Ήταν από τις υπεραιωνόβιες που έζησαν τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος στο Γερακάρι η Δέσποινα Ριτσάτου.
Μια σπουδαία γυναίκα που είχαμε τη χαρά να συναντήσουμε όταν πατούσε τα 100 και να έχουμε μια εξαιρετική μαρτυρία για τα γεγονότα με ακρίβεια και απόλυτη αντικειμενικότητα, όπως συνήθιζε να εκφράζεται η γιαγιά Δέσποινα.
Ο χρόνος όμως είχε αρχίσει να βαραίνει απελπιστικά στους ώμους της και κάποια στιγμή υπέκυψε κι εκείνη στο νόμο της φθοράς σε ηλικία 102 χρόνων.
Έσβησε μέσα στη δίνη των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας κι έτσι δεν ήταν εφικτός και ο αποχαιρετισμός με την προσέλευση κόσμου που θα ήθελε να παραστεί στο ξόδι της, όπως της άξιζε. Γιατί η Δέσποινα Ριτσάτου το γένος Ιερωνυμάκη ήταν μια από τις σημαντικές γυναίκες της επαρχίας, πασίγνωστη για τις δεξιότητές της. Είχαν να λένε οι πάντες για την αξιοσύνη της εκτός από την ίδια που απέφευγε πάντα την προβολή και τη δημοσιότητα.
Όταν την συναντήσαμε ήταν ακόμα αρκετά καλά στην υγεία της και επικοινωνούσε θαυμάσια με το περιβάλλον. Σε τόσο προχωρημένη ηλικία κι έλαμπε από τη φροντίδα των παιδιών της, ενός γιου και τεσσάρων θυγατέρων που της ανταπέδωσαν σε στοργή και αγάπη όλο τον πλούτο της σοφίας και εμπειρίας που τους έδινε, καθώς τα μεγάλωσε υποδειγματικά.
Ακόμα και στην ηλικία των 100 χρόνων διατηρούσε την φιλόξενη διάθεση κάθε Αμαριώτισσας μόλις άνοιγε το σπίτι της σε ξένους. Μας καλωσόρισε με αγάπη αλλά μας παρακάλεσε να μιλάμε λίγο δυνατότερα. Αυτό ήταν το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Κι έπειτα είχε την έγνοια αν μας περιποιούνται οι δικοί της όπως η ίδια θα ήθελε.
Όταν θελήσαμε να τη γυρίσουμε στο παρελθόν, ενώ ήταν τόσο εκδηλωτική στην αρχή, άρχισε να μετράει τα λόγια της. Αισθανόταν άβολα όπως καταλάβαμε να μιλά για τον εαυτό της. Ήταν όμως τόσα που είχαμε ακούσει γι’ αυτήν, από αξιόπιστες πηγές, που μπορούσαμε και χωρίς τη βοήθειά της να σκιαγραφήσουμε την πολυτάλαντη προσωπικότητά της.
Κι είχαμε τόσα να πούμε. Από πού να βάζαμε αρχή…
Από πολυμελή οικογένεια
Γεννήθηκε στην Παντάνασσα και ήταν μέλος πολυμελούς οικογένειας, όπως όλοι οι Γερωνυμήδες. Μεγάλη οικογένεια αλλά και ιστορική. Απ’ όλους αξιοσέβαστη, εντός κι εκτός Κρήτης, και με μεγάλη προσφορά στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.
Η κυρία Δέσποινα μεγάλωσε με πέντε ακόμα αδέλφια. Συνολικά ήταν τέσσερις κοπελιές και δυο παλικάρια. Όλα τα παιδιά μεγάλωσαν στα πρότυπα της Αμαριώτικης παράδοσης και λεβεντιάς.
