Καθηλωμένη παραμένει η επενδυτική δραστηριότητα εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας και της απουσίας τραπεζικής δανειοδότησης σε συνδυασμό με την ανύπαρκτη εμπιστοσύνη που αποτελούν τους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες στην ανάπτυξη και καθιστούν επιφυλακτικές τις τράπεζες σε μια πιο δυναμική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Η περιορισμένη ρευστότητα συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα καίρια προβλήματα του συστήματος, αλλά δεν είναι αυτή που λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσπάθεια επανεκκίνησης της οικονομίας.
Αυτό υπογραμμίζουν οι τράπεζες υποστηρίζοντας την πρόθεσή τους να διοχετεύσουν στην αγορά δάνεια ύψους τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ έως και τα τέλη του 2018, αλλά και να περιορίσουν το κόστος χρήματος για τις ελληνικές επιχειρήσεις, που επιβαρύνονται με τα υψηλότερα επιτόκια στην ευρωζώνη.
Στοιχεία από τις τράπεζες δείχνουν ότι τα spreads παραμένουν υψηλά, διαμορφώνοντας το μέσο κόστος δανεισμού μεταξύ 4%-5% για τις μεγάλες ή μεσαίες επιχειρήσεις, το οποίο αυξάνεται στο 8%-10% για τις μικρές επιχειρήσεις ή τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Οι νέες χρηματοδοτήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά, αλλά για πρώτη φορά το 2017, ο ρυθμός χρηματοδότησης μιας σειράς κρίσιμων τομέων για την οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει και να αποκολλάται από το αρνητικό πρόσημο των τελευταίων ετών.
Ο τουρισμός, το εμπόριο και ο κλάδος της ενέργειας είναι οι πρώτοι ωφελημένοι από τη σταδιακή στροφή σε νέες χορηγήσεις που πραγματοποιούν οι τράπεζες, ανοίγοντας σιγά-σιγά τη στρόφιγγα του δανεισμού. Πρόκειται για τους τρεις βασικούς κλάδους που παρουσιάζουν σταθερά το πρώτο εξάμηνο του έτους θετικό πρόσημο πιστωτικής επέκτασης, σε αντίθεση με άλλους βασικούς κλάδους, όπως η βιομηχανία και οι κατασκευές, που συνεχίζουν και το 2017 το αρνητικό σερί των τελευταίων χρόνων.
Αν και το συνολικό έλλειμμα χρηματοδότησης της οικονομίας ξεπερνάει τα 60 δισ. ευρώ από την αρχή της κρίσης, το 2017 είναι η πρώτη χρονιά που αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια αναστροφής της πιστωτικής συρρίκνωσης. Παρά το γεγονός ότι το έτος θα κλείσει με οριακά αρνητικό ρυθμό, τα σχέδια των τραπεζών ανεβάζουν τις νέες χορηγήσεις στα 10 δισ. ευρώ την προσεχή διετία, μια κίνηση που εφόσον επαληθευθεί, είναι ικανή να συμπαρασύρει στην αναστροφή της επενδυτικής άπνοιας.Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στις σχέσεις επιχειρήσεων-τραπεζών περνάει μέσα από τους αυστηρούς όρους χρηματοδότησης. Έπειτα από επτά χρόνια κρίσης, που οδήγησαν στη συσσώρευση επισφαλειών ύψους 65 δισ. ευρώ μόνο από τα επιχειρηματικά δάνεια, το έλλειμμα εμπιστοσύνης παραμένει το ισχυρότερο εμπόδιο και μεταφράζεται σε υψηλά επιτόκια και στη λεπτομερή αξιολόγηση του επιχειρηματικού σχεδίου. Η ύπαρξη εξασφαλίσεων, είτε με τη μορφή ακίνητης περιουσίας, τιμολογίων, συμβάσεων, αποθεμάτων, είτε ακόμη και με τη μορφή προσωπικών εγγυήσεων που θα πρέπει να αναλάβει ο επιχειρηματίας, αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο πλέον για κάθε μορφή χρηματοδότησης, ενώ το ύψος των απαιτούμενων εξασφαλίσεων είναι συνάρτηση του ρίσκου της κάθε επιχείρησης. Αυτό δεν αναιρεί το βασικό κριτήριο, που δεν είναι άλλο από ένα αξιόπιστο business plan, το οποίο θα εξασφαλίζει ότι οι ροές της επιχείρησης είναι ικανές για την αποπληρωμή του δανείου.Οι τράπεζες σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αντλούν σημαντικό μέρος της ρευστότητάς τους από την ΕΤΕπ και την EBRD, που συμμετέχουν ενεργά στη στήριξη των μικρομεσαίων, είτε μέσα από απευθείας χρηματοδοτήσεις, είτε μέσω εγγυήσεων.