Πόσα χιλιόμετρα να έχει διανύσει στη ζωή του; Ουτε κι ο ίδιος μπορεί να υπολογίσει. Γιατί ο νους του ήταν μόνο στη χαρά που θα δώσει με το γράμμα ή τη σύνταξη σε ανθρώπους που περίμεναν.
Ο κ. Δημήτρης Απανωμεριτάκης, που σε κερδίζει πάντα με το γλυκό του χαμόγελο, πλατύ σαν την καρδιά του, έχει πολλά να θυμηθεί τώρα που απόμαχος απολαμβάνει το αποτέλεσμα του μόχθου του.
Και αποφάσισε να καταγράψει τις μνήμες του αυτές σε βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σύντομα.
Αν και θέλει με την απλότητά του να φαίνεται ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας ο κ. Απανωμεριτάκης κουβαλά στις μνήμες του ηρωικές σελίδες δράσης, μοναδικές εμπειρίες από τη θητεία του στη Χωροφυλακή, αλλά στη συνέχεια και στα ΕΛΤΑ όπου υπηρέτησε ως διανομέας. Και δεν μιλάμε για την εποχή που όλα είναι απλά χάρις στην τεχνολογία.
Οι ταχυδρόμοι εκείνου του καιρού, αντιμετώπιζαν καθημερινά όλα τα στοιχεία της φύσης για να φέρουν σε πέρας την ιερή αποστολή τους. Και το έκαναν αγόγγυστα. Γιατί στο μεταξύ δένονταν με τη γειτονιά που αντιστοιχούσε στη βάρδια τους και ήταν σαν να πρόσφεραν εκδούλευση σε φίλους.
Σ’ αυτά τα ωραία χρόνια μας μεταφέρει ο κ. Δημήτρης με τη γλαφυρή πέννα του. Αλλά εμείς πρωτογευθήκαμε και την σπάνια έκφραση που τον διακρίνει καθώς διηγείται. Το είχαμε απωθημένο να γράψουμε κάτι για τον σπάνιο αυτό άνθρωπο. Και πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο του, είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο σπίτι του εκεί στην οδό Λάπας στο Μασταμπά, ενώ η κυρία Μαρία Απανωμεριτάκη, μια αρχόντισσα πραγματική, ετοίμαζε τον καφέ και τα λοιπά ποιήματα των χειρών της.
«Το 1926, στις 2 του Ιούλη είδα το πρώτο φως της ζωής, μας λέει ο κ. Δημήτρης. Κι αναφέρεται με συγκίνηση στους γονείς του, στα επτά του αδέλφια (ήταν ο έκτος στη σειρά) και στα πικρά χρόνια της βιοπάλης.
-Δύσκολα χρόνια ζήσατε και σεις.
-Αφάνταστα δύσκολα. Τι να σου κάνουν οι γονείς; Όπως γράφω και στο βιβλίο μου, έπρεπε κάθε παιδί να βοηθά παντού. Και στο χωράφι και στο άρμεγμα και στο θέρος και στο αλώνισμα. Να σκάβει αμπέλια, να τρυγά. Πως αλλιώς να γινόταν;
-Και τα όνειρα του παιδιού εκείνης της εποχής;
-Είχε όνειρα καθένας αλλά αυτό που τον απασχολούσε ήταν να μπορέσει να αποκατασταθεί. Κάθε γενιά ήθελε τους απογόνους να ζήσουν καλύτερα. Η στέρηση ήταν ανυπόφορη.
– Είχαν πίστη όμως οι άνθρωποι.
-Μεγάλη πίστη. Αυτό μας έσωζε πάντα. Υπήρχε «φόβος Θεού» Υπήρχε σεβασμός στους γονείς και στις αξίες της ζωής.
