Από την αρχή, κιόλας, της δημοσίευσής τους (1912)- τώρα και τέσσερα χρόνια – παρακολουθώ ανελλιπώς και με εξαιρετικό ενδιαφέρον τις υπό τον γενικό τίτλο «Αντιποιητικά» (τίτλος με κάποια, ίσως, αυτοκριτική διάθεση) ποιητικές δημιουργίες του φίλου και συναδέλφου Γιώργου Δημ. Φρυγανάκη, που παρουσιάζει τακτικά (ανά εβδομάδα), από τη μόνιμη στήλη του στην έγκριτη τοπική εφημερίδα «Ρέθεμνος», έχοντας, μέχρι σήμερα, δημοσιεύσει περί τις εκατό πενήντα (150) ποιητικές δημιουργίες, που στοιχειοθετούν ένα συναρπαστικό ημερολόγιο της καθημερινής πραγματικότητας.
Πρόκειται για εύστοχα έμμετρα πολιτικής και κοινωνικής σάτιρας, με έντονο το στοιχείο της κριτικής (συχνά δε και της αυτοκριτικής) και φανερή φιλοσοφική διάθεση. Ο Ποιητής νοιάζεται εξαιρετικά για τα καθημερινά, ελάσσονα και μείζονα, προβλήματα τοπικού, εθνικού και παγκόσμιου ενδιαφέροντος και το θεωρεί ως αυτονόητο καθήκον του να παίρνει στοχαστικά και μαχητικά δημόσια και υπεύθυνη θέση, κρίνοντας και σημασιολογώντας με άγρυπνη συνείδηση πρόσωπα και πράγματα και χαράσσοντας με υψηλό και γόνιμο φρόνημα τον δρόμο, έχοντας, πάντα, ως σταθερή και αδιασάλευτη αρχή η ποίησή του να καθίσταται πρόμαχος και προασπιστής των δικαιωμάτων τού ανθρώπου.
Τα θέματά του ο ποιητής τα αντλεί από την ελληνική και διεθνή επικαιρότητα και τα αξιοποιεί με ξεχωριστή μαεστρία και ‘πιδεξιοσύνη, με στοιχεία που δανείζεται από τα αποθεματικά μιας εξαιρετικά πλούσιας και λιπαράς γενικής παιδείας και κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής εμπειρίας και ευαισθησίας, που, ευστόχως, εξακτινώνεται μέχρι τα βάθη της παγκόσμιας και ιδιαίτερα της ελληνικής διανόησης, χρησιμοποιώντας επιτυχώς άλλοτε τα δεκανίκια της ιστορίας και της μυθολογίας και άλλοτε της θεολογίας, της φιλοσοφίας και της φιλολογίας. Είναι γεγονός ότι όποιος διαθέτει υψηλή ποιητική αισθητική και συγκίνηση, χωρίς, όμως, διανοητικότητα, δεν φθάνει ποτέ ως την πλήρη έκφραση, τουλάχιστον στην έκφραση που έχει αντικειμενική υπόσταση και που είναι, γι’ αυτό, και μεταδοτή στους άλλους. Και ναι μεν η ποίηση στηρίζεται κατ’ εξοχήν πάνω στη συγκίνηση και το συναίσθημα, όμως πρέπει πάντα ο ποιητής να διαθέτει και ένα ποσοστό διανοητικότητας. Και αυτό το επιτυγχάνει, πιστεύω, σε υψηλό βαθμό η ποίηση του φίλου Γ. Φρυγανάκη.
