σκοτωθώ. Ας μην πέσω στα χέρια τους. Ποιος ξέρει τι με περιμένει. Παναγία μου βοήθησε με.
Χτύπησε από ένστικτο μια πόρτα που βρήκε μπροστά του. Η πόρτα άνοιξε αμέσως και χέρια τον τράβηξαν μέσα.
Ο νοικοκύρης ονόματι Καλός, όνομα και πράγμα, χωρίς να καθυστερήσει σε άσκοπες κουβέντες έφερε αμέσως ρούχα.
– Πήγαινε ν’ αλλάξεις, του είπε. Γρήγορα μην καθυστερείς. Ακούς τι γίνεται έξω;
Ο Μελισσουργός πήρε τα ρούχα και εκεί που κρατούσε το πηλίκιο πρόσεξε μια τρύπα από σφαίρα. Η Παναγία τον έσωζε από βέβαιο θάνατο για δεύτερη φορά.
Μόλις άλλαξε πήρε ο Καλός τα ρούχα του και τα εξαφάνισε. Τότε πρόσεξε ο Γιώργος δυο κοπέλες στο σπίτι. Ήταν οι κόρες του Καλού.
– Για δύο κοπέλες που κινδύνευαν το έκανα απολογήθηκε στον σωτήρα του.
– Άφησε για αργότερα τις διηγήσεις τον έκοψε εκείνος.
Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο τον έκρυψε στην καπνοδόχο. Ο Μελισσουργός έμεινε στην κρυψώνα του αυτή για δυο μέρες.
Στο μεταξύ ο Καλός ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό γιατί οι Ιταλοί είχαν επικηρύξει τον νεαρό που έκρυβε με το ποσόν των 500.000 δρχ.
Καθημερινά οι κατακτητές αλώνιζαν το στενό αποφασισμένοι να βρουν το δραπέτη που είχε σκοτώσει δυο από αυτούς και είχε τραυματίσει έναν τρίτο.
Ο Δαμασκηνός ειδοποίησε τον Τσιγάντε κι εκείνος φρόντισε να φύγει ο Μελισσουργός για τη Μέση Ανατολή.
Με οικογένεια
Εκεί έμεινε μέχρι την απελευθέρωση και μετά επέστρεψε στην Αθήνα στην υπηρεσία του. Η γνωριμία του με την Ερατώ. Κάπου από την Αίγινα ήταν καθοριστική για τη ζωή του. Παντρεύτηκαν κι ήταν ευτυχισμένοι.
Η Ερατώ όμως συχνά χτυποκαρδούσε εξ αιτίας της αθυροστομίας του συζύγου της που δεν χάριζε στους βασιλικούς, καθώς ήταν Βενιζελικός μέχρι το μεδούλι.
Κι είχε κάθε λόγο η καημένη να ανησυχεί, καθώς ήταν βαφτιστήρα γνωστής κυρίας των τιμών στο Παλάτι.
Για την αφοσίωσή του στο κόμμα των Φιλελευθέρων μας διηγείται ο ανιψιός του γνωστός επιχειρηματίας του Ρεθύμνου κ. Γιάννης Μελισσουργός.
«Πηγαίναμε με τον θείο στην Αίγινα στο σπίτι του, όπως γινόταν συχνά. Μικρό παιδί εγώ περίμενα να φτάσουμε καθισμένος στο κέντρο του καραβιού που είχε επιλέξει ο θείος. Εκείνος έπινε τον καφέ του κι εγώ απολάμβανα το μπισκότο μου.
Κάποια στιγμή τον πρόσεξε συνάδελφός του που καθόταν σε πιο αναπαυτική θέση δεξιά μας και τον κάλεσε να πάει κοντά.
«Όχι να σε χαρώ του φώναξε ο Μελισσουργός. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Εδώ στο Κέντρο».
Η μεγαλύτερη χαρά του μεγάλου πατριώτη ήταν η τοποθέτησή του στην Τήνο για επτά χρόνια. Ήταν γι’ αυτόν δώρο Θεού να υπηρετήσει στο νησί της Παναγίας.
Ο Γιώργος Μελισσουργός δεν αξιώθηκε να αποκτήσει παιδιά. Έδωσε την αγάπη του στ’ ανίψια του.
Σε βαθιά γεράματα κατάλαβε το θάνατο να πλησιάζει. Τον παίδεψε κανένα μήνα πριν του παραδοθεί τον Ιανουάριο του 1990.
Ολόκληρη η Αίγινα τον έκλαψε. Ήταν αγαπητός σε όλους.
Ο ίδιος ποτέ δεν αναφερόταν στην εθνική του δράση. Είχε κάνει το καθήκον του. Και του ήταν αρκετό.
ΠΗΓΕΣ:
Γ. Μαρμαρίδης: «Έσβησε στα 81 του ο σεμνός ήρωας».
Εύας Λαδιά: «Παιδιά στο απόσπασμα στη Μάχη της Κρήτης» -Μαρτυρία Βασίλη Παπαδόπουλου.
Αρχείο Γιάννη Μελισσουργού.