-Από σπουδές τι προλάβατε;
– Σωστά καλή μου φίλη είπατε αν πρόλαβα. Εκείνα τα χρόνια τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Τέλειωσα το Δημοτικό και με χαρά μεγάλη ήρθα στο Γυμνάσιο. Με είχε προγυμνάσει καλά ο πρώτοξάδελφός μου δάσκαλος Κώστας Απανωμεριτάκης. Αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβα να το τελειώσω. Η κήρυξη του πολέμου και τα γεγονότα που ακολούθησαν με υποχρέωσαν να επιστρέψω στο χωριό.
– Δεν μείνατε όμως αμέτοχος στην εξέγερση του λαού μας.
– Και οι πέτρες αυτού του ευλογημένου τόπου ξεσηκώθηκαν όταν άρχισε η πτώση των αλεξιπτωτιστών. Θυμάμαι ήταν 20 του Μάη του 41 που η Κρήτη τυλίχτηκε στις φλόγες υπομένοντας φοβερούς βομβαρδισμούς. Μέσα σε μια σπηλιά πήραμε την απόφαση με τον ακριβό μου φίλο Μιχάλη Γ. Σηφάκη να κατεβούμε στη μάχη. Εκείνος με ένα κοντό γκρανάκι και 30 σφαίρες κι εγώ με ένα τούρκικο Μαρτίνι με 50 σφαίρες. Που να σας λέω τα όσα διαδραματίστηκαν ,Τα αναφέρω λεπτομερώς στο βιβλίο μου.
-Κι ήρθε μετά η Αντίσταση Και κει κάνατε το χρέος σας.
-Ηταν υποχρέωσή μου να κάνω το καθήκον μου σαν Έλληνας, σαν Κρητικός. Ξέρετε το λέμε καμιά φορά σε ακαδημαϊκές συζητήσεις, αλλά είναι διαφορετικά να το λες κι άλλο να το ζεις. Σε προειδοποιούσαν για την επικινδυνότητα της αποστολής γιατί κανένας δεν ήθελε μέχρι και την τελευταία στιγμή να σε αφήσει σε άγνοια. Κι όμως δεν φοβόσουν…Η μπορεί να φοβόσουν μια στιγμή αλλά είχες και τα θάρρη σου στο Θεό.
– Οι πόνοι όμως από τα βασανιστήρια δεν ήταν ανασταλτικοί παράγοντες για την ανάληψη μιας αποστολής σε περίπτωση που αποτύγχανε;
– Επειδή το έζησα κι αυτό σας λέω με βεβαιότητα και χωρίς διάθεση να παραστήσω τον ήρωα. Μετρά περισσότερο για τον Κρητικό να μην θεωρηθεί κιοτής και προδότης από κάθε βάσανο και πόνο. Αυτό σκεπτόμουν όταν με βασάνιζαν για να ομολογήσω και αυτό με κρατούσε. Επίσης μου κάνει ακόμα εντύπωση με πόση άνεση εφευρίσκεις δικαιολογίες σε ώρες κινδύνου όταν πρόκειται να προστατεύσεις ψυχές.
Και πόσο πόνο μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος όταν είναι αποφασισμένος και δοσμένος σε ένα ιερό σκοπό.
-Περισσότερο τι σας πόνεσε από εκείνη την περίοδο κ. Δημήτρη;
– Ο Εμφύλιος. Να μην αξιωθεί κανένας να ξαναζήσει αυτή την κατάρα. Έτυχε βλέπετε τότε να υπηρετώ στη Χωροφυλακή. Έζησα τραγικές στιγμές, τραυματίστηκα, τέλος πάντων…Θα διαβάσετε τα υπόλοιπα.
– Η κυρία Μαρία όμως σας αποζημίωσε με την αγάπη και τη στοργή της για τις τρομερές εμπειρίες που αποκτήσατε εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
-Υπήρξα πράγματι τυχερός με την εκλογή της συζύγου μου Μαρίας Γ. Κουνδουράκη. Κόρη μιας από τις πιο εξέχουσες οικογένειες σε καλοσύνη, λεβεντιά και ήθος. Παντρευτήκαμε 29 Απριλίου του 1949.
