Αθώους έκρινε χθες το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου τους τρεις αξιωματικούς της ΕΛΑΣ, που σχεδίασαν, οργάνωσαν και υλοποίησαν την αστυνομική επιχείρηση της 5ης Νοεμβρίου 2007 στα Ζωνιανά που κατέληξε στον βαρύτατο τραυματισμό του ειδικού φρουρού Στάθη Λαζαριδη, στον ελαφρύτερο τραυματισμό δυο ακόμα ειδικών φρουρών και στον κίνδυνο ζωής που αντιμετώπισαν 46 ακόμα συνάδελφοί τους και η δικαστικός που τους συνόδευε από τα πυρά καλάσνικοφ που δέχτηκαν από άτομα που τους είχαν στήσει ένοπλη ενέδρα.
Οι τρεις κατηγορούμενοι αστυνομικοί κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, καθώς, σύμφωνα με το κατηγορητήριο σχεδίασαν πλημμελώς την επιχείρηση, με λάθη, παραλείψεις, και χωρίς να λάβουν όλα τα μέτρα προστασίας των αστυνομικών που συμμετείχαν. Η αδυναμία μεταβολής του αδικήματος, από παράβαση καθήκοντος (που δεν προέκυψε) σε έκθεση κινδύνου (που σύμφωνα με τον εισαγγελέα προέκυψε), «χάρισε» ουσιαστικά την αθωότητα στους τρεις αξιωματικούς της ΕΛΑΣ.
Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου, Θεοφάνης Ντάκουλας, μετά από δυο δικασίμους, ανακοίνωσε στις 4:00 το απόγευμα την απόφαση σημειώνοντας ότι οι κατηγορούμενοι απαλλάσσονται, καθώς δεν προέκυψε από τη διαδικασία το αδίκημα για το οποίο κατηγορούντο. Συντάχθηκε όμως με την κρίση του εισαγγελέα, ο οποίος λίγο νωρίτερα πρότεινε επίσης την απαλλαγή των τριών τέως αξιωματικών λέγοντας ότι το αδίκημα που προέκυψε είναι αυτό της έκθεσης σε κίνδυνο θανάτωσης 49 ατόμων, επεσήμανε ωστόσο ότι σύμφωνα με τον νόμο δεν μπορεί να γίνει μεταβολή της κατηγορίας.
«Για τους ίδιους λόγους που ανέφερε ο κ. Εισαγγελέας στην αγόρευσή του κηρύσσουμε αθώους τους κατηγορούμενους» ανέφερε ο πρόεδρος του Δικαστηρίου κ. Ντάκουλας, κλείνοντας την διαδικασία με τη φράση: «Είναι πολύ λυπηρά όσα συνέβησαν. Ευχόμαστε να μην ξανασυμβούν ποτέ στο μέλλον».
Να σημειωθεί ότι χθες κατέθεσαν και οι τελευταίοι μάρτυρες. Ως μάρτυρες κατηγορίας οι ειδικοί φρουροί Θόδωρος Γώγος και Χρήστος Τσανακτσίδης που είχαν τραυματιστεί στη διάρκεια της επιχείρησης και ο συνάδελφός τους Κώστας Νικολαντωνάκης. Και οι τρεις επέμειναν σε όσα είχαν καταθέσει και οι υπόλοιποι συνάδελφοί τους στην προηγούμενη δικάσιμο: για προχειρότητα της επιχείρησης, για ακαταλληλότητα της ώρας που επελέγη, για ελλιπείς δυνάμεις και μέσα, επιχείρηση χωρίς κάλυψη και ακροβολιστές σε μια περιοχή άκρως επικίνδυνη.
Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι από το Δικαστήριο. Ωστόσο, ειδικά για τον πρώην γενικό αστυνομικό διευθυντή Περιφέρειας Κρήτης, Αντώνη Βιτωράκη, ο εισαγγελέας Ιωακείμ Κασσωτάκης στη διάρκεια της αγόρευσής του ήταν καταιγιστικός και «καταδικαστικός». Όπως ανέφερε, μπορεί να μην προέκυψε το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος αλλά η ακροαματική διαδικασία ανέδειξε το αδίκημα της «έκθεσης σε κίνδυνο θανάτωσης 49 ατόμων». Για τον τέως στρατηγό της ΕΛΑΣ, ανέφερε ότι ήταν εκείνος που είχε τις μεγαλύτερες ευθύνες για τον κακό σχεδιασμό της επιχείρησης, μια επιχείρηση επιπόλαια όπως την χαρακτήρισε, δεν μερίμνησε για την επίβλεψη της επιχείρησης και η μόνη σπουδή του ήταν να πραγματοποιηθεί.
Κι αν δεν πρότεινε την ενοχή του, αυτό οφείλεται σε νομικό ζήτημα, καθώς ο νόμος δεν επιτρέπει την μεταβολή μιας κατηγορίας υπηρεσιακής (όπως η παράβαση καθήκοντος) σε κατηγορία ποινική (όπως η έκθεση σε κίνδυνο ή ενδεχομένως ακόμα και σε σωματικές βλάβες δια παραλείψεως).
Ο κ. Κασσωτάκης, ανέφερε στην αγόρευσή του τα παρακάτω:
«Η επιχείρηση δεν οργανώθηκε σωστά.
Η ώρα υλοποίησής της δεν ήταν σωστή, η 10η πρωινή δεν δικαιολογείται με τίποτα.
Δεν υπήρχαν δυνάμεις κατόπτευσης του χώρου, όπως θα έπρεπε.
Δεν ήταν μια απλή κατ’ οίκον επιχείρηση όπως θέλησαν να την παρουσιάσουν οι κατηγορούμενοι.
Οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί δεν επέτρεπαν για πολλές δεκαετίες να γίνει στα Ζωνιανά επιχείρηση.
Γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορούσε να γίνει έτσι πρόχειρα η επιχείρηση σ’ αυτήν την περιοχή.
Ειπώθηκε ότι δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει τι θα συνέβαινε. Πως δεν μπορούσε; Ποια διαφορά αντιμετώπισης μπορεί να υπήρχε απ’ αυτήν που επικρατούσε κάθε φορά όταν οι κάτοικοι των Ζωνιανών έβλεπαν αστυνομικούς και τους επιτίθεντο με ξύλα, πέτρες και καδρόνια;
Ήταν μια επιπόλαια οργανωμένη επιχείρηση.
Ο πρώτος κατηγορούμενος (Α. Βιτωράκης) έχει ευθύνες επειδή δεν επέβλεψε την επιχείρηση. Επειδή δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή ως όφειλε. Πολύ περισσότερο αφού είχε γίνει δέκτης (από τον κ. Σαββάκη) των παραπόνων και των αντιδράσεων που εκφράστηκαν από αστυνομικούς-αξιωματικούς κατά τη σύσκεψη την προηγούμενη μέρα. Όφειλε να επιβλέψει ο ίδιος την επιχείρηση. Αντί να πράξει αυτό, εδώ μέσα αποδείχτηκε ότι πήγε μόνος του στην περιοχή να βρει το σπίτι του δράστη που είχε συλληφθεί.
Γιατί ερευνούμε σήμερα αυτή την υπόθεση παρά το γεγονός ότι και στο παρελθόν υπήρξαν επιθέσεις κατά αστυνομικών με ξύλα, πέτρες, πυροβολισμούς κι επίσης είχαν τραυματιστεί αστυνομικοί; Μα διότι είχαμε βαρύτατο τραυματισμό αστυνομικού σε αυτήν την περίπτωση. Και βέβαια δεν είναι το ίδιο να τρως μια πέτρα στο κεφάλι με το να τρως μια σφαίρα στο κεφάλι.
