Εμείς, παιδιά ακόμα, που ζήσαμε στις παρυφές του Ψηλορείτη, στην νοητική βέβαια πλευρά του, θυμόμαστε τη θλίψη στα πρόσωπα των αντρών, το θρήνο των γυναικών και το αποσβολωμένο βλέμμα των παιδιών τους, όταν ακουγόταν στη γειτονιά, από στόμα σε στόμα, από χωριό σε χωριό, πως «εκλέψανε τα οζα του τάδε».
Όλη η περιοχή αναστατωμένη από το γεγονός ελάμβανε μέτρα να προστατεύσει το βιος της, μα για πόσο, και πόση δύναμη μπορούσαν να έχουνε μικρές οικογένειες βιοπαλαιστών, άνθρωποι έντιμοι και ηθικοί, φιλόξενοι με αρετές και ήθος πηγαίο, κληροδότημα των προγόνων τους, ποιος ξέρει πόσες γενιές πίσω. Η ντοπιολαλιά τους η ίδια ήταν μάρτυρας της καταγωγής τους. Αρχαίοι Έλληνες.
Ύστερα κάμποσοι άντρες, παίρνανε το βουνό, πλάι πλάι, ακολουθούσανε τα μονοπάτια των κλεφτών, να προφτάξουνε μήπως και καταφέρουν να σώσουνε κάτι τις από τα κλεμμένα. Πολλές φορές ακούγαμε τις φωνές τους μέσα από τα βουνά και άλλες πάλι πυροβολισμούς από τουφέκια και πιστόλια. Σπάνια γυρίζανε πίσω με διάφορο. Κουρασμένοι και απογοητευμένοι μιλούσανε αργά και διηγούνταν χαμηλόφωνα τα γεγονότα, γιατί τη φωνή τους κανείς δεν την άκουγε. Και την οργή τους την εκάνανε πίκρα και την καταπίνανε μαζί με τη φτωχή καθημερινή μπουκιά τους.
Μεσολαβητές, πολιτικοί, παρατρεχάμενοι, πιάνανε δουλειά. Να ξεκαθαρίσουνε τα οζά του κακομοίρη, του ταλαίπωρου, του κοκοτυχαιμένου. Ο Νόμος; ποιος να μιλήσει για Νόμο! Οι « δυνατοί» γυρνούσανε πιο θυμωμένοι και η εκδίκηση έσταζε από τα μάτια τους.
Είχαμε τότε κάποιους εκπροσώπους στα μέρη μας, βουλευτάδες εκλεγμένους από το λαό, που ήξεραν να χειρίζονται το σύστημα της ζωοκλοπής με επιδεξιότητα και μαεστρία περίσσια. Όσοι αδικήσανε με τις ευλογίες τους, γίνανε ακόμα πιο δυνατοί. Και όσοι αδικηθήκανε πήραν των αματιών τους και αφήσανε τη γη τους να ρημάζει, τα σπίτια τους με γερμένες τις γρίλιες και τις στέγες ριγμένες.
Η αντιστοίχηση σε μεγεθυμένο χώρο και χρόνο είναι προφανής και δεν χρειάζεται ερμηνείες.
Σε όλους αυτούς, που αδικήσανε και που σήμερα είναι παραταγμένοι στη μια ή στην άλλη πλευρά του πολιτικού συστήματος και σε αυτούς που τους εκπροσωπούν σε αυτό το σύστημα, έχουμε να πούμε δυο κουβέντες, εμείς, που δεν δεχτήκαμε τις χάρες τους, που δεν παραστεκουλίσαμε ποτέ μπροστά σε κομματικά γραφεία, που στηθήκαμε με περηφάνια μπροστά στη ζωή και μιλήσαμε με μιαν άλλη γλώσσα στα παιδιά μας για να ζήσουν και αυτά με αξιοπρέπεια και περηφάνια.
Δεν καθίσαμε ποτέ στο τραπέζι με το μεγάλο φαγοπότι, γιατί ΔΕΝ θέλαμε να καθίσουμε μαζί σας. Μας ήταν απεχθές, μην πω αηδιαστικό, το ξεροκόμματο που είχατε «καβατζώσει» για να εξασφαλίσετε τη συνενοχή μας. Είδαμε αλλού τις πραγματικές αξίες της ζωής, γιατί οι προγονοί μας τις δίδαξαν, και όσοι από εμάς τις αρπάξανε, γίνανε το είναι μας και η υπόσταση μας. Αυτά είχαμε και έχουμε να αντιτείνουμε στους υπερφίαλους, τους επιδειξίες του πλούτου, στη «λαμογιά» και στη «γκλαμουριά» που εξέθρεψαν, συντήρησαν και συντηρούν το πολιτικό σας τοπίο.
Δεν θα χωρέσουμε ποτέ στις κομματικές σας ταυτότητες και τις στατιστικές σας. Είμαστε εμείς που σιγά σιγά σηκώνουμε το ανάστημά μας για να αλλάξουμε τον κόσμο. Είμαστε εμείς που δεν μας βλέπετε. Που ποτέ δεν μας είδατε. Γιατί δεν ήμασταν εκεί: Στο τραπέζι με το μεγάλο φαγοπότι!
*Ο Σταύρος Καλαγασίδης είναι λογιστής