Έτσι, στο σημείο αυτό, όλως ενδεικτικά και προς επίρρωση των ανωτέρω, προχωρώ σε μια σύντομη και εντελώς πρόχειρη ανάλυση ορισμένων ποιημάτων του- που συμβαίνει, τη στιγμή αυτή, να έχω στα χέρια μου και ιδιαίτερα με εντυπωσίασαν- με παράλληλη παράθεση κάποιων χαρακτηριστικών τους αποσπασμάτων. Το γενικότερο του Ποιητή πνεύμα που διέπει τα «Αντιποιητικά» θεωρώ ότι εκφράζεται, κυρίως, στο έντονα «προς γραφήν» «προτρεπτικό» ποίημά του, με τον μονολεκτικό τίτλο: «Γράφε!» (Γράφε! Να γίνεται η πένα σου πυρσός του Προμηθέα), όπου ο Ποιητής αναγνωρίζει την ηθική δύναμη του λόγου να διορθώνει «δίκην δημοσίου κατηγόρου» κάθε κατάχρηση και αναίδεια του ανθρώπου, ενώ, παραπληρωματικά, στην ίδια, ακριβώς, γραμμή και στο ίδιο πνεύμα ανώτερου ήθους και χρηστότητας κινούνται και τα ποιήματά του «Χαρά στις πένες» (Χαρά στις Πένες που ποτέ τους δεν βουτούν στου γυμνοσάλιαγκα το σάλιο!…. Που δεν «αλληθωρίζουν την ώρα που λιθοβολείται η αλήθεια!) και «Σάτιρα», με αφορμή, αυτό το τελευταίο, το τότε μακελειό στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού του Παρισιού «Σαρλί Εμπντό» και αναφέρεται, γελοιοποιεί και καυτηριάζει τον ακραίο φονταμενταλισμό (Σάτιρα εσύ ‘σαι περιττή μόνο εκεί που οι εξουσίες γελοιοποιούνται από μόνες τους).
Ο Ποιητής, περαιτέρω, με τα ποιήματά του «Σαλαμίνα» και «Σμύρνη ου- τοπική»- βαθιά ιστορικά και τα δύο- μάχεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στο ανθρώπινο και το ζωώδες, στο «ευ ζην» και το απλώς «ζην», αλλά και για τις μνήμες που αντιστέκονται ακόμα όσο κι αν κάποιοι, κατά καιρούς, βάλθηκαν να τις θάψουν και εξαφανίσουν «με αμέτρητους τόνους μπετόν». Με το «Σισύφειο χρέος», σε καθαρά μυθολογική βάση, με έντονο συμβολισμό, θαυμάσια λεξιπλαστική δύναμη και ένα εντυπωσιακό παιγνίδισμα με τις λέξεις (θεογκρούπ, αρχιθεός, Σισυφ- έξιτ, Σι- συ- φως), ο Ποιητής μελετά και σατιρίζει το ελληνικό χρέος και το στεντόρειο «Όχι» των Ελλήνων στη μωρία της απαίτησης μιας όλο και μεγαλύτερης λιτότητας. Στη «Χαμένη Ιερουσαλήμ», και πάλι αναφερόμενο στην οικονομική κρίση, ο Ποιητής αναδεικνύει το θέμα του με πλούσια θεολογικά (από τον Π. Διαθήκη) στοιχεία (Ψαλμ. 136) (Μάταια οι Ιωνάδες κήρυτταν μετάνοια για να σωθούν οι Νινευές! Μάταια οι Μωυσήδες ύψωναν τις πλάκες με τις δέκα εντολές) και καθίσταται καυστικός κριτής έναντι της σύγχρονης «Βαβυλώνιας τού ανθρώπου αιχμαλωσίας» και ειδωλολατρικής του προσκόλλησης στον πολιτισμό της ευμάρειας και της άκριτης «τοξικομανικής» κατανάλωσης, ενώ, τέλος, με τον «Φάρο» του αναφέρεται στην ιστορία του ρεθεμνιώτικου μνημείου (Πέτρινε κούρε, σήμα κατατεθέν της Πόλης των Γραμμάτων), χρησιμοποιώντας, εκ παραλλήλου, έντονους του φωτός συμβολισμούς (η δημοσίευσή του, εξάλλου, έγινε με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας των Εκπαιδευτικών) και με το «Επιτύμβια για τον Βαγγέλη» (Γιακουμάκη)- ένα βαθιά τρυφερό και αυθεντικό μοιρολόγισμα με υψηλούς αλληγορικούς προσδιορισμούς (Ήλιε μου, γιατί βιάστηκες να δύσεις, πριν φτάσεις καν μεσόστρατα; Ανθέ μου, γιατί βιάστηκες να πέσεις πριν καρπίσεις; Σελήνη μου, τι βιάστηκες και βγήκες στο Σελλί;) – ο Ποιητής προχωρεί σε βαθιές και καυτές κοινωνικές τομές και παρατηρήσεις στο θέμα της ενδοσχολικής βίας (bullying), χρησιμοποιώντας, προς τούτο, θαυμάσιες αντιθέσεις (Το «ανοιχτό» σου χέρι μια μούντζα στον «πολιτισμό» των απολίτιστων, στον «ανδρισμό» των άνανδρων και στους … πυγμαίους τού δικαίου της πυγμής»!).