Έχουν ευθύνες και οι δυο άλλοι κατηγορούμενοι. Η φυσική τους παρουσία όμως στην επιχείρηση τους απαλλάσσει των ευθυνών. Δεν προκύπτει ότι παρέβησαν όμως το καθήκον τους. Δέχτηκαν εντολή από τον πρώτο κατηγορούμενο (Α. Βιτωράκη) να κάνουν την επιχείρηση, ο οποίος μάλιστα επέδειξε φοβερή σπουδή πριν για να γίνει αλλά μετά αρκέστηκε σε ένα: «τι έγινε βρε παιδιά;».
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι κατηγορούμενοι με τις πράξεις τους είχαν σκοπό να βλάψουν το κράτος και να ωφελήσουν τον δράστη στου οποίου το σπίτι θα επραγματοποιείτο έρευνα. Από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψε σκοπός τέτοιος. Δεν προέκυψε ότι υπήρχε πρόθεση να ωφεληθεί ο δράστης. Δηλαδή δεν υπάρχει υποκειμενική υπόσταση αντικειμένου της κατηγορίας.
Το αδίκημα έπρεπε να είναι έκθεση. Εξέθεσαν σε κίνδυνο 49 άτομα. Όπως οργανώθηκε η επιχείρηση, εκτέθηκαν σε κίνδυνο θανάτωσης 49 συνολικά άτομα.
Κι εδώ γεννάται το ερώτημα: Μπορεί να μεταβληθεί η κατηγορία από παράβαση καθήκοντος σε έκθεση κινδύνου; Όχι δεν μπορεί να γίνει μεταβολή κατηγορίας.
Το αδίκημα θα μπορούσε να είναι επίσης δια παραλείψεως σωματικές βλάβες. Και πάλι όμως δεν μπορεί να γίνει μεταβολή κατηγορίας.
Για τον λόγο ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η παράβαση καθήκοντος και λόγω αδυναμίας μεταβολής της κατηγορίας, προτείνω την απαλλαγή των κατηγορουμένων».
Α. Βιτωράκης: Η ευθύνη του σχεδιασμού δεν ήταν δική μου
Ως ο αξιωματικός που ήρθε στην Κρήτη τον Μάρτιο του 2007 και με τους επιχειρησιακούς του σχεδιασμούς και τις αντεγκληματικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε, απάλλαξε μέχρι τον Νοέμβριο του ιδίου έτους το Ρέθυμνο και το νησί ολόκληρο από τους θύλακες εγκληματικότητας και τους παραβάτες, εμφανίστηκε στην απολογία του ο γενικός αστυνομικός διευθυντής Περιφέρειας Κρήτης της περιόδου εκείνης, Αντώνης Βιτωράκης, ο οποίος επέρριψε όλες τις ευθύνες της επιχείρησης στον αναπληρωτή αστυνομικό διευθυντή Ρεθύμνου, Μανώλη Σαββάκη, στον οποίο εκείνος είχε δώσει εντολή, και τον πίεζε μάλιστα, να κάνει την επιχείρηση. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν τοποθετήθηκε γενικός Κρήτης, βρήκε μεγάλη εγκληματικότητα σε όλους τους νομούς, πολλούς εγκληματογενείς πυρήνες και αντικοινωνική συμπεριφορά. Ως ένα τέτοιο πυρήνα είδε και τον ορεινό Μυλοπόταμο, όπου άμεσα ανέλαβε πρωτοβουλίες και σχεδίασε μέτρα προκειμένου να γίνει αισθητή η παρουσία της αστυνομίας στους κατοίκους της περιοχής, αρχικά με ήπιους τρόπους, περιφερειακά με μπλόκα, και σε δεύτερο επίπεδο με νυχτερινούς ελέγχους. Όπως είπε, σε τρίτη φάση σχεδίαζε την πραγματοποίηση μιας εμπεριστατωμένης και οργανωμένης επιχείρησης στα Ζωνιανά.
Η προσπάθειά του αυτή, όπως είπε, άρχισε να έχει αποτελέσματα και τον Αύγουστο του 2007 σταμάτησαν οι περιπτώσεις ληστειών που ήταν συχνές τότε αλλά και γενικότερα οι εγκληματικές πράξεις στην περιοχή. (Αυτό βέβαια δεν προκύπτει καθόλου από δημοσιεύματα της περιόδου). Η αστυνομική παρουσία μάλιστα ήταν τέτοια, σύμφωνα με τον ίδιο, που υποχρέωσε τους παραβατικούς κατοίκους των Ζωνιανών να φύγουν από την περιοχή και να «μεταναστεύσουν» στο Ηράκλειο για να κάνουν τις παράνομες δραστηριότητές τους. (Το ότι οι συλλήψεις κατοίκων Ζωνιανών και πριν στην περιοχή του Ηρακλείου ήταν συχνές, προφανώς ο κ. Βιτωράκης δεν το γνώριζε). Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε, έγινε και η σύλληψη του νεαρού από τα Ζωνιανά τη νύχτα της 2ας Νοεμβρίου 2007 (Παρασκευή) στο Ηράκλειο, στην κατοχή του οποίου βρέθηκε ποσότητα ναρκωτικών. Την επομένη το πρωί, Σάββατο 3 Νοεμβρίου, ενημερώθηκε με ένα φαξ για τη σύλληψη του νεαρού Ζωνιανού και λόγω της σοβαρότητάς του έδειξε ενδιαφέρον, έμαθε για το σήμα του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Ηρακλείου στο Τ.Α. Περάματος για κατ’ οίκον έρευνα στα Ζωνιανά, επικοινώνησε με τον αναπληρωτή διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ρεθύμνου, Μανώλη Σαββάκη και του είπε να προετοιμάσει επιχείρηση για την έρευνα.
«Δεν θυμάμαι τι μου απάντησε τότε. Με πήρε τηλέφωνο όμως μετά από 2 ώρες και μου ζήτησε προθεσμία 7 ημερών για την έρευνα. Ως αιτία μου είπε ότι θέλει χρόνο να εντοπίσει το προς έρευνα σπίτι. Μου φάνηκε περίεργο. Μου ήταν αδιανόητο να δικαιολογήσω το αίτημά του. Διέκρινα χαλαρότητα, φοβία, αδιαφορία. Θέλησα να διεγείρω τους αξιωματικούς του Ρεθύμνου, γι’ αυτό πήρα το αυτοκίνητό μου και πήγα στον Μυλοπόταμο. Κινήθηκα στην περιοχή. Έκανα την διαδρομή Λιβάδια-Ζωνιανά-Ανώγεια για να βρεθώ στο Α.Τ. Ανωγείων. Δεν σταμάτησα πουθενά, δεν ήρθα με κανέναν σε επαφή και δεν μίλησα με κανέναν» είπε ο κ. Βιτωράκης απαντώντας στο κρίσιμο ερώτημα που έθετε το Δικαστήριο, αφού στο κατηγορητήριο υπήρχε η κατηγορία ότι έκανε προσυνεννόηση με κατοίκους των Ζωνιανών για την επιχείρηση.
«Πήγα στο Α.Τ. Ανωγείων για να βρω τον αστυνομικό που επέδιδε τις κλήσεις στην περιοχή και να μου πει που είναι το σπίτι του δράστη στο οποίο θα γινόταν η έρευνα στα Ζωνιανά και για το οποίο ο κ. Σαββάκης χρειαζόταν χρόνο να το βρει. Ο αστυνομικός μου περιέγραψε αναλυτικά το σημείο. Κατάλαβα ότι οι υπεύθυνοι αξιωματικοί του Ρεθύμνου είχαν ένα άνθρωπο να τον αξιοποιήσουν ως πηγή πληροφόρησης και δεν το έκαναν. Αυτός και μόνο ήταν ο λόγος που βρέθηκα στον Μυλοπόταμο. Δεν πήγα στα Ζωνιανά. Ήθελα να δείξω στους αξιωματικούς πως ήταν πολύ εύκολο να κάνουν κάτι, αρκεί να δουλέψουν. Μου πρόβαλαν αδυναμία εντοπισμού της οικίας και θέλησα να τους διεγείρω υπηρεσιακά» ανέφερε ο πρώην στρατηγός.
