Βλέποντας τα συλλαλητήρια συμπαράστασης από, δικαιολογημένα, ανήσυχους πολίτες, ο νους μου πηγαίνει στα συλλαλητήρια που γίνονταν το 1992 για το «σκοπιανό». Και τότε οι πολίτες κλήθηκαν να στηρίξουν την «εθνικά περήφανη γραμμή» που δεν ήθελε κανένα συμβιβασμό στο όνομα των Σκοπίων. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να αποβεί θετική για τη χώρα η κατά τον κ. Δραγασάκη «βίαιη ωρίμαση» και ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική ευθύνη, ώστε να αποτελέσει ένα χρήσιμο αντίβαρο στα κόμματα που, μέχρι τώρα, εναλλάσσονταν μεταξύ τους στην εξουσία. Πάντα βέβαια, όσο μακρύτερα είναι ένα κόμμα από την κυβερνητική ευθύνη, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από την πραγματικότητα, πλησιάζοντας έτσι στο ρόλο ενός «κόμματος διαμαρτυρίας». Από τη σκοπιά αυτή, οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάργηση της «ουράς του μνημονίου» μέσω «σκληρών διαπραγματεύσεων» μπορούν να συγκριθούν με τις εξαγγελίες για την άμεση κατάργηση της δουλείας από τον ακτιβιστή Γκάρισον στην Αμερική, σε αντίθεση προς θέσεις του τότε Προέδρου, Αβραάμ Λίνκολν. Επειδή ο Γκάρισον δεν είχε καμιά κυβερνητική ευθύνη, γι’ αυτό μπορούσε να ζητά την άμεση και πλήρη απελευθέρωση των μαύρων. Αντίθετα, ο Λίνκολν όφειλε να κινείται πολύ επιφυλακτικότερα, «για να διατηρήσει την ένωση και να αποφύγει την απόσχιση των μεθοριακών πολιτειών οι οποίες επέτρεπαν τη δουλεία». Γι’ αυτό «ψαλίδιζε και προσάρμοζε το θέμα της δουλείας, προκειμένου να πείσει το λαό να κάνει μικρά βήματα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισής του». Και οι δυο τους ήσαν αξιόλογοι, όμως είχαν εντελώς διαφορετικούς ρόλους. Η υπεύθυνη πολιτική πρέπει να λογαριάζει τα αποτελέσματα και τις παρενέργειες για κάθε μέτρο που παίρνει. Παρ’ όλα αυτά, από τον πόλεμο του 1897, το «σκοπιανό», μέχρι και στο θέμα της ένταξής μας στην Ευρωζώνη, βλέπουμε συχνά κάποιους να «πείθουν» το λαό προς ριψοκίνδυνες και μοιραίες αποφάσεις, για να έρχονται μετά οι ίδιοι να ισχυρίζονται ότι δεν μπορούν να κάνουν πίσω στην «απόφαση του λαού»! Από την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία μέχρι σήμερα, ο λαός δεν τρέχει από μόνος τους προς ακραίες λύσεις. Πάντα κάποιοι τον εξωθούν προς αυτές.
Σε δημοσκοπήσεις μόλις πριν τις εκλογές, η συντριπτική πλειοψηφία του λαού (γύρω στο 80%) ήταν υπέρ της παραμονής μας στην Ευρωζώνη. Είναι φανερό ότι ένα μέρος των πολιτών, που θέλει να μείνουμε στο ευρώ, ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο από αποδοκιμασία στην προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ διακήρυσσε ότι «δεν βλέπει μέλλον εκτός ευρώ» και ότι θα «διαπραγματευτεί, σκληρά», πείθοντας τους εταίρους μας για αμοιβαίες υποχωρήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, γύρω στο 70% των ερωτηθέντων πιστεύει, ακόμη, ότι η σκληρή διαπραγματευτική μέθοδος του ΣΥΡΙΖΑ θα εξασφαλίσει τη θέση μας στο ευρώ, άρα και τη χρηματοδότησή μας από την ευρωζώνη, χωρίς μνημονιακές υποχρεώσεις. Πολλοί συμπολίτες μας δεν συνειδητοποίησαν ίσως ακόμη, ότι ήδη από τις 9 Φεβρουαρίου, πρωτοκλασάτοι υπουργοί αναγνωρίζουν αυτό που αρνούνταν και εξόρκιζαν πριν τις εκλογές: ότι δηλαδή δεν αποκλείεται να γίνει το μοιραίο κατά τη διαπραγμάτευση, και να οδηγηθούμε μόνοι μας εκτός ευρώ. Και αυτό θα γίνει αν μας κόψουν τη χρηματοδότηση, εφόσον αρνούμαστε ακόμη και τις βασικές αρχές που εγγυώνται ανάπτυξη και εργατικές θέσεις. Αλήθεια, πώς μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός, ότι το ενδεχόμενο να βγούμε από την Ευρωζώνη -απομονωμένοι και χωρίς χρηματοδότηση- δεν ειπώθηκε πριν τις εκλογές, αλλά ακούγεται εκ των υστέρων, όταν είναι ήδη πολύ αργά; Γιατί δεν ενημερωθήκαμε ότι, στην περίπτωση που βρεθούμε εκτός χρηματοδότησης, το σχέδιο Β είναι να βγούμε σε επαιτεία στην Αμερική, τη Ρωσία, την Κίνα;
Προσωπικά, είχα επηρεαστεί από τη νηφαλιότητα του κ. Δραγασάκη και έτρεφα ελπίδες για την επιβολή των «ρεαλιστών» επί των «δογματικών» στελεχών. Αρχίζω να μην είμαι βέβαιος ότι υπάρχει πράγματι διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης