Του ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΠΑΔΟΥΒΑ*
Εισαγωγικά
Η πολύμηνη δίκη κατά του Γερμανού επίκουρου Καθηγητή Πανεπιστημίου του Mannheim και συγγραφέα ιστορικού Χάιντς Α. Ρίχτερ (Heinz A. Richter), άρχισε στο Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου με εισαγγελική παραπομπή το 2015 και περατώθηκε την 10-2-2016.
Η παραπομπή σε δίκη του παραπάνω πολυγραφότατου συγγραφέα Ελληνικών και Κυπριακών ιστορικών υποθέσεων του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα, στοιχειοθετήθηκε εξ αιτίας των καταχωρημένων ιδεοληψιών στο βιβλίο του με το γενικό τίτλο: Η λειτουργία του «Ερμή» (κατάκτηση της νήσου Κρήτης το Μάη του 1941), οι οποίες συνιστούν παραβάσεις του Ελληνικού αντιρατσιστικού Νόμου 927/1979 (άρνηση θηριωδιών των εισβολέων Γερμανών στην Κρήτη, απόπειρα εξίσωσης των ευθυνών μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων κ.ά.), που επισύρουν φυλάκιση μέχρι 3 ετών.
Το παραπάνω δικαστήριο, το οποίο αρχικά περιλάμβανε συνηγόρους πολιτικής αγωγής (κατηγορίας) και υπεράσπισης του κατηγορουμένου, κλήτευσε να καταθέσουν μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, μεταξύ των οποίων διακρίθηκαν ορισμένοι Έλληνες Πανεπιστημιακοί Καθηγητές, διότι αφενός τόνισαν την αναρμοδιότητα των αιθουσών του δικαστηρίου να δικάσει την υπόθεση αυτή θεωρώντας αρμοδιότερες άλλες αίθουσες ( ακαδημαϊκές, συνεδρίων κ.ά.) και αφετέρου καταθέτοντας διαφώνησαν με έμφαση επί της ουσίας του κατηγορητηρίου, καταθέτοντας μεταξύ άλλων, ότι: «Ο πνευματικός κόσμος δικαιούται, πρωτίστως, να κρίνει τις σκέψεις και αντιλήψεις του συγγραφέα και όχι η δικαιοσύνη», «Η Ακαδημαϊκή ελευθερία είναι αδιαπραγμάτευτη», «Η δίωξη σε βάρος του (σ.σ. Ρίχτερ) απειλεί την Ακαδημαϊκή ελευθερία», «Δεν θεωρώ ότι επιχειρεί να αναθεωρήσει προς όφελος του Ναζισμού στο σαφώς επιστημονικό σύγγραμμά του», «Δεν γίνεται κάθε φορά που ένας Ακαδημαϊκός θέλει να γράψει ένα έργο να προσφεύγει σε νομικό σύμβουλο για να δει αν αυτό είναι δημοσιεύσιμο…» κ.ά.
Είναι αυτονόητο, ότι δημιουργήθηκαν εύλογες αντιθέσεις τυπικού και ουσιαστικού περιεχομένου στο δικαστήριο αυτό, με αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί η όλη διεξαγωγή της δίκης, να αποβληθεί η πολιτική αγωγή από το δικαστήριο και να επιταχυνθεί η όλη μονομερής διαδικασία αγορεύσεων (των συνηγόρων υπεράσπισης), προκειμένου να εκδοθεί όπως-όπως η αθωωτική απόφαση υπέρ του κατηγορουμένου.
Το σκεπτικό της απόφασης αυτής περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής επί λέξει:
«…το άρθρο 2 του Ν.4285/14 με το οποίο αντικ. το άρθρο 2 του Ν.927/1979 κατά το σκέλος που παραπέμπει σε γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που έχουν αναγνωριστεί και πολέμου που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων είναι αντίθετο με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρο και ανεφάρμοστο. Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος».
Κύριες επισημάνσεις
Η «δίκη Ρίχτερ» δεν συνάδει με την ιστορική γενική εικόνα της Ελληνικής δικαιοσύνης, διότι με τη σπασμωδική διεξαγωγή και τις γενικόλογες τυπικές στηρίξεις της αθωωτικής απόφασης σε Συνταγματικές διατάξεις και στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, δεν είναι δυνατό να καλυφθούν όλες οι επί μέρους κατηγορίες σε βάρος του Γερμανού συγγραφέα. Στα κείμενα του παραπάνω βιβλίου του, μεταξύ άλλων, επιχειρεί ένα είδος ιστορικού αναθεωρητισμού επί των αναγνωρισμένων επίσημα εγκληματικών ευθυνών των οργανωμένων σε τακτικό στρατό Γερμανών εγκληματιών πολέμου και ταυτόχρονα αποδίδει αυθαίρετες και αναπόδεικτες ευθύνες στους αντάρτες αστράτευτους μαχητές της Κρήτης, σύμφωνα με τις προσωπικές ιδεοληψίες του συσχετισμού των θυτών- θυμάτων του Ναζισμού, ενώ (στο υπόψη βιβλίο του) αποστασιοποιείται πλήρως και από τις οφειλόμενες και διεκδικούμενες από τη χώρα μας Γερμανικές αποζημιώσεις.
Κανένα σκεπτόμενο άτομο δεν παραγνωρίζει ότι οι μεταγενέστερες σκέψεις ελάφρυνσης των εγκλημάτων πολέμου (θηριωδιών- καταστροφών) δεν εκφράζουν τη βούληση του πληγωμένου λαού, επομένως, καλώς έχει αποκλειστεί προκαταβολικά (a priori) η νομοθετική ρύθμιση ανάλογων Συνταγματικών διατάξεων και λεπτομερειακών νόμων ή κανόνων δικαίου είτε εκτιμήσεων εκ των υστέρων. Η επίκληση, δηλαδή, αντίστοιχης ειδικής νομολογίας κρίσεως των συγκεκριμένων ιδεοληψιών του συγγραφέα δεν είναι εφικτή κατά τη λειτουργία της δικαιοσύνης, ακόμη και όταν συμπορεύονται τυχόν περιστασιακές ατομικές συνειδήσεις και οιουδήποτε είδους σκέψεις που τείνουν να επιβάλλουν ιστορική αναθεώρηση των εννοιών των πραγματικών ειδεχθών πράξεων των εγκληματιών του πολέμου. Ούτε θα ήταν αποδεκτά τυχόν θέσφατα που εμπεριέχουν αφηρημένες ή υποθετικές συμπεριφορές στα πεδία των μαχών, ακόμη και εάν άπτονται των οποιωνδήποτε ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι όλα αυτά χάνονται στην αχλή του πολέμου. Επομένως, το Διεθνές (και Eθνικό) Δίκαιο, συνειδητά δεν περιλαμβάνουν τις παραπάνω προσωπικές ιδεοληψίες του οποιουδήποτε παρόμοιου συγγραφέα, αφού δεν είναι δυνατή η ετερόχρονη αναπαράσταση των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν στους συγκεκριμένους χρόνους και τόπους από τις οποίες προέρχονται. Η αναζήτηση άλλων νομολογιών περιέχει κινδύνους αοριστίας.
Ωστόσο, η αθωωτική απόφαση που έχει εκδοθεί δεν κάνει μνεία των ελλείψεων αυτών στη νομολογία, με αποτέλεσμα η τελική έκβαση της δίκης αυτής όχι μόνο να μη γίνεται συνειδητά αποδεκτή και εκτελεστέα, αλλά να μη συντελεί καθόλου στην επούλωση των ανοικτών πληγών των ευρισκόμενων στη ζωή φιλοπάτριδων Ελλήνων (θυμάτων και μη).
Η ίδια δίκη, που εκ της φύσεως της αποτελεί αντικείμενο δίκης παγκόσμιας εμβέλειας και κριτικής, μπορεί κάλλιστα να χρησιμεύσει ως πρότυπο παρόμοιων σημαντικών δικών κατηγορουμένων που επιχειρούν να ελαφρύνουν τα εγκλήματα πολέμου, όπως αυτά έχουν συντελεστεί ή θα συντελεστούν και σε άλλους τόπους εντός και εκτός Ελλάδας, με τελικό στόχο την αθώωσή τους.
Επί πλέον, είναι εθνικά ζημιογόνος δίκη, διότι συντελεί στην εξασθένιση του πατριωτικού κοινωνικού ιστού της συνοχής των σύγχρονων και μελλοντικών Ελληνικών κοινωνιών, με την ανάμειξη καινοτόμων αντιλήψεων, όπως π.χ. τα περί Ακαδημαϊκής ελευθερίας σε υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου (θηριωδιών). Επίσης, δεν τονίζεται η αποσιώπηση, από τον συγγραφέα, των διεκδικήσεων πολεμικών αποζημιώσεων και άλλων παρεμφερών εθνικών θεμάτων, προκαλώντας την οργή και την πικρία των ευρισκομένων στη ζωή αθώων θυμάτων.
Μετά από τις παραπάνω αναπάντεχες εξελίξεις της δίκης αυτής προβληματίζεται ο κάθε σκεπτόμενος Έλληνας, όχι μόνο από την καινοφανή ιδεοληψία του συγγραφέα και των υπερασπιστών του ότι δικαιούνται να αναμοχλεύουν αγιάτρευτες πληγές αθώων θυμάτων της εποχής εκείνης, αλλά και εάν είναι εφικτή η αναθεώρησή της με νόμιμες δικαστικές διαδικασίες, π.χ. από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, προκειμένου να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις στα συγκεκριμένα μέρη του κατηγορητηρίου.
Θα είναι δίκαιο ακόμη και για την Ελληνική δικαιοσύνη, να επανακριθούν τάχιστα οι κατηγορίες σε βάρος του κατηγορούμενου κ. Ρίχτερ ως μη κριθείσες κατά περίπτωση και ουσιαστικά στη γενόμενη παρούσα δίκη, ώστε να αποκλεισθούν οι κάθε είδους άμεσες ή έμμεσες υπεκφυγές από την πραγματική καταγραμμένη σε βιβλίο βούλησή του, να ελαφρύνει-δικαιολογήσει τα απάνθρωπα και τεκμηριωμένα αδικήματα των στρατευμένων συμπολιτών του σε βάρος αθώων θυμάτων-πολιτών Κρητικών το Μάη 1941, επιβαρύνοντας ταυτόχρονα τους αντάρτες-αστράτευτους Κρητικούς με τον καταλογισμό σε βάρος τους αναπόδεικτων ευθυνών στη διάρκεια της άμυνας κατά των πρώτων -εισβολέων, κάνοντας ειδική μνεία στην αποστασιοποίησή του από τις διεκδικούμενες από τη χώρα μας Γερμανικές αποζημιώσεις.
*Ο Κώστας Ε. Παδουβάς είναι αντιστράτηγος ε.α, πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ, συγγραφέας