Σήμερα οι αναδρομές μας θα έχουν έντονο το γιορταστικό χρώμα, επειδή οι ιστορικές πηγές μας δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία. Και τα περισσότερα είναι άγνωστα.
Η Ανάσταση στο Ρέθυμνο είχε εντονότερο πανηγυρικό χαρακτήρα, επί Ρωσικής κατοχής.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις».
Άφθαστο χαρακτηρίζει τον εορτασμό και προχωρεί σε μια εξαιρετικά γλαφυρή περιγραφή που μας βοηθά με τη φαντασία να «ζούμε» το μεγάλο γεγονός.
Εντυπωσιακό θέαμα
Όπως αναφέρει σχετικά, το βράδυ της Αναστάσεως είχε την τιμητική του ο Μητροπολιτικός μας Ναός.
Όλοι οι αξιωματικοί έπαιρναν τη θέση τους με τη μεγάλη τους στολή. Το στράτευμα, σε απαρτία, ήταν παρατεταγμένο σε δυο σειρές έξω από το Ναό και με την ανάπτυξη που είχε, έφθανε σχεδόν μέχρι τη Μικρή Παναγία!
Ο Δεσπότης έπαιρνε τη θέση του και πλάι του στο μικρό θρόνο στεκόταν ο διοικητής του Συντάγματος.
Μόλις ο προκαθήμενος της Εκκλησίας των Ρεθυμνίων τέλειωνε το «Χριστός Ανέστη» φώναζε ο Διοικητής το ίδιο στη γλώσσα του:
«Χριστός Βοσκρές». Αυτό επαναλάμβαναν και όλοι οι αξιωματικοί που ήταν στο εσωτερικό του ναού κι αμέσως μετά κάθε στρατιώτης, απέξω, το έλεγε στο διπλανό του. Μια πανηγυρική βοή έδινε επιβλητικότητα στην ατμόσφαιρα, μέχρι να φθάσει το μήνυμα στον τελευταίο στρατιώτη.
Δάκρυα χαράς
Φυσικά οι Ρεθεμνιώτες, που δεν είχαν χαρεί το μήνυμα της Αναστάσεως όσο ήταν υπό τον τουρκικό ζυγό, στο άκουσμα του «Χριστός Ανέστη» και της μουσικής που ακολουθούσε, έκλαιγαν όλοι από συγκίνηση. Και κάποιοι έριχναν και μπαλωθιές με τα μαυροβουνιώτικα όπλα τους, που κάθε άκουσμα ισοδυναμούσε με μικρή κανονιά.
Έκλαιγαν οι Ρεθεμνιώτες από συγκίνηση και χαρά. Και εκείνη τη μεγάλη ώρα ευλογούσαν τους ηρωικούς νεκρούς που έπεσαν για να ζούνε αυτοί ελεύθεροι.
Παιδικές σκανταλιές
Οι Ρεθεμνιώτες εξακολουθούσαν στα επόμενα χρόνια να γιορτάζουν με ιδιαίτερη λαμπρότητα το Πάσχα.
Ίσως επειδή το μήνυμα της αναστάσεως θύμιζε τον παλιό μακρόχρονο πόθο για λευτεριά και ανάσταση του έθνους.
Ο μεγάλος βάρδος του Ρεθύμνου, Γιώργης Καλομενόπουλος, μας περιγράφει με το χαρισματικό του στίχο την προετοιμασία ψυχής και σπιτιού για τη μεγάλη στιγμή.
Και βέβαια αρκετά από τα περιστατικά αυτά είναι συνυφασμένα με κάποια παιδική σκανταλιά.
Κάποιος τις είχε …ράψει!
Μια Μ. Πέμπτη αίφνης που το εκκλησίασμα είχε αρκετά κουραστεί, λόγω της διάρκειας της ακολουθίας και δυο κυρίες είχαν αποκοιμηθεί, ο Καλομενόπουλος με την παρέα του, πήγαν σιγά σιγά και ένωσαν με κλωστή τις φούστες των κυριών. Όταν αργότερα εκείνες σηκώθηκαν να επιστρέψουν στο σπίτι δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν η μία από την άλλη, καθώς ήταν …ραμμένες.