– Στα ΕΛΤΑ πως βρεθήκατε;
– Από τη Χωροφυλακή απολύθηκα τα Χριστούγεννα του 1949 μόλις είχε τελειώσει ο Εθνοκτόνος πόλεμος. Ως τραυματίας, βάσει του νόμου 1836/51 διορίστηκα αγροτικός διανομέας στο Σπήλι. Έπρεπε να εξυπηρετήσω 16 χωριά με τα πόδια ή με άλογο. Τι πέρασα και τότε. Πάλευα με τα στοιχεία της φύσης. Αλλά με παρηγορούσε το βλέμμα εκείνων που έπαιρναν το γράμμα τους. Η ευγνωμοσύνη που ακτινοβολούσε στο λόγο και στην ευχαριστία τους. Ένοιωθα ευτυχισμένος γιατί γεφύρωνα αποστάσεις με την υψηλή αποστολή μου που ένοιωθα πάντα σαν λειτούργημα. Μετά από 9 χρόνια μετατάχθηκα ως αστικός διανομέας και ήρθα στο Ρέθυμνο. Η ζωή μου έκτοτε άρχισε να καλυτερεύει, παρά το γεγονός ότι ελάχιστοι έπρεπε να καλύπτουμε όλη την πόλη.
– Ο συνδικαλισμός δεν σας άφησε αδιάφορο.
– Ένας συνειδητοποιημένος πολίτης δεν πρέπει να μένει αδιάφορος.
Ασχολήθηκα με τα κοινά γιατί ένοιωθα υποχρεωμένος να προσφέρω ανάλογα με τις δυνατότητές μου.
– Να μας θυμίσετε μερικούς τομείς δράσης;
– Διετέλεσα πρόεδρος του συλλόγου ταχυδρομικών υπαλλήλων του νομού, λαμβάνοντας μέρος σε πολλά συνέδρια και εντεταλμένο μέλος στην Πανελλήνια Ομοσπονδία που εδρεύει στην Αθήνα.
Επίσης μέλος στο Δ.Σ του συλλόγου Πολυτέκνων με πρόεδρο τον καθηγητή Δαφέρμο, αντιπρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της ενορίας Μασταμπά από την αρχή μέχρι την ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Γραμματέας στο Μουσικοχορευτικό σύλλογο «Σταυραετοί Κρήτης» μέλος της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας.
-Και αθλητής;
– Το μετάλλιο που βλέπετε το πήρα το 1997 σε πανελλήνιους αγώνες βάδην.
-Και μια υπέροχη οικογένεια.
-Με την αγαπημένη μου σύζυγο αποκτήσαμε πέντε παιδιά. Την Ελένη, την Αναστασία, τη Σμαράγδη, την Ειρήνη και τον Νικόλαο.
Αυτά μου χάρισαν 14 εγγόνια και τρία δισέγγονα.
-Και όλοι μαζί καμαρώνουν τον παππού με τη σημαντική όσο και αθόρυβη δράση.
– Μια ζωή περιπετειώδη έζησα, αλλά με αποζημίωσε η ζωή με την ωραία οικογένεια που έχω. Για σκεφτείτε: Τριάντα τρία χρόνια υπηρεσίας, τρεισήμισι χρόνια σε ζώνη επιχειρήσεων σκληρών και τέσσερα χρόνια στην Εθνική Αντίσταση.
– Αυτά τα μετάλλια στους τοίχους;
– Είναι το παράσημο της Εθνικής Αντίστασης, το Μετάλλιο ανδραγαθίας για τη Μάχη της Κρήτης και το μετάλλιο επ’ ανδραγαθία της Χωροφυλακής που έλαβα το 1946.