Στην ποίηση τού Γ. Φρυγανάκη μπορούμε να θαυμάσουμε την εξαιρετική, αφενός, ποικιλότητα και το εκπληκτικό δημιουργικό δαιμόνιο του ποιητή και, αφετέρου, τη σπουδαία γλωσσοπλαστική και συνθετική δύναμη, τον καυστικό και τσεκουράτο λόγο, το ανεξάντλητο και πηγαίο χιούμορ, γενικά την απλότητα της ευμορφίας. Ο Ποιητής, κινούμενος μέσα στη χάρη ενός έντονα προσωπικού ύφους, κλιμακωτά και με όπλα του την καθαρότητα της γλώσσας, τη θαυμαστή δομική (θα την έλεγα σχηματική) συμμετρία, τη μουσικότητα και λυρική αρτιότητα, την υποβλητική δύναμη των εικόνων και, κυρίως, την πρωτοτυπία των θεμάτων, κατορθώνει να αισθητοποιήσει και εκφράσει τις σκέψεις του, αναγνωρίζοντας και εντοπίζοντας, ο καθένας, εύκολα στην ποίησή του σημάδια κάθε εποχής. Ο Ποιητής μπαίνει στα βαθιά της πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς, προκειμένου να αποκόψει το σάπιο και να απλώσει το χέρι γεμάτο ελπίδα και αισιοδοξία, αφού πρώτα γκρεμίσει τον κόσμο της παρακμής και της ασυδοσίας, τον κόσμο που έχει καταντήσει αγιάτρευτα άρρωστος και μολυσματικός, από «τα έλκη τού πολιτισμού… τα χάλια κάτω απ’ τα χαλιά, τα πρόσωπα κάτω απ’ τα προσωπεία, τις σάπιες ρίζες κάθε κόσμου κάκοσμου». Οι υψηλές του ιδέες (αγάπη για την πατρίδα, ειρήνη, ανεξαρτησία, ελευθερία, ηθική, ισότητα, χρηστότητα, εντιμότητα) διασώζουν ακέραιη την προσήλωση τού αναγνώστη στην ουσία, επιδικάζοντάς του συνάμα τον τίτλο τού δόκιμου σατιρικού ποιητή.
Με όλα τα παραπάνω, η ποίηση τού Γιώργου Φρυγανάκη, σαφώς διασφαλίζει μέσα της, πέραν από το επικαιρικό- συγχρονικό και το διαχρονικό στοιχείο. Τα θέματά της διαχρονικά βρίσκονται στην επικαιρότητα και αφορούν και προβληματίζουν τον άνθρωπο της κάθε εποχής. Και είναι αυτή η διαχρονικότητα, που καθιστά, θεωρούμε, απόλυτα θεμιτή και αναγκαία μια μελλοντική δημοσίευσή των ποιημάτων του αυτών σε ένα βιβλίο αφιερωμένο στο τραγούδισμα και στον έλεγχο της ιστορικής πορείας και παρουσίας του ανθρώπου στην ελληνική κοινωνία, στον κόσμο και στον πολιτισμό.