Ένα βιβλίο που προσπαθεί να ρίξει άπλετο φως στα πικραμένα βάθη της Φαλκονέρας κυκλοφορήθηκε πρόσφατα, πενήντα, περίπου, χρόνια (8- 12- 1966) από τη μεγάλη εκείνη ναυτική τραγωδία που συγκλόνισε το πανελλήνιο και ιδιαίτερα τον γενναιόψυχο λαό της Κρήτης. Ο λόγος για το βιβλίο «Το ναυάγιο της Φαλκονέρας «Hράκλειον», όπως επιγράφεται ο 1ος τόμος τού νέου πονήματος του Ρεθυμνιώτη δικηγόρου κ. Γιώργου Εμμ. Τρανταλίδη, που αφιερώνεται στα θύματα του ναυαγίου ως ένα λιτό και απέριττο μνημόσυνο.
Ο κ. Γ. Τρανταλίδης είναι ένας πολυτάλαντος δικηγόρος με εξαιρετικές σπουδές στην Αθήνα και το Λονδίνο, όπου και εργάστηκε για ένα διάστημα ως δικηγόρος. Στο διάστημα αυτό συνέστησε και διηύθυνε την πρώτη ελληνόφωνη χορωδία στον Καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας, ενώ και τώρα, στην Αθήνα, έχει ιδρύσει τον Σύλλογο Φίλων Κλασσικής Μουσικής και Όπερας. Τις βάσεις αυτές της ενασχόλησής του με τη σοβαρή μουσική τις κρατάει, τολμώ να πω, από εδώ, από το Ρέθυμνο, που τον θυμάμαι ως μαθητή γυμνασίου με πόσο ζήλο συμμετείχε στη χορωδία του Καθεδρικού μας Ναού υπό τον αείμνηστο Καλοπαιδάκη, της οποίας, λόγω της εξαίρετης, όλο μέταλλο φωνής του, αποτελούσε πολύτιμο και βασικό μέλος. Ως δικηγόρος, σήμερα, δραστηριοποιείται στον Πειραιά, ασχολούμενος κυρίως περί το ναυτικό δίκαιο.
Γιος του παλαιού Ρεθυμνιώτη δασκάλου Εμμανουήλ Τρανταλίδη, από τον Αϊ- Γιάννη τον Καμένο, είναι πολύ γνωστός και στην πόλη μας τόσο από προηγούμενα βιβλία του [Νομικά Περίεργα απ’ όλο τον κόσμο (2005), τόμ. 1, σελ. 495 και Νομικόν Εγκόλπιον (2010), σελ. 215], όσο και από την τακτική και, θα την έλεγα, «χτυπητή» παρουσία του στις τοπικές μας εφημερίδες με τα καυστικά εκείνα «σημειωματάκια» του, με τα οποία επιχειρεί να ευαισθητοποιήσει και να ξυπνήσει συνειδήσεις, θέτοντας μονίμως υπό έλεγχο όλα τα κακώς κείμενα της Πολιτείας και των πολιτικών, αλλά και άλλα καίρια κοινωνικά θέματα που εναγώνια ζητούν απαντήσεις (όπως, φυσικά, και το παρόν).
Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, του δικαιοκρίτου οφθαλμού του εν λόγω εκλεκτού φίλου και λόγιου δικηγόρου- και, μάλιστα, και ως ασχολουμένου περί το ναυτικό δίκαιο- να διαλάθει το γεγονός της «αφάνειας» και αποτελμάτωσης στην οποία τόσα χρόνια τώρα έχει περιέλθει η απίστευτη εκείνη ναυτική τραγωδία στη Φαλκονέρα, που στοίχισε τη ζωή 241 ανθρώπων (όπως, αρχικά, την εποχή εκείνη (1966), πιστευόταν), ενώ, τελικά, και μετά από ενδελεχείς έρευνες τού κ. Τρανταλίδη, διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός των πνιγέντων ανερχόταν πολύ πιο πάνω, στους 278 (37 παραπάνω!), και στην πλειονότητά τους, βέβαια, ήταν Κρητικοί.
Αφορμή, περαιτέρω, για τη συγγραφή του παρουσιαζόμενου βιβλίου, υπήρξε τόσο η ρεθυμνιώτικη του εκλεκτού φίλου συγγραφέα καταγωγή, όσο και η βαθιά ενσυναίσθησή του και συνειδητοποίηση της ανεκτίμητης αξίας της ζωής του ανθρώπου, πράγμα, αυτό το τελευταίο, που γίνεται- για μένα, τουλάχιστον- άμεσα αντιληπτό από τα όμορφα λόγια του στην αφιέρωσή του στην πρώτη- πρώτη, κιόλας, σελίδα του βιβλίου, όπου μου γράφει χαρακτηριστικά: «Φίλτατε Κωστή, Σου στέλνω ένα μικρό πόνημα που αφορά στις ευαίσθητες και εμμέριμνες συνειδήσεις, που ξέρουν να προασπίζονται το ανεκτίμητο δώρο της ανθρώπινης ζωής».