– Απ’ όσα ζήσατε τι σας έμεινε στη μνήμη σας;
– Η φιλία μου με ένα Αυστριακό που είχαμε συλλάβει αιχμάλωτο και μου είχαν αναθέσει την εκτέλεσή του. Δεν άντεξα να εκτελέσω την εντολή. Λεπτομέρειες γράφω στο βιβλίο μου. Να μη σας τα πολυλογώ μετά από χρόνια μου είπαν ότι με ψάχνει εναγωνίως κάποιος Φαντάζεστε την συγκίνησή μου όταν είδα μπροστά μου τον Μιχάλη, έτσι τον ονομάζω να γονατίζει μπροστά μου με δάκρια …Στιγμές ανεπανάληπτες. Συγκινούμαι όταν τις ανιστορηθώ. Ας είναι. Ετσι δημιουργήθηκε μια μεγάλη φιλία με τον Michael Wieser Ερχόταν για πολλά χρόνια οικογενειακώς και περνούσαμε πολύ ωραία.
– Κύριε Δημήτρη, θα πρέπει να σας έκανε πολύ ευτυχισμένο η κυρία Μαρία αν κρίνουμε από το δημοσίευμα του «Εθνους» των Αθηνών, τον Απρίλιο του 1993, όπου αναφέρεστε ως ο τελευταίος των προξενητάδων…
– Αναφέρεστε στο κείμενο της κυρίας Μαρίας Γύπαρη.
– Για να είμαι ειλικρινής εγώ το πληροφορήθηκα από τον Σιμισακογιώργη τον καλό μας φίλο… Για πόσα προξενιά μιλάμε;
– Πάνω κάτω 200.
– Αφιλοκερδώς πάντα κάνατε τον προξενητή. Γιατί άραγε;
– Ισως γιατί βρήκα μεγάλη ευτυχία στο γάμο μου, Ήθελα ξέρετε να βλέπω τους άλλους ευτυχισμένους. Ήθελα να βλέπω γύρω μου στεριωμένες οικογένειες όπως ορίζουν τα έθιμα και οι παραδόσεις μας. Ήθελα να βλέπω ευτυχισμένα σπιτικά γιατί λατρεύω τα παιδιά.
Δεν θέλω να καταντήσουμε μια χώρα γερόντων.
-Με ποια διαδικασία γινόταν αυτό;
-Απλά αν κάποιος ήθελε μια κοπέλα αλλά ντρεπόταν να τη ζητήσει αναλάμβανα εγώ. Το ίδιο κι αν μια γυναίκα ήθελε κάποιον. Να μεσολαβείς για την ευτυχία των άλλων χωρίς προσωπικό όφελος, είναι θεάρεστη πράξη.
-Στη Λαμπινή μας είπαν ότι είστε και κτήτορας ναού.
-Σαν ιερό χρέος στους γονείς μου για τη μνήμη τους το 2001 συνέβαλα στην ανέγερση του Ιερού Ναού Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λαμπινή.
– Και τώρα εκτός από τη συγγραφή του βιβλίου με τι άλλο ασχολείσθε;
– Ασχολούμαι με αγροτικές δουλειές. Δέντρα, χωράφια, αμπέλια, κήπους, ζώα.
– Η κάποια ηλικία δεν σας εμποδίζει απ’ ότι βλέπω.
– Ξανανιώνω όταν βρίσκομαι σε δουλειά.
– Και ο συνδικαλισμός πάντα στα ενδιαφέροντά σας.
– Ναι είμαι ενεργό μέλος του Συλλόγου Οπλιτών και Αξιωματικών Χωροφυλακής, του Συλλόγου Συνταξιούχων ΕΛΤΑ και των πολιτικών συνταξιούχων.
– Και το απόσταγμα μιας τόσο περιπετειώδους ζωής;
– Είναι καθήκον να στηρίζεις τους ανθρώπους σου με κάθε τρόπο. Η ζωή συνεχίζεται με θάρρος και δύναμη κυρίως αισιοδοξία. Αν ο άνθρωπος κατορθώσει να φύγει με το μέτωπο ψηλά αυτό είναι νίκη. Μια περγαμηνή ότι έκαμε το καθήκον του στην οικογένεια και στην πατρίδα του.