Σύμφωνα με τον κ. Βιτωράκη, ο κ. Σαββάκης τον ενημέρωσε τηλεφωνικά το Σάββατο το βράδυ ότι έχει συγκαλέσει σύσκεψη για την Κυριακή με αξιωματικούς για να μιλήσουν και να δουν πως θα οργανώσουν την επιχείρηση. «Του είπα να μου ζητήσουν ότι μέσα ή οπλισμό χρειαστούν» ανέφερε. Στην ερώτηση του προέδρου γιατί δεν έδωσε στον κ. Σαββάκη την προθεσμία που του ζήτησε, απάντησε πως κάτι τέτοιο του φάνηκε αδιανόητο για μια κατ’ οίκον έρευνα.
Συνεχίζοντας την απολογία του ο κ. Βιτωράκης υποστήριξε ότι όλη την ευθύνη για τον σχεδιασμό της επιχείρησης και τη διάθεση μέσων και δυνάμεων την είχε ο κ. Σαββάκης και κείνος του διέθεσε ότι του ζήτησε. Σε σχετική ερώτηση της έδρας, είπε ότι ποτέ ο αναπληρωτής αστυνομικός διευθυντής δεν του είπε ότι υπάρχουν αντιρρήσεις για την επιχείρηση από άλλους αξιωματικούς. «Η μόνη ένσταση που μου διατύπωσε ήταν η προθεσμία των 7 ημερών για να εντοπιστεί το σπίτι. Διαπίστωσα ότι δεν είχε βάση αυτός ο λόγος και διέκρινα αδράνεια. Γι’ αυτό τον λόγο του έστειλα και έγγραφη διαταγή να κάνει την επιχείρηση».
Σε ότι αφορά την ώρα της επιχείρησης, ο κ. Βιτωράκης επίσης επέρριψε την ευθύνη στον κ. Σαββάκη, λέγοντας: «Εκείνος μου είπε για τις 9:30 το πρωί. Μου φάνηκε αργά αλλά ως δικαιολογία μου είπε πως έχει την πληροφορία πως ο δράστης στου οποίου το σπίτι θα γινόταν η έρευνα, θα πήγαινε στον ανακριτή Ηρακλείου εκείνη την ώρα και ήταν ο πλέον κατάλληλος χρόνος, διότι θα απουσίαζαν από τα Ζωνιανά οι περισσότεροι κάτοικοι για να συμπαρασταθούν στον συλληφθέντα στο Ηράκλειο και οι αστυνομικοί δεν θα έβρισκαν αντίδραση στο χωριό».
Για τον σχεδιασμό της επιχείρησης ο κ. Βιτωράκης είπε ότι δεν γνώριζε λεπτομέρειες κι ότι ήταν ευθύνη του κ. Σαββάκη ως επικεφαλής να κάνει όλα όσα προβλέπονται για την ασφάλεια της ομάδας που θα επιχειρούσε.
«Με είχε διαβεβαιώσει ότι όλα ήταν σχεδιασμένα. Μου τηλεφώνησε το πρωί πριν την επιχείρηση και με διαβεβαίωσε ότι έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα. Στις 10:00 περίπου με κάλεσε ξανά στο τηλέφωνο και μου ανέφερε ότι οι αστυνομικοί βάλλονται κι ότι υπάρχουν 2 τραυματίες. Τον διέταξα να καλυφθούν και να οπισθοχωρήσουν» είπε στην απολογία του.
Σε ερώτηση του εισαγγελέα αν γνώριζε για τις επιθέσεις που γινόταν εις βάρος αστυνομικών όταν πήγαιναν στα Ζωνιανά και τις συμπλοκές που σημειωνόταν, για τα καδρόνια και τις πέτρες που εκσφενδόνιζαν εναντίον των ενστόλων οι 500 από τους 1.000 κατοίκους, ο κ. Βιτωράκης απάντησε πως δεν γνώριζε τίποτα τέτοιο, διότι επί των ημερών του «δεν σημειώθηκε κανένα τέτοιο περιστατικό».
Στην ερώτηση του εισαγγελέα αν θεωρεί πως έπραξε ο κ. Σαββάκης ότι έπρεπε, απάντησε θετικά, λέγοντας επίσης πως ο κ. Σαββάκης θα μπορούσε κάλλιστα να μην πάει ο ίδιος στην επιχείρηση και να ορίσει γι’ αυτό άλλο αξιωματικό υφιστάμενό του, εκείνος πήγε ο ίδιος από υπερβάλλοντα ζήλο.
Στην ερώτηση του προέδρου που αποδίδει το αρνητικό αποτέλεσμα της επιχείρησης, ο κ. Βιτωράκης απάντησε: «Σε πρωτόγνωρη αντίδραση των κατοίκων της περιοχής». Τέλος, όσον αφορά την εκ των υστέρων άποψή του για το αν η επιχείρηση ήταν σωστά σχεδιασμένη και οργανωμένη, απάντησε: «Θα ήμουν εξωπραγματικός αν έλεγα πως ήταν τέλεια. Ενδεχομένως υπήρξαν λάθη και παραλείψεις. Δεν την σχεδίασα εγώ, δεν ξέρω τι έγινε λάθος».
Συνήγορος του κ. Βιτωράκη ήταν ο δικηγόρος Αθηνών και αδελφός του, Κώστας Βιτωράκης.
Ο Μανώλης Σαββάκης, την περίοδο εκείνη αναπληρούσε τον αστυνομικό διευθυντή Ρεθύμνου που απουσίαζε με άδεια. Όπως απουσίαζαν και οι δυο ανώτεροι σε βαθμό από εκείνον και ήταν ο μόνος που ούτως ή άλλως έπρεπε να κάνει την επιχείρηση για την κατ’ οίκον έρευνα στα Ζωνιανά κατόπιν και της εντολής του γενικού αστυνομικού διευθυντή Κρήτης. Ο ίδιος είχε καθήκοντα επικεφαλής της υλοποίησης της επιχείρησης.
«Του ζήτησα ολιγοήμερη προθεσμία ώστε να εντοπίσω το σπίτι κατόπιν πληροφοριών και να οργανώσουμε με τους άλλους αξιωματικούς όσο καλύτερα γινόταν την επιχείρηση. Διότι ξέραμε ότι στην περιοχή συμβαίνουν βαρύτατα αδικήματα εναντίον των αστυνομικών από τους κατοίκους, συγγενείς δραστών. Τα είπα όλα αυτά στον κ. Βιτωράκη, αλλά εκείνος νόμιζε ότι ήθελα να κωλυσιεργήσω. Εγώ δεν είχα σχέση με τέτοιες επιχειρήσεις. Ήμουν χρόνια στην Τροχαία. Εκείνος μου επέμεινε να γίνει η επιχείρηση. Ζήτησα το Σάββατο βοήθεια από τον αξιωματικό Σ. Σταυρουλάκη. Ήθελα να μας σχεδιάσει ένα χάρτη λεπτομερή τόσο με το σπίτι που θα ερευνούσαμε όσο και με τους δρόμους και τα στενά του χωριού. Ο κ. Σταυρουλάκης ήρθε την Κυριακή το απόγευμα στη σύσκεψη που είχα συγκαλέσει. Κρατούσε ένα σχεδιάγραμμα με όσα του ζήτησα. Πάνω είχε γράψει να μην γίνει έτσι η επιχείρηση αλλά με καταδρομικό τρόπο. Εγώ δεν είχα ξανακούσει για καταδρομείς στην αστυνομία αλλά στον στρατό. Εκεί και άλλοι αξιωματικοί είχαν αντιρρήσεις για την επιχείρηση. Εγώ τους απάντησα ότι είχα εντολή και δεν ήθελα να με στείλουν κατηγορούμενο αν δεν την εκτελούσα. Μου έλεγαν ότι χρειάζονται άνδρες των ΕΚΑΜ. Τους πρότεινα να μου τα κάνουν όλα αυτά γραπτά για να τα διαβιβάσω στον γενικό. Αρνήθηκαν.
Βάσει του σχεδιαγράμματος του Σταυρουλάκη κάναμε το σχέδιο της επιχείρησης. Ζητήσαμε ενίσχυση από τον γενικό. Επέλεξα την ώρα γιατί γνωρίζαμε όλοι πως όταν ένας συλληφθείς οδηγείται στον ανακριτή φεύγουν όλοι από το χωριό και πάνε να του συμπαρασταθούν. Πείτε αφελή τη σκέψη μου, έτσι έκρινα. Τους Μυλοποταμίτες δεν μπορείς να τους αιφνιδιάσεις ποτέ. Έχουν 1.000 αυτιά, 1.000 μάτια και 1.000 τηλέφωνα».
Συνεχίζοντας την απολογία του και απαντώντας σε ερωτήσεις της δικαστικής έδρας, ο κ. Σαββάκης ανέφερε ότι έκανε το καλύτερο δυνατόν για την επιχείρηση που την είχε χαρακτηρίσει μεσαίου και άνω κινδύνου, ότι οι μετέχοντες αστυνομικοί όφειλαν να γνωρίζουν τους κανόνες και να έχουν τα μάτια τους 400 και ότι ο ίδιος δεν είχε μιλήσει προσωπικά στους αστυνομικούς αλλά στους ομαδάρχες τους για το τι έπρεπε να κάνουν.
Σε ερώτηση του προέδρου αν οι αστυνομικοί είχαν όλο τον εξοπλισμό που τους χρειαζόταν, όπως αλεξίσφαιρα, κιάλια και ασυρμάτους, εκείνος απάντησε θετικά λέγοντας: «Είχαν υποχρέωση να ελέγξουν αν υπάρχουν στα οχήματά τους τα κιάλια. Κι αν δεν είχαν ελέγξει ήταν πρόβλημά τους». Η αναφορά του αυτή προκάλεσε αντίδραση από αστυνομικούς που ήταν στο ακροατήριο αλλά και από την σύζυγο του Στάθη Λαζαρίδη που ανέφερε ότι ο Στάθης είχε εξοπλισμό που τον είχε αγοράσει με δικά του χρήματα.
Επεσήμανε ότι μετείχε και ο ίδιος στην επιχείρηση και είχε μείνει στο τελευταίο όχημα.
«Μετά που ακούστηκαν 2-3 πυροβολισμοί βολή κατά βολή, κι ενώ τα οχήματα έφταναν κοντά στη διασταύρωση της Αξού, πήρα τηλέφωνο τον γενικό και του το είπα. Μου απάντησε να δω από που έρχονται. Δεν προλάβαμε να κλείσουμε το τηλέφωνο κι άρχισαν καταιγιστικά πυρά. Κατάλαβα τότε ότι μας είχαν στήσει ενέδρα. Ήταν ένας εφιάλτης που δεν περίμενα. Υποψιαζόμουν ότι μπορεί να μας επιτεθούν και να έχουμε μάχη μέσα στο χωριό».
Ερωτώντας τον ο πρόεδρος εάν εκείνος παρόλο που έπεφταν πυροβολισμοί, έδωσε εντολή να συνεχίσουν οι δυνάμεις της αστυνομίας την πορεία τους κανονικά, όπως κατέθεσαν μάρτυρες κατηγορίας, ο κ. Σαββάκης το αρνήθηκε. «Εγώ δεν είπα προχωράμε. Όταν διαπίστωσα ότι μας έχουν στήσει ενέδρα σκέφτηκα ότι δε θ’ αφήσουν κανένα ζωντανό. Έπιασα την μοτορόλα και είπα «οπισθοχωρήστε». Δεν ξέρω ποιος είπε το «συνεχίστε» ανέφερε.
Ολοκληρώνοντας την απολογία του ο κ. Σαββάκης εξέφρασε την πεποίθηση ότι η επιχείρηση δεν απέτυχε λόγω κακού σχεδιασμού. «Ένα μεσαίο στέλεχος ήταν ότι πρέπει για εξιλαστήριο θύμα. Η επιχείρηση δεν απέτυχε λόγω κακού σχεδιασμού αλλά επειδή κάποιοι είχαν ενημερωθεί έγκαιρα για την επιχείρηση και μας είχαν στήσει ενέδρα. Δεν ξέρω πως και από ποιους ενημερώθηκαν. Είχαν τον χρόνο και προετοιμάστηκαν να μας εμποδίσουν».
Συνήγορος του κ. Σαββάκη ήταν ο δικηγόρος Ρεθύμνου, Νίκος Κοτζαμπασάκης.
Ο Φίλιππος Πετούσης, με καθήκοντα αστυνομικού υποδιευθυντή το 2007, στην απολογία του είπε πως εκείνος δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να υπακούσει στις εντολές των ανώτερων του. Του είχε ανατεθεί η εποπτεία της επιχείρησης. Εξάλλου, επεσήμανε ότι κινδύνευσε και κείνος όπως οι αστυνομικοί. Επέβαινε σε ένα από τα πρώτα οχήματα και από τύχη καθαρή δεν χτυπήθηκε το τζιπ, ενώ από ατυχία βλήθηκε το τζιπ στο οποίο επέβαινε ο Στάθης Λαζαρίδης.
Μεταξύ άλλων, στην απολογία του ο κ. Πετούσης ανέφερε:
«Ήξερα όπως όλοι για την ιδιαιτερότητα των Ζωνιανών. Συμμετείχα με τους άλλους αξιωματικούς στη σύσκεψη που συγκάλεσε ο κ. Σαββάκης την Κυριακή 4 Νοεμβρίου. Μας ενημέρωσε ότι θα γίνει η επιχείρηση. Ο κ. Σταυρουλάκης διαφώνησε λέγοντας ότι χρειάζεται επιχείρηση καταδρομικού τύπου. Κι εγώ είπα ότι πρόκειται για μια επικίνδυνη επιχείρηση. Είπα ότι χρειάζονται Ειδικές Δυνάμεις. Ζήτησα περισσότερες διευκρινίσεις αλλά με καθησύχασε. Στον κ. Βιτωράκη δεν διαβιβάσαμε τις αντιρρήσεις μας, υπάρχει ιεραρχία στην ΕΛΑΣ. Ο κ. Σαββάκης μας είπε ότι τον ενημέρωσε σχετικά και ότι πρέπει να κάνουμε γραπτές τις όποιες ενστάσεις μας και γραπτά να αναφέρουμε αν είχαμε κάποια πληροφορία σχετική με το ότι κάτι δεν θα πάει καλά. Υπήρχε απροθυμία και δυσαρέσκεια, όπως διαπίστωσα και το πρωί της επιχείρησης από τους αστυνομικούς στα Ανώγεια, όπου μετέβην. Εγώ τους είπα, «παιδιά αν ακούσετε πυροβολισμούς, αν προκύψει πρόβλημα να κατευθυνθείτε προς την Αξό. Συναντηθήκαμε, όλη η δύναμη, στην Γέφυρα του Φονιά και υπό τις οδηγίες Σαββάκη ξεκινήσαμε κομβόι. Ήμουν στο 5ο όχημα. Φτάνοντας κοντά στην διασταύρωση της Αξού ακούσαμε τους πρώτους πυροβολισμούς. Αιφνιδιαστήκαμε. Από τον ασύρματο ακούσαμε μια φωνή να λέει «προχωρήστε κανονικά». Κατάλαβα ότι ήταν η φωνή του κ. Σαββάκη. Οι πυροβολισμοί συνεχιζόταν κι εγώ από τον ασύρματο είπα: δεχόμαστε πυροβολισμούς. Από άλλο ασύρματο ακούστηκε ότι υπάρχουν τραυματίες. Τότε οπισθοχωρήσαμε».
Συνήγορος του κ. Πετούση ήταν ο δικηγόρος Ρεθύμνου, Θοδωρής Τσούλας.