Πενήντα, τόσα, χρόνια μέχρι σήμερα, για τον έλληνα αυτόν «Τιτανικό»- που συγκλόνισε το πανελλήνιο και ιδιαίτερα τον βαθιά ψυχωμένο κρητικό λαό- και δεν έχει γραφτεί ούτε ένα βιβλίο, έστω από κάποιον από τους 96 δικηγόρους που παραστάθηκαν στην πολύκροτη εκείνη δίκη του «Ηρακλείου». Αυτό, λοιπόν, το πράγμα το τόλμησε σήμερα ο εκλεκτός φίλος δικηγόρος Γιώργος Τρανταλίδης- παρότι, ως συνομήλικός μου, τον καιρό εκείνο του φοβερού ναυαγίου, ήταν ακόμα παιδί. Το τόλμησε, όμως, γιατί, ακριβώς, το θεώρησε τεράστια, αφενός, παράλειψη ευθύνης, αλλά, αφετέρου, και γιατί ήθελε- όπως χαρακτηριστικά και ό ίδιος σημειώνει- η ευαίσθητη ψυχή του να «ανακαλέσει» στη μνήμη μας και να «τιμήσει» όλους αυτούς που τόσο άδικα έφυγαν από κοντά μας και χάθηκαν μέσα στα μαύρα και σκοτεινά βάθη του Αιγαίου, έχοντας υπόψη του τον κρητικό λόγο ότι: «ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μέχρι να ζει στη σκέψη μας και την καρδιά μας». Γιατί η μνήμη και η καρδιά είναι που σε βοηθούν να ανασταίνεις και να βλέπεις τον άλλο μπροστά σου ολοζώντανο, σε αντίθεση με την αέναη ροή τού πανδαμάτορα χρόνου, σαν αναψηλαφείς με αγάπη και παρακολουθείς και επανεξετάζεις από κοντά τις σκέψεις του στο πολυσέλιδο Ημερολόγιο της ζωής του.
Της συγγραφής του εν λόγω βιβλίου- του οποίου θα ακολουθήσει και β’ τόμος, που θα θίγει τη νομική πτυχή του ζητήματος- προηγήθηκε πολύχρονη και βασανιστική από τον συγγραφέα έρευνα και ανίχνευση στα αρχεία και τις εφημερίδες της εποχής, ώστε να μην παραλείψει τίποτε το ουσιώδες και αυθεντικά έγκυρο, εξακριβωμένο και αντικειμενικό από τα γεγονότα των ημερών εκείνων και με τον τρόπον αυτόν να αναστήσει και συντηρήσει μνήμες χρήσιμες τόσο για τις ψυχές των συμπατριωτών μας που τόσο ξαφνικά και άδικα χάθηκαν την παγερή εκείνη νύχτα, όσο και για λόγους μελλοντικής «πρόληψης» και περιορισμού- αν όχι πλήρους εξαφάνισης- παρόμοιων γεγονότων από τον χάρτη της ελληνικής ναυσιπλοΐας. Ο υγρός τάφος τόσων ανθρώπινων ψυχών αποτελεί, έκτοτε, μόνιμη υπόμνηση και ένα σταθερό «σήμα κινδύνου» για όλο τον κόσμο που συνεχίζει σήμερα να ταξιδεύει ανά τις πλούσια εκτεταμένες ελληνικές θάλασσες, ώστε να μην εθελοτυφλούμε προ των κινδύνων και να μην παραμένουμε οικτρά αδιάφοροι και θανάσιμα απληροφόρητοι έναντι αυτών. Γιατί, δυστυχώς, η σκληρή (σύγχρονη) πραγματικότητα αποδεικνύει ότι το οδυνηρό τίμημα των 278 πνιγέντων του «Ηράκλειον» δεν αποτέλεσε την αρχή του τέλους των ακτοπλοϊκών τραγωδιών, αφού- όπως εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας- και κατά το έτος 2000 είχαμε και άλλη ναυτική τραγωδία, του «Εxpress Σαμίνα», με 81 νεκρούς!