Αδικήθηκε στα «γράμματα»
Από μικρή η άξια μάνα της φρόντισε να της μαθαίνει όλα τα μυστικά της καλής νοικοκυράς και της επιδέξιας υφάντρας. Ιδιαίτερα η υφαντική δεν ήταν κι εύκολη. Ήθελε μια παραπάνω επιδεξιότητα για να δημιουργούνται τα αριστουργήματα που ξέρουμε.
Με το που ξημέρωνε η μέρα, υπήρχαν για όλα τα παιδιά καθήκοντα και για τις κοπελιές περισσότερα. Δεν ήταν μόνο η ανάγκη να δίνουν μια ανάσα στους γονείς. Έπρεπε να αποκτήσουν εφόδια για να πορευτούν στη ζωή που διαφαινόταν δύσκολη και αρκετά σκληρή.
Πήγε όμως στο σχολείο. Έβγαλε το Δημοτικό. Άλλωστε ο δρόμος χώριζε το πατρικό της από την πόρτα του σχολείου. Πρέπει να ήταν καλή μαθήτρια, γιατί ο δάσκαλός της, κάποιος Ανδρουλάκης, όποτε περνούσε από το χωριό ήθελε να μαθαίνει νέα της.
Η κυρία Δέσποινα ήθελε να προχωρήσει στο Γυμνάσιο, αφού «έπαιρνε» τα γράμματα. Αγαπούσε τα βιβλία. Ονειρευόταν να σπουδάσει. Ο πατέρας της όμως ήταν ανένδοτος.
«Δεν θέλεις γράμματα» έλεγε «Θα κάτσεις στο σπίτι να κάνεις τα προικιά σου, να σε παντρέψω».
Τι να κάνει κι η καημένη η μικρή. Δεν είχε άλλη επιλογή. Θυσίασε το όνειρό της, καθώς η βούληση του πατέρα ήταν νόμος στην εποχή της. Βέβαια η άρνηση του πατέρα είχε και συγκεκριμένη αιτία. Αν έστελνε τη μικρή στο Γυμνάσιο, έπρεπε να ακολουθεί και η μάνα. Οπότε τι θα γινόταν η υπόλοιπη οικογένεια;
Μια περιζήτητη νύφη
Μεγάλωνε η Δέσποινα και γινόταν όμορφη και προκομμένη. Νύφη ήταν περιζήτητη, νοικοκυρά και χρυσοχέρα. Γνώρισε τον άνδρα της εντελώς τυχαία. Μια μέρα καθόταν με άλλες κοπέλες στο μπαλκόνι του σπιτιού τους και κεντούσαν. Κάποια στιγμή όμως μείνανε με το χέρι μετέωρο να κοιτούν το λεβέντη που πρόβαλε στη στράτα. Καμαρωτός πάνω στο στολισμένο του υποζύγιο. Φαινόταν άρχοντας. Καλοβαλμένος, όλα «μιλούσαν» πάνω του για την καλή του ανατροφή.
Απόρησαν οι κοπελιές. Ποιος να ‘ταν τάχα; Η περιέργεια έγινε μεγαλύτερη όταν στάθηκε στο σπίτι που ήταν μαζεμένα τα κορίτσια. Τρέξανε οι άνδρες να τον υποδεχτούν. Θα του πουλούσανε μια αγελάδα. Τα είχαν συμφωνημένα. Με το να δούνε οι κοπελιές την αντροπαρέα, γύρισαν μεμιάς στη δουλειά τους, μην τους εύρισκε κανένα ξαφνικό στα καλά καθούμενα. Δεν ήθελε και πολύ να παρεξηγηθεί η πιο αθώα ματιά.
Κι ενώ αποτραβήχτηκαν οι άνδρες στο καθιστικό για να κουβεντιάσουν, οι κοπέλες ψιθυριστά πήραν να σχολιάζουν την απρόσμενη επίσκεψη.
«Όμορφος άνδρας, σχολίασε η μεγαλύτερη, αλλά και το… μουλάρι του ομορφότερο …».