Άλλη φορά πάλι, νεαρός ο Καλομενόπουλος είχε έρθει φοιτητής να περάσει το Πάσχα με την οικογένεια. Κι ένα βράδυ μεσοβδόμαδα των Αγίων Ημερών επιστρέφοντας, από μια κρασοκατάνυξη με τους φίλους του, δεν μπορούσε, από τη ζάλη, να βρει το κρεβάτι του και ξάπλωσε στον καναπέ που ήταν και στρωμένος με μια ωραία βαριά πατανία.
Ξύπνησε το πρωί από τις φωνές της μητέρας του, η οποία πηγαίνοντας να δει αν είχαν «ανέβει» τα τσουρέκια της τα βρήκε «πίτα», αφού είχε ξαπλώσει πάνω τους ο κανακάρης της…
Μια από τις ματωμένες πασχαλιές
Είχαμε όμως και άλλες πασχαλιές που δεν ήταν γιορτινές όσο απαιτεί η μέρα, αφού ο λαός στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Θα σταθούμε σε μια από αυτές με πρωταγωνιστή τον μεγάλο ήρωα της επανάστασης Δράκο Ανυφαντή. Και κάνουμε την επιλογή επειδή εντοπίσαμε μια θαυμάσια εργασία της μεγάλης μας λαογράφου κ. Ειρήνης Ταχατάκη, που ξεχωρίζει, λόγω αρκετών άγνωστων στοιχείων που περιέχει, για αρκετούς ήρωες της επανάστασης. Έχει τίτλο «Κρήτες πολέμαρχοι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας» και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίδα».
Ο Δράκος Ανυφαντής
Σύμφωνα λοιπόν με τη σπουδαία αυτή ιστορική μελέτη, τη μνήμη και τα ηρωικά κατορθώματα του Ανυφαντή Βυζαριανού διέσωσε ο Μιχ. Λέκκας ή Λεκκομιχελής από το Φουρφουρά, που πέθανε στη Μαθουσάλειο ηλικία των 127 ετών.
Ο ήρωας δεν ανεχόταν τις βδελυρότητες των Αμπαδιωτών Τούρκων που σκότωναν ακόμα και αλλόθρησκους και μέλη της οικογένειάς τους. Εκπατρίστηκε στη Γαλλία τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Κατετάγη σαν εθελοντής στον αγγλικό στρατό και όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης εξεστράτευσε κατά της Αιγύπτου τον ακολούθησε και διακρίθηκε σε πολλές μάχες, μετά αποβιβάστηκε στην Κρήτη με πολεμικές γνώσεις και πείρα. Κάποια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά στους δικούς τους και γνωστούς στο χωριό Βυζάρι με πλήρη πολεμική στολή. Εκεί έμαθε τις νέες βδελυρές πράξεις των Αμπαδιωτών και την ερήμωση που είχαν δημιουργήσει. Οι παλιές αρχοντικές οικογένειες του Βυζαρίου είχαν σχεδόν εξοντωθεί. Οι Βλαστοί, οι Βαρούχοι, οι Σιλιγάρδοι, οι Δετοράκηδες, οι Σαουνάτσοι, οι Σιγανοί.
Πήρε όρκο βαρύ
Οι επαύλεις τους ήταν κατερειπωμένες γιατί εγκατέλειπαν τον τόπο τους, άλλοι λόγω των δεινών και άλλοι γιατί κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους. Πήγε λοιπόν ο Ανυφαντής στο πατρικό του σπίτι και ορκίστηκε όρκο βαρύ και μεγάλο. Κατέφυγε μετά στα γνωστά του από τα παιδικά του χρόνια όρη και δημιούργησε αρματολικό σώμα και άρχισε τις επιθέσεις κατά των αιμοσταγών τυράννων, που καταλήφθηκαν από δέος ανέκφραστο, διότι ο τρομερός εκδικητής εμφανιζόταν εκεί που δεν περίμεναν και σκορπούσε το θάνατο. Οι αγριότεροι Αμπαδιώτες πλήρωσαν με την κεφαλή τους τα φοβερά τους κακουργήματα. Οι Χριστιανοί πήραν θάρρος και άρχισαν να αναπτύσσουν θαρραλέα αντίσταση. Οι Αγάδες του Ρεθύμνου μα και της άλλης Κρήτης τον θεωρούσαν πια σα μυθικό Δράκο. Από το κρησφύγετο του Ψηλορείτη έκανε με τους θαρραλέους οπαδούς του γενναίες επιδρομές κατά των εχθρών. Μια απρονοησία του όμως και παράτολμη πράξη του στοίχισε τη ζωή.
Χειμωνιάτικος καιρός και τότε
Ήταν νύχτα του Πάσχα. Ο Ανυφαντής με σιγανές κωδωνοκρουσίες καλούσε τους κατοίκους στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παγωμένος άνεμος ερχόταν από το χιονισμένο Ψηλορείτη και φυσούσε τις κορφές των δασών του Αμαρίου. Οι κάτοικοι όμως άρχισαν να σιγοφτάνουν στο ναό. Η ψυχή του ήρωα ζητούσε τη γαλήνη ύστερα από τους αγώνες χρόνων ολόκληρων. Κανείς εχθρός δεν υποπτεύτηκε την εκεί παρουσία του.
Πάνοπλος λοιπόν εμφανίστηκε στη μέση των συγχωριανών του χωρίς οπαδούς. Και όλοι με φωνές έκπληξης και χαράς τον υποδέχτηκαν. Εκείνος ευθυτενής και σοβαρός προχώρησε προς την Ωραία Πύλη και γονάτισε στο πέτρινο σκαλοπάτι. Ο σεβάσμιος ιερέας με δάκρυα ευλόγησε το άξιο τέκνο της πατρίδας και της εκκλησίας.
Κάποιος τον πρόδωσε
Ξαφνικά και ενώ εψάλλοντο τα αναστάσιμα μελωδικά τροπάρια, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μετά δεύτερος και τρίτος με βλασφημίες και απειλές. Όλοι τρομαγμένοι κοίταζαν τον γενναίο αρματολό, που, αμέσως από τον πρώτο πυροβολισμό εννόησε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε μόνος του, μεταξύ άοπλων και κατάλαβε ότι μεσολάβησε προδοσία. Ήταν όμως όχι μόνο αδύνατον να φύγει αλλά και ανάρμοστο για τη γνωστή γενναιοψυχία του. Φώναξε όμως προστατευτικά με θάρρος στους ομοχώριούς του. «Παιδιά από σας κανείς σας δεν μπορεί να με υπερασπιστεί. Φύγετε και σώσετε τις οικογένειές σας. Ψυχή να μη μείνει εδώ… ακούτε.;».
Ηρωικό τέλος
Όλοι τότε όρμησαν έξω ενώ οι πυροβολισμοί δονούσαν τα παλιά παράθυρα του ναού και φωνές πόνου ακολούθησαν…
Ο Λεκκομιχελής λοιπόν διηγείται πως ήταν απερίγραπτες εκείνες οι στιγμές. Εξήντα (60) θηριώδεις Αμπαδιώτες με λύσσα για εκδίκηση, πολιορκούσαν τον μικρό ναό της Παναγίας και πυροβολούσαν ομαδικά.
Έκαναν εξορμήσεις μα στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν μ’ ένα ή δύο λιγότερους. Ο ήλιος προχωρούσε στο μεσουράνημα και ο αγώνας συνεχιζόταν. Επτά εχθροί είχαν πέσει γύρω από το ναό δίχως τους Χριστιανούς που έπεσαν κατά τη νυχτερινή από το ναό εξόρμηση.
Η άμυνα πια ήταν αδύνατη διότι ο ήρωας άυπνος, αποκαμωμένος, δίχως εφόδια, θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών εντός ολίγου. Κι όταν μανιώδης με τα μαχαίρα ετόλμησε να βγει, αλαλαγμός φρικτός ακούστηκε και όλοι οι εχθροί έπεσαν πάνω του με πυροβολισμούς και μαχαίρια. Έτσι ο ήρωας έπεσε καταπονημένος από πολλά βόλια… Και πριν ξεψυχήσει οι κανίβαλοι εκείνοι έσχισαν τα ευρέα στήθη του και ξερίζωσαν την πάλλουσα ακόμη καρδιά του, το σώμα του το τεμάχισαν και το άφησαν να γίνει βορρά στα σκυλιά και τα όρνια και τούτο ήταν το ηρωικό τέλος του γενναίου Ανυφαντή του Βυζαριανού».
Με αυτά τα στοιχεία η κυρία Ταχατάκη συμπληρώνει τη βιογραφία του μεγάλου ήρωα που αποτελεί καύχημα του Βυζαρίου και οι συγχωριανοί του τον τιμούν ιδιαίτερα όπως του αξίζει