Οι τραγωδίες αυτές, κανονικά, θα πρέπει να καταγράφονται για να τις θυμόμαστε και να γίνονται μαθήματα για όλους μας και μάλιστα για την Πολιτεία, τους εφοπλιστές και τους ναυτικούς. Τότε μόνον και εφόσον σε πράγματα τόσο σοβαρά και σπουδαία δεν παρεμβαίνει, ως συμβαίνει, συνήθως, η «λήθη» και το συμφέρον για να τα σκεπάσει ή καλύτερα να τα «κουκουλώσει» με την αχλή της, τότε, λέγω, και μόνον τότε ο συγγραφέας-ερευνητής της πολύκροτης εκείνης δίκης του επιβατηγού/οχηματαγωγού «Ηράκλειον» θα νιώσει μέσα του δικαιωμένος και το παρουσιαζόμενο απόψε πόνημά του θα έχει πλήρως εκπληρώσει τον προορισμό του!
Από τη μελέτη, περαιτέρω, του παρουσιαζόμενου βιβλίου τού κ. Γιώργου Τρανταλίδη, προκύπτει τόπος κοινός, μέσω της αφήγησης των επιζησάντων και των συγγενών των θυμάτων, των συγκλονιστικών καταθέσεων των μαρτύρων στο ακροατήριο, αλλά και της αγόρευσης των συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής, ότι σαφώς:
1. Το πλοίο από τη μετασκευή του, ήδη, παρουσίαζε πολλά, γνωστά στους ειδήμονες της εποχής, προβλήματα.
2. Τα λιμενικά όργανα εθελοτυφλούσαν στη, συχνά, παράνομη υπερφόρτωσή του σε οχήματα και επιβάτες.
3. Το μοιραίο ψυγείο, και η απερίσκεπτη και βιαστική- λόγω της καθυστερημένης προσέλευσής του- τοποθέτησή του στο γκαράζ τού πλοίου, διαδραμάτισε, φαίνεται, αποφασιστικό ρόλο στην πρόκληση τού ναυαγίου.
4. Δεν ακολούθησε, δυστυχώς, κατά το ναυάγιο, καμιά ενημέρωση των επιβατών από το πλήρωμα του πλοίου, αλλά αφέθησαν όλοι στην τύχη τους.
5. Υπήρξε δραματική καθυστέρηση ανάληψης μέτρων και κακή εκτίμηση της όλης κατάστασης του πλοίου από τον πλοίαρχο και τα μέλη τού πληρώματος, ενώ και στην πλοιοκτήτρια εταιρεία καταλογίζονται απ’ όλους τεράστιες ευθύνες.
Μέσα από το βιβλίο, περαιτέρω, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας οι συγκλονιστικές στιγμές τού ναυαγίου . παιδάκια (δύο περιπτώσεις) που με την αγνή διαίσθηση της ψυχής τους διέγνωσαν (;), φαίνεται, τον κίνδυνο και δεν ήθελαν να ταξιδέψουν με το μοιραίο εκείνο καράβι «φέρετρο», αλλά και άλλα παιδιά και νέους- άντρες και γυναίκες- να τους «ρουφά» κυριολεκτικά το κύμα και από τη μια στιγμή στην άλλη να ρίχνονται σε μιαν απεγνωσμένη και απέλπιδα πάλη με τη μανιασμένη θάλασσα της Φαλκονέρας.
Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς με αφορμή το τρομακτικό αυτό ναυάγιο, που έχει ματώσει βαθιά, τόσο βαθιά, την ψυχή και τη μνήμη όλων μας. Θα προτιμούσα, όμως, να κλείσω την κατάθεσή μου αυτή, με αφορμή το βιβλίο του αγαπητού μου Γιώργου, με τα συγκλονιστικά λόγια ενός τραγικού πατέρα, του Κρητικού Γεωργίου Τσιμπουκάκη, που στο φοβερό εκείνο ναυάγιο έχασε και τα δυο του παιδιά, δύο παιδιά (!), φοιτητές και τα δύο στην Αθήνα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Πλησιάζει, λοιπόν, τον πρόεδρο του Δικαστηρίου με την λεβέντικη κρητική φορεσιά του- τα στιβάνια και το μαύρο πουκάμισο- και, στην ερώτηση του Προέδρου που ακολουθεί: «τι έχεις, κύριε, να μας καταθέσεις για τη συμφορά που σε βρήκε», εκείνος του απαντά αγέρωχα, «ντρέτα», με την ωραία εκείνη και όλως αυθεντική κρητική λαλιά του: «Ήντα να πω ορέ! Δεν έχω να σας πω τίποτα, γιατί εγώ δεν είμαι του κόσμου σας! Εμένα δε με νοιάζουν οι αιτίες. Εγώ τις ψυχές των παιδιών μου σκέφτομαι! Εγώ μιλάω με το Θεό και για τα παιδιά μου παρακαλώ»! Αφοπλιστική απάντηση (!) που εκπροσωπεί, θεωρώ, τα «πιστεύω» και τον αδάμαστο πόνο που δοκίμασε από την τραγωδία αυτήν σύμπας ο κρητικός λαός.