Δεν είχε κι άδικο, αφού ο νεαρός επισκέφτηκε το χωριό ο ίδιος στην «τρίχα» και το μουλάρι του με «σχολιανό» σαμάρι. Είχε όμορφα κιλίμια και φούντες. Δείγμα πως ο νεαρός ήταν σε όλα μερακλής. Που να φανταζόταν η Δέσποινα πως ο λεβεντονιός την είχε προσέξει με την πρώτη ματιά. Δεν το έδειξε όμως. Φρόντισε όμως να τη ζητήσει με ό,τι απαιτούσε το… πρωτόκολλο της εποχής… Και ο πατέρας δέχτηκε με χαρά το γαμπρό. Ποιος θα έλεγε όχι σε τέτοιο λεβέντη;
Πρόθυμη για όλους
Η επιδεξιότητά της φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Κι όταν την πήγε ο γαμπρός να μείνουν στον τόπο του, το Γερακάρι, όλο το χωριό είχε να πει για την καινούργια νύφη που ήρθε στο χωριό. Η προκοπή της δεν είχε προηγούμενο. Εξαιρετική υφάντρα καθώς ήταν, δεν αρνήθηκε σε καμιά συγχωριανή τη βοήθειά της.
Εκείνοι που ξέρουν θα τη θαυμάσουν σίγουρα αν σημειώσουμε το μεγάλο της κατόρθωμα να κάνει δεκατεσσάρων γυναικών φασίδια που διάζουνταν, τα χτένιαζε και τους τα άφηνε να υφαίνουν. Και να ήταν μόνο αυτό; Σε λίγα χρόνια έγινε περιζήτητη και για κάτι ακόμα. Για την απίστευτη τεχνική της στη μαγειρική. Μπορούσε να ετοιμάσει τραπέζι για εκατοντάδες άτομα. Έτσι, οι πάντες που είχαν χαρά θέλανε τη βοήθειά της. Κι εκείνη δεν αρνήθηκε σε κανέναν. Με τον καιρό ήταν απαραίτητη σε κάθε μυστήριο. Έχουν να λένε οι παλιοί πως ο κάθε γάμος κανονιζόταν ανάλογα με τον χρόνο που ευκαιρούσε η κυρά Δέσποινα. Είχε γίνει ονομαστή για την αξιοσύνη της να ετοιμάζει γαμήλιο τραπέζι αδιάφορο για πόσα άτομα. Ακούραστη γυναίκα. Και ό,τι έφτιαχνε ήταν ευλογημένο.
Είχε το «χερικό» πώς να το κάνουμε;;; Ονομαστά και τα ζυμωτά της. Το μεγάλο της μυστικό ήταν που ανακάτευε το στάρι με το κριθάρι… Στο γάμο της μεγάλης της κόρης μάταια την απέτρεπαν να μη ζυμώσει αφού υπήρχε έτοιμο ψωμί. Εκείνη έκανε αυτό που είχε μάθει από μικρό παιδί. Προσφέρανε στον κόσμο και άσπρο αλλά και το ψωμί που ζύμωσε η Δέσποινα. Και από το δικό της δεν έμεινε ψίχουλο. Όλος ο κόσμος το αναζητούσε στο τραπέζι.
Μα και ο άνδρας της ήταν πολύ προκομμένος. Νοικοκύρης με το όνομα. Καλός σύζυγος, άριστος πατέρας αλλά και πάνω από όλα φλογερός πατριώτης. Ο γάμος του έγινε το 1942. Αυτός ήταν 30 χρόνων και η γυναίκα του 24… Κι ενώ φρόντιζε να είναι σε όλα συνεπής στο σπιτικό του, κανένας δεν ήξερε και την άλλη του δράση στην Αντίσταση. Γνωστή η συμμετοχή του Γερακαρίου άλλωστε στον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Κι ο Μάρκος Ριτσάτος δεν μπορούσε να λείπει.
