Κατά την διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας της Κρήτης πολλοί λαοί υπήρξαν κατακτητές της, αλλά και πολλοί αιματηροί αγώνες έγιναν από τους Κρητικούς που δεν ανέχονταν τον ζυγό και την καταπίεση από τους αλλόθρησκους. Σήμερα που βρισκόμαστε σε μια νέα πρόκληση που με αιχμή του δόρατος την οικονομική κρίση βάζει σε κίνδυνο την εθνική μας κυριαρχία, την θρησκεία μας και την πολιτιστική μας κληρονομιά, όχι μόνο δεν πρέπει να ξεχνάμε τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας, αλλά να τις μεταφέρουμε στους απόγονους μας ώστε να μην ισοπεδωθούν τα όνειρα τους και χαθεί το μέλλον τους.
Πολλές επαναστάσεις έγιναν, πολύ αίμα χύθηκε, χωριά ισοπεδώθηκαν οικογένειες ξεκληρίστηκαν και μετοίκησαν σε άλλα νησιά ή σε άλλες περιοχές της Κρήτης, που τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα. Αμέτρητοι αγωνιστές υπήρξαν κατά την μακρόχρονη περίοδο της σκλαβιάς που δε ανέχονταν τον ζυγό και την προσβολή με αποτέλεσμα να έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση και να τιμωρούν τους κατακτητές που καταπίεζαν και βιαιοπραγούσαν εις βάρος των χριστιανών. Ένας από τους αγωνιστές εναντίων των Οθωμανών κατακτητών ήταν και ο ψυχωμένος Μελαμπιανός Γρηγόρης Σπυριδάκης (Γρηγοράκη τον έλεγαν) ο οποίος σκότωσε στο Κλήμα της Μεσσαράς τον αιμοβόρο γενίτσαρο Τζιβιτζή μαζί με τον επίσης Μελαμπιανό Γαβριήλ Κατεργαράκη, ένα παλικάρι που στη συνέχεια μετοίκησε στην Κρύα Βρύση και μετονομάστηκε σε Γαβριλάκης για να μην τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι. Ο Τζιβιτζής που είχε σκοτώσει εκατοντάδες χριστιανούς σκότωσε και ένα φιλιότσο (βαφτισιμιό) του Γρηγοράκη στα Μεσονήσια Αμαρίου, μάλιστα ο αιμοσταγής γενίτσαρος έκοψε το κεφάλι του νέου και το κάρφωσε σε ένα πάσαλο στο κέντρο του χωριού ώστε να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι. Το πένθος βαρύ, η προσβολή μεγάλη που δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Τότε τα δυο ατρόμητα παλικάρια αποφάσισαν να πάνε στο στόμα του λύκου δηλαδή στη φάμπρικα (ελαιοτριβείο) που διατηρούσε ο γενίτσαρος στο Κλήμα και να τον σκοτώσουν τιμωρώντας τον για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει.
Ξεκίνησαν λοιπόν από τις Μέλαμπες ένα χειμωνιάτικο απομεσήμερο και μόλις σουρούπωνε έφτασαν στο χωριό του Τζιβιτζή και μπήκαν στην φάμπρικα έχοντας συμφωνήσει να τον πυροβολήσουν μόλις πούνε το σύνθημα «να βρέξομε». Μόλις τους είδε ο γενίτσαρος κακόβαλε και τους ρώτησε τον λόγο της επίσκεψης.