Στο τέλος του παρουσιαζομένου βιβλίου παρατίθενται πίνακες όλων των πνιγέντων και διασωθέντων επιβατών, καθώς και των μελών του πληρώματος και τρία ωραία χρονογραφήματα της εποχής, το ένα του Δημ. Ψαθά και τα άλλα δύο από την ανεπανάληπτη πένα τού αξέχαστου δημοσιογράφου- χρονογράφου και συγγραφέα Παύλου Παλαιολόγου. Από αυτόν τον τελευταίο, τον Παύλο Παλαιολόγο, στο ακροτελεύτιο αυτό σημείο της ομιλίας μου, δανείζομαι στην αγάπη σας μιαν όλως χαρακτηριστική αποστροφή, στην οποία και σημειώνει τα εξής: «Αν, τουλάχιστον, γινόταν καθαρή δουλειά!… Αλλά αντίθετα, πλοία ακατάλληλα ναυπηγημένα για άλλους σκοπούς μετασκευάζονται σε οχηματαγωγά και όποιον πάρει ο Χάρος. Και, ακόμα, πόσα τάχατες από τα επιβατηγά χρησιμοποιούνται για τον αρχικό προορισμό τους; Ποταμόπλοια, λιμενόπλοια (sic), πλεούμενα που ο νόμος τα έχει αποστρατεύσει στις χώρες τους, θεωρώντας τα σιδερικά για διάλυση, τα ανασύρουμε από το καλάθι των αχρήστων και τ’ αμολάμε να λαχανιάζουν στις ελληνικές θάλασσες, σαν τάχατες η Μεσόγειος να είναι καμιά ακύμαντη δεξαμενή τού Εθνικού μας Κήπου»!
Αγαπητοί μου, το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε καταγράφει μια δίκη που συγκλόνισε το πανελλήνιο, μια δίκη που έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της ασφάλειας, σε κάθε εποχή, των θαλασσίων, και όχι μόνο, μεταφορών, κάτι που, όπως εξάγεται από τα γραφόμενα και τις μαρτυρικές καταθέσεις, εξαρτάται άμεσα από την ευσυνειδησία των ανθρώπων, πολιτικών και όχι μόνο προσώπων, που είναι, εκάστοτε, υπεύθυνοι και επιφορτισμένοι με τους χώρους αυτούς. Και καταλήγει ο συγγραφέας κ. Τρανταλίδης: Ο άδικος χαμός τόσων ανθρώπων, μετά το τραγικό ναυάγιο, έπρεπε ουσιαστικά να μετουσιωθεί, να αναχθεί σε δημιουργία προς όφελος του κοινωνικού συνόλου της Κρήτης. Έπρεπε, πλέον, να γίνει ένα σοβαρό έργο που θα ήταν η αιώνια απάντηση στη μεγάλη προσβολή που έγινε στο πέρφανο νησί των γενναίων. Πρωτεργάτες του εγχειρήματος αυτού ήταν ο Κώστας Αρχοντάκης, ο οποίος οραματίστηκε την ίδρυση μιας κρητικής ναυτιλιακής εταιρείας λαϊκής βάσης (βλ. Κ. Αρχοντάκη, «Η Κρήτη αφετηρία των εταιρειών Λαϊκής Βάσεως», Προμηθεύς Πυρφόρος, τ. 30 (1982), 235- 237) και ο Γιάννης Τζαμαριουδάκης, οικονομολόγος. Όμως, ο φωτεινός φάρος που ενέπνευσε την εμπιστοσύνη στους Κρητικούς και τους συγκέντρωσε όλους αρωγούς στον στόχο αυτόν ίδρυσης μιας ναυτιλιακής εταιρείας λαϊκής βάσης, με βασικό μέτοχο τον Κρητικό λαό, υπήρξε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου κ.κ. Ειρηναίος, Μια προσωπικότητα σύμβολο, αφού ήταν εντιμότατος και μεγάλος οραματιστής και άνθρωπος. Έτσι δημιουργήθηκε η Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Κρήτης (ΑΝΕΚ). Ο δε Ειρηναίος, μέχρι το τέλος της ζωής του, παρέμεινε ο αδιαφιλονίκητος πρόεδρός της και ο άσβεστος φάρος των ταξιδιών της.