Εκείνη την αποφράδα μέρα
Κι ήρθε η αποφράδα εκείνη Τρίτη 22 Αυγούστου 1944. Κυκλώσανε οι Γερμανοί το χωριό. Μάζεψαν τα γυναικόπαιδα, πήραν κι άνδρες για εκτέλεση.
Η κ. Δέσποινα σήμερα δεν θυμάται καθόλου τα γεγονότα. Τα γερατειά έφεραν τη λήθη. Μόνο την εξορία θυμάται αρκετά καλά. Ευτυχώς για την τοπική μας ιστορία, ο εγγονός της, κ. Μάρκος Παπουτσιδάκης, είχε καταφέρει πριν από 20 χρόνια να ηχογραφήσει και βιντεοσκοπήσει παππού και γιαγιά, οπότε έχουμε καταπληκτικές μαρτυρίες.
Από αυτές παίρνουμε τη ζωντανή αφήγηση της κυρά Δέσποινας που γλαφυρότατα τότε περιγράφει τα γεγονότα.
Ήταν επτά μηνών έγκυος στην πρώτη της κόρη, τη Σοφία της. Ξεσηκώθηκαν οικογενειακώς εκείνο το πρωί από τον ήχο πυροβολισμού. Οι Γερμανοί, που είχαν έρθει άλλοι από το Σπήλι κι άλλοι από τους Ποταμούς, είχαν ζώσει και το Γερακάρι. Αυτός που σκότωσαν ήταν ένας γέρος γείτονας που είχε πάει να ποτίσει. Μάλλον πως δεν άκουσε που του φώναξαν να παραδοθεί και τον σκότωσαν. Η Δέσποινα έτρεξε αμέσως να ειδοποιήσει τον άνδρα της που βρήκε καταφύγιο στον αχυρώνα. Ευτυχώς ήταν η εποχή που το σπίτι είχε πολλά εφόδια, καθώς είχαν τελειώσει οι συγκομιδές των καρπών. Κι ο αχυρώνας πρόσφερε καλή κρυψώνα.
Όπως την οδήγησε ο άνδρας της, γύρισε η Δέσποινα μέσα στο σπίτι που ήταν ο γέρο πεθερός της κι ένα φαμεγιάκι που τους έβοσκε μερικά πρόβατα.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, την έκοψε τρομάρα, όπως τους είδε οπλισμένους. Προσπάθησε όμως να κρατήσει την ψυχραιμία της. Εξήγησε πως ήταν πλάι στον άρρωστο πεθερό της. Εκείνοι τη διέταξαν να σηκωθεί και να βγει από το σπίτι. Ευτυχώς επέτρεψαν στον γέροντα να φορέσει τα στιβάνια του. Είδε πολλά και τρομερά μέχρι να αποσώσει στην πλατεία, εκεί που ήταν το «Δημαρχείο» του χωριού.
Μέχρι να μαζευτούν όλοι έγινε κατανοητό ότι το χωριό είχε προδοθεί για τη δράση του αλλά και για την απαγωγή του Κράιπε. Απόδειξη ότι γύρευαν κυρίως Κουτελιδάκηδες και Κοκονάδες. Όταν πια μαζεύτηκαν όλοι, βγήκε στη μέση κάποιος και σε καλά Ελληνικά ρώτησε αν ξέρουν γιατί τους μάζεψαν. Απάντησαν δια βοής αρνητικά. Εκείνος τότε άρχισε να λέει για το πέρασμα του Κράιπε από το χωριό και για τη φιλοξενία του εκεί. Κάποια στιγμή ρώτησε ποια είναι η Χρυσή Κουτελιδάκη. Αμέσως τότε η ηρωική αυτή γυναίκα, πριν προλάβει να μιλήσει κανένας, φώναξε: «Δεν είναι εδώ. Δεν ξέρουμε που πήγε».