Αυτοί προφασίστηκαν ότι πηγαίνουνε στο Αμάρι αλλά στο δρόμο πείνασαν και του ζήτησαν λίγο λάδι με παξιμάδι για να φάνε πράγμα που ο πονηρός γενίτσαρος δεν πίστεψε και έκανε να πιάσει το τουφέκι του να τους πυροβολήσει. Τότε ο Γρηγοράκης φώναξε δυνατά «να βρέξομε» και οι δυο μαζί έσυραν τις κουμπούρες τους και τις άδειασαν πάνω στο κορμί του άγριου γενίτσαρου που έπεσε πίσω βλαστημώντας, ενώ το αίμα πλημμύρισε τον τόπο. Μέχρι να προλάβουν να βγουν οι εργάτες και οι υποτακτικοί του, τα δυο γενναία παλικάρια χάθηκαν σαν σκιές μέσα στη νύχτα που είχε ήδη πέσει και έφτασαν στο σημείο που είχαν δέσει τα γοργοπόδαρα μουλάρια τους, που ανυπομονούσαν να αρχίσουν τον καλπασμό. Από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν εύκολα γι’ αυτούς που ήξεραν τον τόπο και τα περάσματα για να φτάσουν στα μέρη τους περνώντας τον ποταμό που χώριζε τον νομό Ηρακλείου με το Ρέθυμνο. Στη συνέχεια χωρίστηκαν και κρύβονταν σαν τα αγρίμια για μεγάλο διάστημα σε σπηλιές της Αγίας Γαλήνης και των Μελάμπων, τόσο απόκρυφες και δύσβατες που ήταν αδύνατον να τις ανακαλύψου οι Τούρκοι. Για πολύ καιρό τους τροφοδοτούσαν οι κτηνοτρόφοι Μαρκάκηδες και Φρατζεσκάκηδες καθώς επίσης και ένας Σφακιανός κτηνοτρόφος που διατηρούσε χειμαδιά στην περιοχή, μέχρι που το πράγμα ξεχάστηκε και αποφάσισαν να βγούνε και να κάνουν οικογένειες. Ο Γαβρίλης πήγε όπως προαναφέρθηκε στην Κρύα Βρύση που έκανε οικογένεια και σήμερα υπάρχουνε απόγονοι του, ενώ ο «Γρηγοράκης» παντρεύτηκε στην Αγία Γαλήνη αποκτώντας τον Μιχάλη την Ελένη, την Αφροδίτη (που δεν έκαναν οικογένεια) και την Χρυσή η οποία πέθανε στη γέννα αφήνοντας όμως ένα αγόρι τον Γιώργη Σφακιανάκη ο οποίος απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Ο Μιχάλης ή Μιχελιός απέκτησε τρία παιδιά, τον Μανώλη, τον Γρηγόρη (που σκοτώθηκε νέος σε τροχαίο) και την Αναστασία. Σήμερα δισέγγονα του οπλαρχηγού Γρηγόρη Σπυριδάκη είναι ο Μιχάλης και ο Γρηγόρης (παιδιά του Μανώλη), η Βαγγελιώ και η Διαμάντω (κόρες της Αναστασίας), ο Μιχάλης, η Τασούλα, ο Χαράλαμπος και Γεώργιος (παιδιά του Γεωργίου Σφακιανάκη). Αισθάνονται πολύ υπερήφανα για τα κατορθώματα και την γενναιότητα του προπάππου τους και αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά τους.
Ο Γρηγοράκης Σπυριδάκης πέθανε το 1931 και ετάφη στη Αγία Γαλήνη με τιμές οπλαρχηγού αφού του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του χιλίαρχου.
Την ιστορία μου την αφηγήθηκε ο Μιχάλης Σπυριδάκης δισέγγονος του οπλαρχηγού Γρηγόρη Σπυριδάκη παραθέτοντας μου στοιχεία από επίσημα έγγραφα της κρητικής πολιτείας, καθώς επίσης την επιβεβαιώνει ο τέως διευθυντής και καθηγητής φιλόλογος Ιωάννης Ιωσήφ Χαχαριδάκης στο βιβλίο του με τίτλο «Η Τουρκοκρατία στην Κρήτη και οι αγώνες των Μελαμπιανών».
Κλείνω με μια μαντινάδα μου που ταιριάζει στην περίπτωση
«Είναι καθήκον να τιμάς εκείνον που σε γένα
και όσους πολεμήσανε και χάθηκαν για σένα»