Ήμασταν παιδιά. Νοιώθαμε και βιώναμε τα Χριστούγεννα διαφορετικά απ’ ότι σήμερα. Μικροί μεγάλοι νηστεύαμε και περιμέναμε να έρθει η προπαραμονή των Χριστουγέννων για να σφάξει ο πατέρας τον «βελανιασμένο» χοίρο. Εμείς κοπέλια περιμέναμε να μας δώσουν τη φούσκα ντου να την τρίψομε στον αθό και να την φουσκώσουμε με μια ραπη από κουκάχερα. Οι γυναίκες αναλάμβαναν να τονε φτιάξουν. Έπλεναν τα άντερα καλά και τα γέμιζαν με ψιλοκομμένο συκώτι, ρύζι και σταφίδες και κάναν τις ομαθιές. Έκοβαν τα ψαχνά σε μικρά κομματάκια τα πασπάλιζαν με καρικευτικά κι αφού τα τηγάνιζαν με το λίπος του χοίρου, τα έβαζαν σε μικρά πήλινα κιούπια. Τα σκέπαζαν με λιοσμένο λίπος και έτσι έφτιαχναν τα νοστιμότατα σύγκλινα. Τα κομμάτια του λίπους που δεν έλιωναν ήταν οι λεγόμενες τσιγαρίδες. Μ’ αυτές αργότερα μαγείρευαν μακαρόνια, χυλοπίτες κ.λπ. Άλλα μεγαλύτερα κομμάτια όπως το χοιρομέρι τα κρεμούσαν στην καμινάδα για καπνιστό και απάκια.
Τα κοπέλια παραμονή των Χριστουγέννων βγαίνανε με το σιγλί για τα κάλαντα. Ξεκινούσανε από τις φάμπρικες που τους βάζανε λάδι με το καυκί από τη γούρνα. Στα σπίτια που πήγαιναν μετά, οι νοικοκυρές τα κερνούσαν τσιρεβελα (καρπός τραμυθιας), τζιτζιφα και συκομαίδες. Τα χρήματα που βγάζανε από το λάδι τα δίνανε στη μάνα τους εκτός από λίγα που κρατούσαν για να αγοράσουν ένα σουρομπίστολο με μια κούτα σούρους.
Οι κοπελιές στόλιζαν το μικρό κυπαρίσσι που είχε φέρει ο πατέρας ή ο παππούς. Τα πιο συνηθισμένα στολίδια ήταν τα κυπαρισσόμηλα τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο από τα τσιγαρόκουτα και πολύ βαμβάκι για χιόνι.
Τα ξημερώματα που χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας τρισυπόστατη, ετοιμάζονταν όλοι, μικροί μεγάλοι για να λειτουργηθούν. Δόξα εν υψίστης Θεώ και επί γης ειρήνη, έψαλαν όλοι μαζί. Χριστός γεννάται δοξάσατε!
Το μεσημέρι των Χριστουγέννων όλη η οικογένεια στο τραπέζι με την ευχή: «Χρόνια πολλά… και του χρόνου».
Με λένε Πολυτεχνείο…
Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΔΑΚΙ* Γειά σας με λένε Πολυτεχνείο. Είμαι ένα από τα πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας και είμαι πια...