Κατάλαβαν οι άλλοι και δεν μίλησε κανείς. Αφού διάλεξαν τους άνδρες που θα εκτελούσαν και τους άλλους που έστειλαν στο Ρέθυμνο «στα σύρματα» (Φορτέτζα) έδιωξαν τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους και κατάστρεψαν από τα θεμέλια το χωριό.
Η Δέσποινα απόσωσε στο Μέρωνα, όπου για καλή της τύχη βρέθηκε μια ξαδέλφη της που της πρόσφερε τη φροντίδα της μέχρι που ήρθε ο αδελφός της και την πήρε στην Παντάνασσα. Εκεί τον Οκτώβρη η Δέσποινα έφερε στον κόσμο τη Σοφία της, μετά από μια δύσκολη γέννα. Ευτυχώς που πρόλαβαν κι έφεραν τη μαμή από το Μέρωνα…
Για το σύζυγο, Μάρκο Ριτσάτο, θα κάνουμε ξεχωριστό αφιέρωμα, γιατί έχουμε να πούμε μερικά ακόμα σημαντικά από τη ζωή της κυρά Δέσποινας. Και ο χρόνος μάς υποχρεώνει να συντομεύουμε.
Η γλυκύτατη και πανάξια αυτή γυναίκα μεγάλωσε τα παιδιά της με μεγάλη αφοσίωση κι ήταν το καμάρι όλων στο χωριό. Ιδιαίτερα ο άνδρας της την καμάρωνε κι ας μην το έδειχνε ποτέ.
Η κόρη της θα μας πει στη συνέχεια, ενώ απολαμβάνουμε τα νοστιμότερα «ανεβατά» που δοκιμάσαμε ποτέ, για τη ζωή της μητέρας της από τον καιρό που τη θυμάται.
Γύριζε με τον άνδρα της από την εξοχή, κι ενώ εκείνος πήγαινε στο καφενείο, εκείνη ετοίμαζε το δείπνο. Στο τραπέζι έπρεπε να καθίσει όλη η οικογένεια. Ήταν νόμος. Μετά το φαγητό, κι ενώ τα παιδιά κι ο σύζυγος πήγαιναν για ύπνο, η κυρά Δέσποινα θα έπλενε τα πιάτα, θα ετοίμαζε το φαγητό που θα έπαιρναν το πρωί για την εξοχή (αρκετό για να φάνε κι οι εργάτες), θα ετοίμαζε τα ρούχα των παιδιών και του συζύγου για την επομένη κι ανάλογα θα έκανε προζύμι ή, αν είχε ετοιμάσει, θα ζύμωνε και θα φούρνιζε. Κοιμόταν πάντα τις λιγότερες ώρες αλλά αυτό που την ένοιαζε, όπως και τον άνδρα της, ήταν να κερδίσουν τη μέρα που ήταν πολύτιμη για τις δουλειές τους.
Σκληρή ζωή, όπως καταλαβαίνετε, αλλά η κυρία Δέσποινα προλάβαινε τα πάντα.
Φιλάμε με σεβασμό το χέρι της, ενώ εκείνη μας χαρίζει το πιο ζεστό της χαμόγελο, και παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Ακόμα μια φορά καταλάβαμε γιατί η Κρήτη κερδίζει πάντα τους ξένους της. Άνθρωποι σαν την κυρία Δέσποινα Ριτσάτου την έκαναν περιώνυμη για τη φιλοξενία της και την αξιοσύνη των κατοίκων της.
Η γιαγιά Δέσποινα δεν υπάρχει πια. Θα ζει όμως μέσα από τις βιντεοσκοπημένες μαρτυρίες γύρω από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που έζησε και τα αποκτήσαμε χάρις στην πρόνοια του εγγονού της κ. Μάρκου Παππουτσιδάκη να τα αποτυπώσει με τις δυνατότητες που μας δίνει η τεχνολογία.
Ας γαληνεύει πια η γιαγιά Δέσποινα. Δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ.